Την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η αρχή ενός εμπορικού πολέμου σε όλο τον κόσμο, πέραν των υπολοίπων παραγόντων, κρίσιμη θεωρείται η πορεία για το ελληνικό δημόσιο χρέος. Κι αυτό διότι παρά την απόφαση αναδιάρθρωσης του 2018 και τη σημερινή καλή εικόνα των επιτοκίων για τα ελληνικά ομόλογα, παραμένει κοντά στην περιοχή του 150% του ελληνικού ΑΕΠ.
Στα τέλη του 2024 το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους βρισκόταν στα χαρτοφυλάκια του ξένου επίσημου τομέα
Ένα από τα βασικά ερώτημα που τίθενται είναι ο τρόπος επηρεασμού του από τους δασμούς που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου. Ιδίως μάλιστα σε μια συγκυρία που η ΕΕ αναμένεται να δώσει το «πράσινο φως» ώστε να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες των χωρών (έως ένα όριο όπως έχει γράψει και ο ΟΤ) χωρίς να επιβαρύνεται το δημόσιο έλλειμμα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για το δημόσιο χρέος, το οποίο πάντα παρακολουθούν οι αγορές. Και αυτό «καίει» τη χώρα μας άμεσα.
Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής έθεσε την παράμετρο για το ελληνικό δημόσιο χρέος μέσα στην τελευταία τριμηνιαία έκθεσή του, η οποία δημοσιοποιήθηκε πριν γίνουν οι ανακοινώσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Όπως αναφερόταν στη συγκεκριμένη έκθεση: «Στο φόντο αυτό η Ελλάδα έρχεται να αντιμετωπίσει τα νέα αυτά αχαρτογράφητα νερά, έχοντας, κυρίως τρία βασικά μειονεκτήματα. Το ένα έχει να κάνει με το υψηλό χρέος, που, σε μια συγκυρία, μάλιστα, ανόδου των αμυντικών δαπανών, της περιορίζει τη δυνατότητα κινήσεων δανεισμού για ενισχύσεις σε πληττόμενους κλάδους, που θα τους βοηθήσουν στη συνέχεια για κινήσεις επέκτασης σε άλλες αγορές».
Τι «βλέπει» ο ΟΔΔΗΧ για το Δημόσιο Χρέος
Αποτελούν λοιπόν μεγάλο κίνδυνο για το ελληνικό δημόσιο χρέος οι δασμοί του Τραμπ; «Εάν προκαλέσει μεγάλη αύξηση στον πληθωρισμό τότε θα αυξηθεί ο παρονομαστής (σ.σ. ονομαστικό ΑΕΠ) και έτσι θα μειωθεί κι άλλο το δημόσιο χρέος» αναφέρουν στον ΟΤ πηγές του ΟΔΔΗΧ. Μάλιστα, οι ίδιες πηγές σημείωναν, όμως, ότι εάν υπάρχει σημαντική αύξηση στο κόστος του νέου δανεισμού, τότε «θα γίνει προσπάθεια να το αντισταθμίσουμε από τα swaps».
Ως εκ τούτου, η αρχική προσέγγιση του ΟΔΔΗΧ δείχνει να εκτιμά ότι η πιθανότητα να αυξηθεί ο πληθωρισμός θα φέρει μεγαλύτερη μείωση στο ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με την όποια αύξηση καταγραφεί στο κόστος δανεισμού, ως ένα από τα ενδεχόμενα.
Όπως εξηγούσαν οι ίδιες πηγές «Μέχρι στιγμής πάμε σε παγκόσμια αναταραχή και ως εκ τούτου τα stock price καταρρέουν, οπότε οι επενδυτές καταφεύγουν σε ασφαλή καταφύγια, όπως τα κρατικά ομόλογα, για αυτό και ανεβαίνουν οι τιμές των ομολόγων». Από εκεί και πέρα, είναι υπαρκτός «ο φόβος για στασιμοπληθωρισμό και ύφεση», αλλά εάν τα πράγματα κυλήσουν επί τα χείρω «Θα υποφέρουμε λιγότερο από άλλους» σημείωναν οι ίδιες πηγές, προθέτοντας: «Αν πάθουν ζημιά οι υπόλοιποι θα πάθουν περισσότερη από εμάς».
Δημόσιο Χρέος: Η σύγκριση με άλλες χώρες
Ποια είναι όμως η συνθήκη για το δημόσιο χρέος της χώρας μας; Αναλύοντας το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στοιχεία της αγοράς κρατικών ομολόγων της Ελλάδας και άλλων 9 ευρωπαϊκών χωρών (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Φινλανδία) από το Α΄ τρίμηνο του 2004 έως το Β΄ τρίμηνο του 2024 και συγκρίνοντας δεδομένα για τον δημοσιονομικό χώρο στα παραπάνω κράτη κατά την περίοδο από το Α΄ τρίμηνο του 2016 έως το Γ΄ τρίμηνο του 2024, το σημείωμα διαπιστώνει ότι η Ελλάδα κατέγραψε σημαντική πρόοδο στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτυγχάνοντας πρωτογενή πλεονάσματα επί σειρά ετών και μειώνοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά 54,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2021.
Ωστόσο, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεταβαλλόμενο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον το οποίο περιλαμβάνει αυξημένες ανάγκες αμυντικών δαπανών, δασμούς και οξυμένη γεωπολιτική αβεβαιότητα. «Η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας υπήρξε εντυπωσιακή, αλλά οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη επιβάλλουν διαρκή επαγρύπνηση», σημείωσαν οι κ. Κοντονίκας και Τσουκαλάς.
