Παρά τις κυβερνητικές τυμπανοκρουσίες ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε παγκόσμιο ψηφιακό hub, η χώρα μας παραμένει ουραγός στην ψηφιοποίηση, όπως αποδεικνύει η νέα μεγάλη έρευνα της Eurostat (Digitalisation in Europe 2025).
Σε μια χώρα που ακόμα και η τηλεδιοίκηση στα τρένα – που δεν αποτελεί δα και ψηφιακό άλμα – δεν έχει καν εφαρμοστεί στο σύνολο του σιδηροδρομικού δικτύου, δεν προκαλεί έκπληξη που πατώνουμε πανηγυρικά σε μια σειρά δείκτες που αξιολογούν την ψηφιοποίηση.
Για παράδειγμα βρισκόμαστε στην τελευταία θέση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ό,τι αφορά την απασχόληση επαγγελματιών πληροφορικής Μόλις το 2,5% των εργαζομένων στην Ελλάδα (από 2,4% πέρυσι) απασχολείται στον κλάδο των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (TΠΕ), έναντι 5% στο μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Η πρόοδος είναι ελάχιστη, μολονότι ο κλάδος της πληροφορικής βρίσκεται σε ανοδική πορεία, όπως διαπιστώνει σχετική έρευνα της Εθνικής Τράπεζας.


Η Ελλάδα είναι τελευταία στην απασχόληση επαγγελματιών πληροφορικής – Πηγη: Eurostat
Ακόμα και η πολύ φτωχότερη από εμάς Βουλγαρία, μας έχει αφήσει πίσω σε αυτό τον τομέα, με τους επαγγελματίες πληροφορικής να αποτελούν το 4,6% των απασχολούμενων.
Ουραγοί και πρωτοπόροι στην ψηφιοποίηση
Πρωτοπόρος χώρα στους «πληροφορικάριους» είναι η Σουηδία, με το 8,7% των θέσεων απασχόλησης να αφορούν ειδικούς στις ΤΠΕ. Λουξεμβούργο, Φινλανδία, Εσθονία και Ολλανδία συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα, με τα ποσοστά επαγγελματιών ΤΠΕ να κινούνται μεταξύ 7% και 8%. Ουραγός, μετά την Ελλάδα, είναι η Ρουμανία με 2,8%. Στις τελευταίες ταχύτητες, με ποσοστά από και 4% ως 4,5% είναι η Ιταλία, η Σλοβενία και η Πολωνία.
Το εύρημα της Εurostat «κουμπώνει» με φετινή έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ που διαπιστώνει ότι η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε δυναμικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας – που δεν αφορούν μόνο την πληροφορική αλλά και γενικότερα επαγγέλματα με ένταση γνώσης.
Ψηφιακή ένταση
Μπορεί τα POS να έχουν μπει παντού και όλο περισσότεροι εργαζόμενοι να εξαρτούν τη δουλειά τους από αλγοριθμικές εφαρμογές, όμως οι ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν σε νηπιακό στάδιο σε ό,τι αφορά την ψηφιοποίηση.
Η Eurostat αξιολογεί την ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων μέσω του Δείκτη Ψηφιακής Έντασης (Digital Intensity Index). Πρόκειται για έναν σύνθετο δείκτη, o oποίος βαθμολογεί τις επιχειρήσεις σε μια κλίμακα από το 0 ως το 12, με βάση ισάριθμα ψηφιακά κριτήρια.
Στόχος είναι ως το 2030 πάνω από το 90% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να έχουν πετύχει τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης και το 75% των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους, να διενεργούν ανάλυση μεγάλων δεδομένων ή να αξιοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη.
Το βασικό επίπεδο απαιτεί να έχουν βαθμολογία από 4 και πάνω, και καλύπτει όλες τις επιχειρήσεις με χαμηλό, υψηλό και πολύ υψηλό επίπεδο ψηφιακής έντασης, εξαιρουμένου του πολύ χαμηλού επιπέδου.


Eιμαστε προτελευταίο μετά τη Βουλγαρία στην ψηφιακή ένταση των επιχειρήσεων – Πηγή: Εurostat
Κάτω από τη βάση η Ελλάδα
Στην Ελλάδα σχεδόν η μία στις δύο επιχειρήσεις (46%) πέφτει κάτω από τη βάση στην ψηφιοποίηση, με βαθμολογία από 0 ως 3. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι έχουν το πολύ μια σύνδεση ίντερνετ και στοιχειώδη χρήση υπολογιστή.
Περίπου η μία στις τρεις (34,6%) έχει χαμηλό επίπεδο ψηφιοποίησης (βαθμολογία 4 ως 6), ένα 16% υψηλό επίπεδο ενώ μόλις το 2,8% έχει πετύχει πολύ υψηλό επίπεδο ψηφιοποίησης.
Γενικά στην Ελλάδα έχουμε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ψηφιακή ένταση των επιχειρήσεων μετά τη Βουλγαρία.
Κατά μέσο όρο στην ΕΕ σχεδόν οι δύο στις τρεις επιχειρήσεις βρίσκονται από το βασικό επίπεδο ψηφιοποίησης και πάνω. Σε υψηλό και πολύ υψηλό επίπεδο βρίσκεται σχεδόν το 35% των επιχειρήσεων στην ΕΕ.
Αντίθετα, στις σκανδιναβικές χώρες όπως η Φινλανδία, η Δανία και η Σουηδία, οι επιχειρήσεις με πολύ χαμηλή ψηφιακή ένταση είναι ελάχιστες (από 9% ως 13%).
Γιατί υστερεί η Ελλάδα στην ψηφιοποίηση;
Σύμφωνα με ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, «σχεδόν ½ του επιχειρηματικού τομέα καλύπτεται από ΜμΕ, έναντι του 1/3 στην ΕΕ, με μέσο κύκλο εργασιών της τάξης του ½ του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οδηγώντας σε χαμηλή υιοθέτηση προηγμένων ψηφιακών λύσεων».
Όμως το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων δεν θα έπρεπε από μόνο του να αποτελεί εμπόδιο για την ψηφιοποίηση. Ναι μεν στην Ελλάδα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία (94% του συνόλου των επιχειρήσεων σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας). Όμως και στην Ευρώπη το 99% των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες.
Η ψηφιακή υστέρηση συνδέεται κυρίως ε τον προσανατολισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Ο κλάδος των υπηρεσιών είναι ο μόνος που αναπτύσσεται ικανοποιητικά, αφού στη μεταποίηση και στον πρωτογενή τομέα βρισκόμαστε σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι πριν την κρίση. Αλλά και στις υπηρεσίες κυριαρχούν κυρίως οι τομείς έντασης εργασίας – εμπόριο, εστίαση, καταλύματα, και όχι δυναμικοί κλάδοι με υψηλή ένταση γνώσης.
Οι νέοι Έλληνες εξακολουθούν να είναι οι πλέον «υπερπροσοντούχοι» της Ευρώπης, με γνώσεις ανώτερες από αυτές που απαιτούνται στη δουλειά που κάνουν. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι τριαντάρηδες μειώνονται στην αγορά εργασίας, αφού παράγουμε πτυχιούχους για να τους κάνουμε γκαρσόνια και πωλητές.
Ψηφιακές δεξιότητες
Παρά τις γκρίνιες ότι οι Έλληνες υστερούν σε ψηφιακές δεξιότητες και ότι οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εργαζόμενους με την εξειδίκευση που χρειάζονται, στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο.
Η Ελλάδα βρίσκεται ελάχιστα χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που έχει κατακτήσει τουλάχιστον τις βασικές δεξιότητες, με 52,4% έναντι 55,5% στην ΕΕ των 27.
Για την ακρίβεια βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση από τη Γερμανία, την Κύπρο, την Ιταλία και την Πολωνία, χώρες που μας ξεπερνάνε σε οικονομική ανάπτυξη.
Το πρόβλημα ψηφιοποίησης στην Ελλάδα αφορά περισσότερο τις ίδιες τις επιχειρήσεις και όχι τους εργαζόμενους. Αλλωστε μόλις το 13,3% των ελληνικών επιχειρήσεων παρέχουν κάποια εκπαίδευση στις ψηφιακές τεχνολογίες στο προσωπικό, έναντι 22,3% του μέσου όρου στην Ευρώπη.
Παρά τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης για την ψηφιακή μετάβαση, οι μικρότερες επιχειρήσεις, που είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας, παραμένουν αποκλεισμένες από την πλειονότητα των έργων. Όμως ακόμα και πολλές μεγάλες επιχειρήσεις «τσιγκουνεύονται» τις παραγωγικές επενδύσεις, μεταξύ άλλων και σε ψηφιακές υποδομές, όσο μπορούν να αντλούν υπεραξία από τη φθηνή ελαστική εργασία και να φουσκώνουν τα περιθώρια κέρδους τους – που είναι από τα υψηλότερα παγκοσμίως.
Στα θετικά πάντως είναι ότι οι σχετικά λίγες ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πληροφορική, επενδύουν σημαντικά σε έρευνα και ανάπτυξη, με το 11% της προστιθέμενης αξίας τους, έναντι 5% στην ΕΕ, σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας.