Το όνομά του έχει συνδεθεί άρρηκτα με το βαρύ λαϊκό τραγούδι, είδος που, όπως λέει ο ίδιος, έχει… εξοριστεί από τα ραδιόφωνα στη νυχτερινή ζώνη. Ενεργός τραγουδιστής εδώ και 40 χρόνια ο Γιάννης Κόλλιας μετράει δέκα προσωπικούς δίσκους, πολλές σημαντικές συνεργασίες και χιλιάδες live εμφανίσεις σε Αθήνα, περιφέρεια και ομογένεια.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Ο λαϊκός ερμηνευτής θεωρείται μάλιστα «βασιλιάς» στα λεγόμενα «δεύτερα» μαγαζιά της Αθήνας -αυτά που σχεδόν εξαφανίστηκαν από τον χάρτη της διασκέδασης μετά το 2017, με τα ελάχιστα που απέμειναν να δέχονται ακόμη ένα πλήγμα την περίοδο της πανδημίας.
«Υπήρξε μια μεγάλη κρίση το 2017, κλείσανε όλα τα μπουζουξίδικα στην Αθήνα, αυτά τα ‘‘δεύτερα’’ όπου εμφανιζόμουν πάντα εγώ» αναφέρει στην «Espresso» ο Γιάννης Κόλλιας, που όμως δεν το έβαλε κάτω. «Εγινε μια προσπάθεια φέτος από δύο φιλαράκια επιχειρηματίες, τον Ζαφείρη και τον Τζίμη, με τους οποίους συνεργάστηκα. Ανοιξαν ένα ιστορικό μαγαζί, παλιό ‘‘σκυλάδικο’’, το Απρόοπτο, στο Παλατάκι Χαΐδαρίου. Αρχίσαμε τον περασμένο Νοέμβριο και πήγαμε μέχρι πρόσφατα, αρχές Απριλίου» προσθέτει ο καλλιτέχνης, ο οποίος ετοιμάζεται πλέον για επόμενες live εμφανίσεις σε Αθήνα και περιφέρεια. Παράλληλα συνεχίζει τη δισκογραφική του συνεργασία με τη Heaven Music και μετά την πρώτη του κυκλοφορία με την εν λόγω εταιρία, το ζεϊμπέκικο «Ανάποδες στροφές», σε μουσική Σ. Βασιλακάκη και στίχους G. Julius, ηχογράφησε και μια μπαλάντα που θα κυκλοφορήσει προσεχώς.
Πού γεννηθήκατε, κύριε Κόλλια;
Στην Αττική. Κατάγομαι από τα Καλύβια, πριν από το Λαγονήσι. Ο πατέρας μου είχε σούπερ μάρκετ και ήταν ο μεγάλος αδελφός ενός διάσημου τραγουδιστή που σκοτώθηκε πολύ νέος σε δυστύχημα – αντίστοιχη ιστορία με του Παντελίδη. Ο θείος μου αυτός ήταν ο Κώστας Κόλλιας, που έβγαλε την τεράστια επιτυχία «Ερωτά μου αγιάτρευτε». Οταν «χάθηκε», ήταν ήδη πρώτο όνομα στα αθηναϊκά μαγαζιά, αλλά δεν πρόλαβε να καρπωθεί τους κόπους του. Οδηγούσε μια BMW 520 στη διαδρομή Καλύβια – Λαγονήσι, όπου έγινε το δυστύχημα. Ιούνιος ήταν και θυμάμαι κυκλοφορούσε ο δίσκος του από τη Minos, ενώ είχε κλείσει να εμφανιστεί στη Fantasia. Δεν πρόλαβε όμως. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου έμεινε επί 9 μέρες σε αφασία και μετά πέθανε.
