Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2025
19.9 C
Athens

Βαρομετρικό χαμηλό

Η περασμένη Κυριακή και η Δευτέρα στην Αθήνα ήταν δύο μέρες σαν αυτές που η μακαρίτισσα η γιαγιά μου αποκαλούσε «χαρά Θεού». Νωρίς το πρωί είχε έναν ήλιο σαν μεγάλο προβολέα, πονηρά κρυμμένο πίσω από συννεφάκια που έφτιαχναν το σωστό σκηνικό. Είχε επίσης ένα γλυκό κρυαδάκι που μας θύμιζε πως βρισκόμαστε ακόμα στον χειμώνα.

Το βράδυ, η θερμοκρασία λιγάκι έπεφτε, αλλά νόμιζες πως αυτό συνέβαινε μόνο για να βάλουμε τα ωραία μας πουλόβερ, μην τυχόν και αραχνιάσουν στις ντουλάπες – στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, μετά το τέλος του Φεβρουαρίου, το πουλόβερ είναι σαν το παλιό παλτό που τραγουδάει ο Δάντης: χρήσιμο, αλλά μόνο για να το χαρίσεις.

Κι όμως, αυτές τις ήσυχες, σχεδόν ανοιξιάτικες ημέρες άκουγες και διάβαζες για κακοκαιρίες που έρχονται στην πρωτεύουσα και που εξαιτίας τους δεν θα μπορούσαμε καλά-καλά να βγούμε από την πόρτα!

Δεν ξέρω αν τον χειμώνα με διασκεδάζουν περισσότερο οι τρομολαγνικές προβλέψεις διαφόρων που γράφουν στο Διαδίκτυο πως «έρχονται χιόνια μέσα στην Αθήνα» (ελπίζοντας πως θα έρθουν «κλικ») ή η αγωνία διάφορων φίλων και γνωστών μου για το αν θα χιονίσει. Η εβδομάδα που περάσαμε ήταν τέτοιου είδους: οι προβλέψεις για χιόνια και η αγχώδης απορία για το αν τέτοια θα υπάρξουν πήγαν μαζί. Σαν τραγούδι με κουπλέ και ρεφρέν.

Ο τρόμος που εμπεριέχει η ερώτηση «θα χιονίσει;» θυμίζει πραγματικά εποχές που το τι καιρό θα κάνει ήταν καθημερινό θέμα συζήτησης και το «δελτίο καιρού της ΕΡΤ για τους αγρότες» το έβλεπαν όλοι εκτός από τους αγρότες, που συνήθως είναι της λογικής «ας κάνει ό,τι καιρό θέλει, χειμώνας είναι». Οποιος σε ρωτάει αν θα χιονίσει είναι σαν να σου ζητάει να τον αποχαιρετήσεις και να σε αποχαιρετήσει: σ’ το λέει σαν να εννοεί πως τίποτα πια στη ζωή δεν θα είναι ίδιο μετά το κακό που θα μας βρει.

Οταν το ακούω αυτό το γεμάτο αγωνία «θα χιονίσει;», το μυαλό που πάει σε χιλιάδες οικογενειάρχες που αγοράζουν τσουβάλια με ρύζι, κούτες μακαρόνια, γάλατα εβαπορέ, γιαούρτια και σκυλοτροφές για να αντέξουν τον αποκλεισμό που ακολουθεί. Οσοι ρωτάνε περιμένουν ότι το χιόνι θα είναι τόσο πολύ που δεν θα μπορούμε να ανοίξουμε ούτε την πόρτα του ασανσέρ.

Ο φόβος ενός επερχόμενου χιονιά είναι μεγαλύτερος από αυτόν για τον καύσωνα, που υπάρχει στην ημερήσια διάταξη σχεδόν κάθε ημέρα καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το «έρχεται καύσωνας» συνήθως είναι πρόταση για να πάμε για μπάνιο. Το «θα χιονίσει;» κουβαλάει την αγωνία της ερώτησης που θα πρέπει να εξαπλωθεί από στόμα σε στόμα. Την ακούς και αναρωτιέσαι αν είναι θαύμα ότι τα αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν ήδη με αντιολισθητικές αλυσίδες, αφού είναι σαν να έχει κιόλας πέσει δύο μέτρα χιόνι και απλώς εμείς οι υπόλοιποι, που δεν έχουμε ακόμα μολυνθεί από την αγωνία για το αν θα το στρώσει, δεν το βλέπουμε.

Οι πιο πολλοί που αναπαράγουν με ενθουσιασμό τις δυσοίωνες προβλέψεις διάφορων, έχουν ένα είδος συνδρόμου της Στοκχόλμης (δεν είναι τυχαίο, διότι στη Στοκχόλμη, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, χιονίζει πολύ και συχνά). Είναι άνθρωποι οι οποίοι στις ψευτοπροβλέψεις αυτές προσθέτουν και κάτι τις δικό τους: μοιάζουν να περιμένουν (σχεδόν με ηδονή) ένα είδος καταστροφής των πάντων.

Σου λένε «θα χιονίσει» και λάμπουν, καθώς σκέπτονται αποκλεισμένες πόλεις και χωριά και τόνους χιονιού να μας πνίγουν, ενώ είμαστε συγκεντρωμένοι σε μια εκκλησία και όλοι μαζί μετράμε τις ώρες για το τέλος του κόσμου ψέλνοντας ο καθένας ό,τι ξέρει· άλλος τον ύμνο του Ολυμπιακού, άλλος της ΑΕΚ, άλλος του Λεβαδειακού
– αν έχει ύμνο. Εχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι θα φτάνει πάντα μία εβδομάδα του χρόνου που θα ακούω για πτώσεις της θερμοκρασίας, βαρομετρικά χαμηλά, παγωμένους δρόμους και άλλα ανάλογα, τα οποία θα με κάνουν να αισθάνομαι ότι εμφανίζομαι στο «Τhe Day After Tomorrow».

Οχι, δεν θα έχω τον ρόλο του πρωταγωνιστή, αλλά θα είμαι ένας από τους χιλιάδες κομπάρσους που θα κοκαλώσει στον δρόμο καθώς χιονοθύελλες θα χτυπάνε την οδό Αγίας Φωτεινής – μεγάλη η χάρη της. Το τελευταίο που θα μου τύχει προτού κοκαλώσω είναι το να ακούσω τη φωνή κάποιου που φωνάζει πως δεν πίστευα ότι θα χιονίσει, γελώντας χαιρέκακα, κουκουλωμένος με μια ηλεκτρική κουβέρτα.

Ματαίως λέω ότι ακόμη κι αν χιονίσει στο κέντρο της Αθήνας, τουλάχιστον σπάνια θα γίνει κάτι το τρομερό: μπορεί να κλείσει για λίγο κανένας δρόμος, μπορεί να έχουμε καμιά διακοπή ρεύματος, μπορεί να κοκαλώσει καμιά σωλήνα της ΕΥΔΑΠ, μπορεί κάποιος να γλιστρήσει και να σπάσει κανένα πόδι και μπορεί όλοι μας να αρπάξουμε και κανένα ελαφρύ
– θέλω να πιστεύω – κρύωμα, έτσι και ξαμοληθούμε για να βγάλουμε selfies παριστάνοντας τα εγγόνια των ΑBBA-«Mama Mia!». Αλλά όταν τα λέω αυτά είμαι κακός.

Η αναμονή του χιονιού που ποτέ δεν έρχεται δεν είναι μια υπόθεση που με αφορά ώστε να έχω λόγο: είναι για όσους περιμένουν τη θεομηνία, δηλαδή για όσους είναι σίγουροι πως κάτι τρομερό θα (τους) συμβεί. Πως θα πέσει η θερμοκρασία στο «μείον 30» και θα παγώσει το αίμα μας από το κρύο. Πως θα υπάρξουν γιγάντιες καραμπόλες στους δρόμους γιατί όλοι θα κάνουν τον Αϊρτον Σένα γκαζώνοντας στον πάγο που θα έχει πάχος ενάμισι μέτρο. Που περιμένουν ότι θα κλείσουν τα θέατρα και τα σινεμά, ότι θα αναβληθούν όλα τα ματς του Σαββατοκύριακου στο Πρωτάθλημα, πως τα εστιατόρια θα σερβίρουν κονιάκ για να αντέξουν οι πελάτες το κρύο – και ας είναι ανοιχτές οι σόμπες.

Λένε πως το χιόνι είναι για τα παιδιά: Λάθος. Τα παιδιά το πολύ-πολύ να φτιάξουν με τον μπαμπά κανέναν χιονάνθρωπο ή να πετάξουν χιόνια το ένα στο άλλο στην αυλή του σχολείου, αν κι αυτό σπάνιο είναι πια. Αυτοί που αληθινά το χαίρονται το χιόνι είναι όσοι το περιμένουν πιστεύοντας πως θα ζήσουν τις τελευταίες στιγμές της ανθρωπότητας.

Την περασμένη Δευτέρα, ενώ ακούγονταν διάφορα για πτώσεις της θερμοκρασίας, παγετούς κ.λπ., άκουσα έναν μετεωρολόγο που είπε ότι απλώς θα κάνει αρκετό κρύο στην πόλη. Αρχικά τον λυπήθηκα, γιατί χωρίς τρομολαγνικές προβλέψεις κανείς δεν θα του δώσει σημασία. Μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να συλληφθεί για διασπορά αληθινών ειδήσεων. Στον (κακό) καιρό μας, αυτές απαγορεύονται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA