Δευτέρα, 12 Μαΐου 2025
22.4 C
Athens

Χρήστος Γούλας (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ) στο in: Η οργάνωση του χρόνου εργασίας στην Ελλάδα ειναι αντικοινωνική και αντιπαραγωγική

Η νέα έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την ποιότητα εργασίας στην Ελλάδα, μετέφρασε σε ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα, αυτό που ζουν στο πετσί τους εκατομμύρια εργαζόμενοι:  Πάνω από τους μισούς δουλεύουμε πολύ περισσότερες ώρες από το συμβατικό ωράριο, ενώ μόνο ο ένας στους τρεις πληρώνεται κανονικά τις υπερωρίες. Ενόψει νέων αλλαγών στα εργασιακά και καθώς ανοίγει η συζήτηση για τις συλλογικές συμβάσεις ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Χρήστος Γούλας,  μιλάει στο in γι’ αυτά που βιώνει αλλα και γι’ αυτά που αξίζει ο κόσμος της εργασίας στην Ελλάδα.

Παρά τα ευχολόγια για «εξισορρόπηση της επαγγελματικής και προσωπικής ζωής», ο τρόπος που οργανώνεται ο χρόνος εργασίας στην Ελλάδας κατορθώνει το ακριβώς αντίθετο: Ζούμε και εργαζόμαστε σε συνθήκες αντικοινωνικές αλλά και αντιπαραγωγικές. Τα ωράρια-λάστιχο, η δουλειά τα Σαββατοκύριακα,  η διαρκής εντατικοποίηση χωρίς επιμόρφωση ούτε επαγγελματκή εξέλιξη, δεν βλάπτουν μόνο τη σωματική και ψυχική υγεία, αλλά είναι τροχοπέδη και στην εργασιακή απόδοση.

Το ζητούμενο δεν είναι ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία, σε μια ήδη απορρυθμισμένη και αρκούντως ευέλικτη αγορά εργασίας, αλλά ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, βιώσιμο και δίκαιο, μας λέει ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.  Όταν τα συνδικάτα μιλάνε για επαναφορά του συνολικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της μετενέργειας, της καθολικότητας, του θεσμού της διαιτησίας, δε ζητάνε επιστροφή στο παρελθόν, αλλά ένα καλύτερο μέλλον.

«Xωρίς αξιοπρεπείς όρους εργασίας, δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα· χωρίς κοινωνική συνοχή, δεν μπορεί να στηριχθεί μια αναπτυξιακή στρατηγική μακράς πνοής»

Χρήστος Γούλας – Γενικός Διευθυντής ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

Όχι άλλη ευελιξία

  • Πώς αξιολογείτε τα ευρήματα της νέας έρευνας του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ;

«Τα εμπειρικά ευρήματα των δύο κειμένων πολιτικής που δημοσιεύσαμε αποτυπώνουν το γενικό πρόβλημα της ποιότητας της εργασίας στην Ελλάδα, αφού είναι σημαντικό το ποσοστό των εργαζομένων που νιώθει ότι τόσο το φυσικό περιβάλλον της εργασίας του όσο και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική και σωματική υγεία, την ισορροπία προσωπικής και οικογενειακής ζωής, την ευημερία του.

Παράλληλα, τα ευρήματα δείχνουν συνθήκες κατακερματισμού στην αγορά εργασίας και ανισοτήτων μεταξύ οικονομικών κλάδων, μεγέθους επιχειρήσεων και κοινωνικοδημογραφικών ομάδων με βάση το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο. Η έκταση της υπερεργασίας και η μη αμοιβή των επιπλέον ωρών εργασίας, όπως δηλώνεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, αναδεικνύουν θεσμικά και διαθρωτικά χαρακτηριστικά των εργασιακών σχέσεων όπως έχουν διαμορφωθεί από ρυθμιστικές παρεμβάσεις, αλλά και φαινόμενα παραβατικότητας. Τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι η πραγματική ευελιξία της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι αρκετά υψηλή και μια περαιτέρω αύξησή της θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων χωρίς παράλληλα να συνεισφέρει στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».