Ειδικά για την άμυνα, τονίζεται ότι η ανάγκη ενίσχυσής της σε ευρωπαϊκό επίπεδο δημιουργεί μία σημαντική δημοσιονομική πρόκληση για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, η οποία διαχρονικά διαθέτει μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ στην άμυνα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας ανήλθαν στο 2,6% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας σταθερά τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες ύψους τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ και ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν μόλις 1,3% του ΑΕΠ.
Ποιοι το έχουν στα «χέρια» τους
Το ερευνητικό σημείωμα του Γραφείου Προϋπολογισμού εντοπίζει σημαντικές εξελίξεις στη σύνθεση των επενδυτών που διακρατούν ελληνικό χρέος τα τελευταία χρόνια, οι οποίες έχουν πολλαπλή αλληλεπίδραση με τη διαθεσιμότητα του δημοσιονομικού χώρου:
«Είναι σημαντικό ότι το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους βρισκόταν στα χαρτοφυλάκια του ξένου επίσημου τομέα στα τέλη του 2024, ως αποτέλεσμα των συμφωνιών αναδιάρθρωσης κατά την εποχή της κρίσης. Αυτό το τμήμα του χρέους είναι κλειδωμένο σε αρκετά χαμηλά επιτόκια (πολύ χαμηλότερα από αυτά της αγοράς), διαμορφώνοντας ένα χαμηλό πραγματικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους. Επιπλέον, το χαρτοφυλάκιο του ελληνικού χρέους χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη μέση ωρίμανση, η οποία υπολογιζόταν στα 18,8 χρόνια στα τέλη του 2024. Ακόμα και αν συμπεριληφθούν οι αναβαλλόμενες πληρωμές τόκων των δανείων του EFSF, το μέσο πραγματικό επιτόκιο το 2024 (σε ταμειακή βάση) ήταν μόλις 1,73%.
Εάν αυτό συγκριθεί με το μέσο επιτόκιο της αγοράς για τα 10ετή ομόλογα, το οποίο διαμορφώθηκε στο 3,4% το ίδιο έτος, προκύπτει ότι η Ελλάδα απολαμβάνει ένα “πριμ σταθερότητας” της τάξεως του 1,67% και αναδεικνύει τις τεράστιες εξοικονομήσεις στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Η ιδιαίτερα ευνοϊκή σύνθεση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας, που προσιδιάζει στην παρουσία επενδυτών που “αγοράζουν ομόλογα και τα κρατούν” (“buy and hold” investors) με μακροπρόθεσμες προοπτικές, σε συνδυασμό με τα υποστηρικτικά μέτρα πολιτικής της ΕΚΤ, συμβάλλουν στη θωράκιση της ελληνικής αγοράς ομολόγων από τη βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα».
Ωστόσο, όπως τονίζεται στην ανάλυση, ενώ η Ελλάδα επωφελείται από ευνοϊκή σύνθεση επενδυτών και συνθήκες εξυπηρέτησης του χρέους, οι μελλοντικές εκδόσεις χρέους σε επιτόκια της αγοράς και τα αυξανόμενα ευρωπαϊκά κόστη δανεισμού ενδέχεται να δημιουργήσουν πρόσθετη πίεση στη δημοσιονομική θέση της χώρας.
Η σύγκριση με την Ιταλία
Η Ιταλία, ωστόσο, με τις εξαιρετικά χαμηλές αμυντικές δαπάνες της, το βαρύ φορτίο χρέους και το υψηλότερο κόστος δανεισμού της ευρωζώνης, βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση.
Η Ρώμη δαπανά επί του παρόντος περίπου το 1,5% του ΑΕΠ στην άμυνα, ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα στην ΕΕ μαζί με την Ισπανία, την Πορτογαλία και το Βέλγιο.
Η αύξηση του ποσοστού στο 3% τα επόμενα τέσσερα χρόνια, όπως προτρέπει η Κομισιόν, θα απαιτούσε την εξεύρεση επιπλέον 30-35 δισεκατομμυρίων ευρώ, είτε μέσω επιπλέον δανεισμού είτε μέσω περικοπών δαπανών.
Είναι μια δύσκολη επιλογή που θα παρακολουθείται στενά από τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που επικεντρώνονται στην τροχιά του δεύτερου μεγαλύτερου σωρού δημόσιου χρέους της ευρωζώνης.
«Εάν αυτές οι πρόσθετες δαπάνες χρηματοδοτηθούν μέσω νέας έκδοσης χρέους, θα επιβαρύνουν τις ήδη τεταμένες δημοσιονομικές προοπτικές της Ιταλίας», δήλωσε ο Eiko Sievert, εκτελεστικός διευθυντής της Scope Ratings.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι μικρότερο δημόσιο χρέος από την Ιταλία αναμένεται να έχει η Ελλάδα το 2029, σύμφωνα με τις προβλέψεις (Fiscal Monitor) του ΔΝΤ, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν τον περασμένο Οκτώβριο, στο πλαίσιο της Συνόδου με την Παγκόσμια Τράπεζα. Το Ταμείο προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα μειωθεί στο στο 139,4% του ΑΕΠ το 2029 από 159% φέτος, ενώ στη γειτονική Ιταλία θα ανέλθει στο 142,3% του ΑΕΠ από 136,9% φέτος. Οι δύο χώρες αναμένεται να είναι σχεδόν ισόπαλες το 2028 με την Ελλάδα να σημειώνει ποσοστό της τάξης του 142,3% και την Ιταλία 142%.
Πηγή: ΟΤ