Πόσο σας επηρέασε ο χαμός του;
Πολύ. Ημουν τότε πιτσιρικάς, 17 στα 18. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, δεν είχα σκεφτεί να δραστηριοποιηθώ επαγγελματικά στον καλλιτεχνικό χώρο. Τραγουδούσα βέβαια, όπως τραγουδούσαν και ο πατέρας μου και τα αδέλφια του. Υπάρχει γενικά μουσικό DNA στην οικογένειά μας, όλα άρχισαν από τη γιαγιά Κόλλια. Ο πατέρας μου, μάλιστα, είχε βγάλει και δίσκο με λαϊκά τραγούδια από την Columbia το 1952. Ο χαμός του θείου μου, Κώστα Κόλλια, με συγκλόνισε. Μετά πείσμωσα και αποφάσισα να γίνω κι εγώ επαγγελματίας τραγουδιστής.
Ο πατέρας σας πώς το πήρε; Σας παρότρυνε;
Ο πατέρας μου, όπως προείπα, υπήρξε κι εκείνος τραγουδιστής και μάλιστα πονεμένος, αφού τη δεκαετία του ’50, όταν έκανε την προσπάθειά του, δεν υπήρχε εύκολο μεροκάματο στη δουλειά αυτή – σε κάτι πανηγύρια πήγαιναν τότε οι καλλιτέχνες καβάλα σε μουλάρια. Υστερα από ένα ατύχημα του παππού μου, ο πατέρας μου παράτησε το τραγούδι κι έγινε αρχηγός της οικογένειας. Εκείνος μεγάλωσε επί της ουσίας και τα αδέλφια του. Εκείνος παρότρυνε τον Κώστα να αφήσει τις άλλες δουλειές και να ασχοληθεί με το τραγούδι. Αλλωστε, οι εποχές είχαν αλλάξει πια – ο θείος μου βγήκε στο τραγούδι το 1969. Οταν, λοιπόν, του είπα πως θα ασχοληθώ κι εγώ, δεν έφερε αντίρρηση, χάρηκε κιόλας ακούγοντας κάποια demo που είχα κάνει. Του άρεσαν και μου είπε: «Προχώρα».
Ποια ήταν η πρώτη σας δουλειά ως τραγουδιστής;
Αρχισα το 1984, με το που απολύθηκα από φαντάρος, στο μαγαζί «Κυκλάμινο», στη Βάρη, μαζί με τον Μπουλουγουρά. Μετά πήγαμε στον «Ζορμπά», ένα σπουδαίο μαγαζί στην οδό Αμερικής, στο Κολωνάκι, το οποίο έγινε στην πορεία κλαμπ και μετονομάστηκε «Kalua». Κάναμε μεγάλη επιτυχία στον «Ζορμπά», τότε κυκλοφόρησε και ο πρώτος μου δίσκος από την εταιρία Polyphone, το «Κρίμα τα ξενύχτια μου».

Πιστεύετε ότι σας είδαν εκείνη την εποχή σαν τη συνέχεια του αδικοχαμένου θείου σας;
Συνέβη, ναι, και αυτό μου έκανε και κακό. Διότι, όταν είσαι νέος καλλιτέχνης και με το που αρχίζεις την πορεία σου καλείσαι να υπερπηδήσεις ένα… βουνό, είναι πολύ δύσκολο. Ειδικά αν ο καλλιτέχνης που ακολουθείς έχει χαθεί πρόωρα και άδικα, όπως ο θείος μου. Οταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο τραγουδιστής που χάνεται ηρωοποιείται. Eπρεπε, λοιπόν, εγώ να αποδείξω παραπάνω πράγματα, διότι ο Κώστας Κόλλιας ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης και δημιούργησε ένα δικό του στιλ, αυτό το νέο, τότε, λαϊκό καψουροτράγουδο. Ενα βαρύ λαϊκό είδος που, όπως καταλαβαίνεις, δεν ταίριαζε στην ηλικία μου. Δεν μπορείς να βγαίνεις στην πίστα και να λες π.χ. τη «Μολυβιά» και να είσαι ένα παιδάκι με φάτσα μπεμπέ, όπως ήμουν εγώ τότε στα 21 μου. Πρέπει να έχεις εμπειρία και χρόνια που να φαίνονται πάνω στην πίστα. Αλλιώς είσαι ωραίος μεν, αλλά δεν πείθεις.
Ηταν λάθος σας επομένως που ασχοληθήκατε εξαρχής με αυτό το ρεπερτόριο;
Ναι, δεν έπρεπε να είχα ακολουθήσει τα δισκογραφικά χνάρια του θείου μου. Επρεπε να είχα ασχοληθεί με πιο ελαφρύ ρεπερτόριο και σταδιακά να το βαρύνω, αφού περνούσα τα 35 μου χρόνια. Εγώ όμως μπήκα κατευθείαν… στα βαθιά. Μην ξεχνάς πως όταν βγήκα εγώ δισκογραφικά μεσουρανούσε ο Στράτος Διονυσίου, ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν τραγουδούσε αλλά έβγαζε δίσκους και ο Γιώργος Μαργαρίτης μόλις είχε εμφανιστεί, βαδίζοντας κι εκείνος στα χνάρια του θείου μου. Υπήρχαν δηλαδή πολλοί δυνατοί λαϊκοί τραγουδιστές που έπρεπε να μπω κι εγώ ανάμεσά τους.

Αλλα λάθη που θεωρείτε ότι κάνατε πέρα από το ρεπερτόριο;
Λάθος ήταν που δεν είχα κάποιον να με συμβουλέψει τότε, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Μου κάνανε προτάσεις να εμφανιστώ σε μεγάλα μαγαζιά, όπως, ας πούμε, στη Fantasia, κι εγώ ρωτούσα: «Ποιος θα είναι πρώτο όνομα;». Φαντάσου τρέλα, γιατί μιλάμε για τρέλα και δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Με λίγα λόγια, απέφευγα τις μεγάλες συνεργασίες ώστε να μπορώ να είμαι πρωταγωνιστής σε ένα πρόγραμμα, αν όχι πρώτος, τουλάχιστον δεύτερος. Δεν μπορούσα να πάω κάπου και να ανοίγω πρόγραμμα ενώ θα έπρεπε γιατί ήμουν νέος. Ολο αυτό το πράγμα μού έκανε ζημιά τελικά. Ναι μεν έγινα πρώτο όνομα, αλλά στα δεύτερα μαγαζιά.
Ποιες από τις συνεργασίες σας ξεχωρίζετε;
Κατάφερα το 1986, στα ξεκινήματά μου, να πάω πρώτο όνομα μαζί με την Πόλυ Πάνου σε ένα μεγάλο μαγαζί, τα Ηλιοβασιλέματα, στην Πέτρου Ράλλη. Πάνου, Κόλλιας ήταν το σχήμα. Η Πόλυ Πάνου με αγαπούσε πολύ. Κάποια στιγμή μάλιστα με έσωσε και από του… Χάρου τα δόντια. Υπήρξε μια διένεξη ανάμεσα σε μένα και κάτι μπράβους, πιαστήκαμε στα χέρια και μπήκε στη μέση η Πάνου και με γλίτωσε. Στην πορεία συνεργάστηκα και με άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες, με τον Κλωναρίδη αλλά και με τον Ντουνιά και τον Μυτιληναίο στο πρώτο μαγαζί του Πριόβολου, τη «Λεωφόρο», στη Συγγρού.

Βοηθήσατε συναδέλφους σας;
Υπήρξαν δύο περιπτώσεις συναδέλφων που τους έφερα εγώ στο μαγαζί όπου ήμουν σε πολύ καίρια στιγμή για την καριέρα τους. Προέρχονταν και οι δύο από αποτυχίες, όταν τους έδωσα το χέρι μου και τους έσωσα από… τον γκρεμό, για να μεγαλουργήσουν και οι δύο στη συνέχεια. Ο ένας ήταν ο Βασίλης Τερλέγκας και ο άλλος ο αείμνηστος Χάρης Κωστόπουλος. Ακόμη, δύο παιδιά που έβγαλα εγώ για πρώτη φορά στα μπουζούκια της Αθήνας ήταν η Χαρά Βέρρα και ο Κώστας Σαφέτης. Τον τελευταίο εγώ τον έφερα στην Αθήνα από την Κατερίνη.
Εσείς ζητήσατε ποτέ συναδελφική βοήθεια ή δεν τη χρειαστήκατε;
Δεν ζητάω γενικά βοήθεια, δεν είχα και ανάγκη τότε. Στα δεύτερα μαγαζιά ήμουν βασιλιάς. Και να ήθελα βοήθεια, όμως, δεν νομίζω να μου την έδιναν, γιατί ήμουν ένας τύπος εξωστρεφής και πολύ κοινωνικός, κάτι που με έκανε πολύ δυνατό στη δουλειά μου. Είχα μεγάλο πελατολόγιο και αυτό τους φόβιζε. Μπορεί ένας τραγουδιστής στο σχήμα να είχε ένα δύο σουξέ και να νόμιζε ότι γέμιζε εκείνος το κέντρο, αλλά όταν έβγαινα εγώ γινόταν χαμός, έκανα όλη τη… ζημιά. Αυτό δεν μπορούσαν να το πολεμήσουν.

Πιστεύετε πως το βαρύ λαϊκό τραγούδι βαδίζει προς τη δύση του;
Δεν νομίζω να δύσει ποτέ, αλλά σίγουρα έχει μειωθεί πολύ η δυναμική του. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί νέοι που ψάχνονται μέσα από το YouTube και ακούν αυτά τα τραγούδια. Μου στέλνουν και μηνύματα και μου ζητάνε κομμάτια που δεν θυμάμαι ούτε εγώ ότι τα έχω πει. Αυτό μου δίνει χαρά, αλλά μιλάμε για μικρό κοινό. Τα μεγάλα ραδιόφωνα δεν παίζουν σχεδόν καθόλου λαϊκό τραγούδι, αποφεύγουν και το μπουζούκι, για να καταλάβεις. Οταν έχει ένα τραγούδι μπουζούκι μέσα, το κάνουν πέρα ή το παίζουν αργά το βράδυ. Ειδικά το βαρύ λαϊκό το έχουν στείλει στο… πυρ το εξώτερον.

Εχει πειρασμούς η δουλειά τη νύχτα;
Είναι γεγονός πως η δουλειά μας τραβάει τις γυναίκες σαν μαγνήτης. Υπάρχει μάλιστα προσφορά από δύο… μέτωπα: πελάτισσες και συναδέλφους. Βέβαια, εγώ υπήρξα φειδωλός, γιατί ήμουν και παντρεμένος. Εκανα οικογένεια νωρίς, βρήκα μια κοπέλα που ήταν εκτός δουλειάς, την είδα πως ήταν σωστή και την πήρα με συνείδηση. Τι θα έβρισκα αργότερα; Θα έμπλεκα αναγκαστικά με χορεύτρια ή τραγουδίστρια. Δεν είναι απόλυτο αυτό που θα πω, αλλά ο γάμος με μια γυναίκα μέσα από τη δουλειά μας καταλήγει κατά 90% σε αποτυχία. Πρέπει ο ένας από τους δυο να μην έχει σχέση με τη νύχτα.
Εχετε παιδιά;
Ναι, δύο παλικάρια, δόξα τω Θεώ. Δεν ασχολούνται με τη νύχτα. Ο ένας έγινε αθλητής, άνοιξε και δικό του γυμναστήριο, ο άλλος είναι φοιτητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης.
Πηγή: Espresso
Διαβάστε περισσότερα Γιάννης Κόλλιας: «Ήμουν ο βασιλιάς στα δεύτερα μαγαζιά»