Αντιπαραγωγική οργάνωση του χρόνου εργασίας

  • Κάνετε λόγο για «αντικοινωνική και αντιπαραγωγική οργάνωση του χρόνου εργασίας». Τι σημαίνει αυτό;

«Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας έχει κοινωνικές και παραγωγικές επιπτώσεις. Η διευθέτηση αποκτά αρνητικές διαστάσεις όχι μόνο όταν η πραγματική ημερήσια διάρκεια της εργασίας είναι μεγαλύτερη από αυτήν που προβλέπεται στις συμβάσεις εργασίας, αλλά και όταν επιπλέον περιλαμβάνει εργασία τα Σαββατοκύριακα, την νύχτα, και, επίσης, όταν υπάρχουν απροειδοποίητες αλλαγές στις βάρδιες. Όλοι αυτοί είναι παράγοντες που επηρεάζουν την οικογενειακή καθημερινότητα, τη σωματική και ψυχική υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και την απόδοση τους στην εργασία.

Μια μη ισορροπημένη προσαρμογή μεταξύ του εργάσιμου και του μη εργάσιμου χρόνου δεν δίνει στους εργαζόμενους την ευκαιρία ουσιαστικής ξεκούρασης και παράλληλα ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων. Διαστάσεις απαραίτητες για μια βιώσιμη επαγγελματική και οικογενειακή ζωή όπου οι εργαζόμενοι θα είναι σε θέση να ρυθμίζουν αρμονικά τις επαγγελματικές, προσωπικές και οικογενειακές ευθύνες, υποχρεώσεις και στόχους ζωής.

Αυτή η μορφή οργάνωσης δεν είναι απλώς δύσκολη: είναι αντικοινωνική, γιατί υποβαθμίζει την ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και τη προσωπική ζωή, αλλά είναι και αντιπαραγωγική: Εργαζόμενοι που δουλεύουν εξαντλημένοι, χωρίς χρόνο για ανάπαυση ή επιμόρφωση, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε απαιτητικά περιβάλλοντα, ούτε να εξελιχθούν επαγγελματικά.

Μια βιώσιμη αγορά εργασίας οφείλει να εξασφαλίζει όχι μόνο απασχόληση, αλλά και όρους που να επιτρέπουν στους εργαζόμενους να θέτουν στόχους, να εκπαιδεύονται,  να έχουν προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Αν αυτό δεν διασφαλίζεται, τότε μιλάμε για ένα σύστημα που δεν υπηρετεί ούτε την κοινωνική συνοχή ούτε την παραγωγική προοπτική».

Συλλογικές διαπραγματεύσεις

  •  Η ΓΣΕΕ συμμετέχει στο διάλογο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, υπογραμμίζοντας  ότι μπορούν να λειτουργήσουν μόνο με ακηδεμόνευτες από το κράτος διαδικασίες και με την πλήρη επαναφορά του πλαισίου που ίσχυε πριν τα μνημόνια:  μετενέργεια, επεκτασιμότητα, συρροή, καθολικότητα. Μπορεί όμως το ρολόι να γυρίσει πίσω στο 2010 στα εργασιακά, όταν όλα τα άλλα έχουν αλλάξει δραστικά;

«Το αίτημα της ισχυρής θεσμικής προστασίας της εργασίας είναι πάντα επίκαιρο και η δικαίωσή του οικονομικά και κοινωνικά αναγκαία. Οι αρχές της  καθολικότητας, της επεκτασιμότητας και της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων δεν είναι αναχρονισμός: είναι βασικά εργαλεία για να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής εργασία και να περιοριστούν οι ανισότητες που διογκώθηκαν στη διάρκεια της κρίσης.

Η προστασία της εργασίας, όπως την ορίζουν τόσο ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας όσο και ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων, δεν είναι πολυτέλεια: είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Και αυτή η προστασία δεν μπορεί να είναι αποσπασματική ή επιλεκτική. Οφείλει να είναι καθολική, επαρκής και αποτελεσματική. Όχι μόνο για λόγους δικαιοσύνης, αλλά και γιατί η αγορά χρειάζεται ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τον υγιή ανταγωνισμό και αποτρέπουν τη συμπίεση των όρων εργασίας προς τα κάτω.

Η επιστροφή σε ένα θεσμικά ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν είναι αναχρονισμός, αλλά βήμα προς μια σύγχρονη και ανθεκτική αγορά εργασίας. Μια αγορά ικανή να στηρίξει την ψηφιακή μετάβαση, την καινοτομία, τη βιώσιμη ανταγωνιστικότητα και, ταυτόχρονα, να εγγυηθεί μισθούς αξιοπρέπειας, εργασιακή ασφάλεια και ισορροπία ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συλλογικές συμβάσεις δεν είναι απλώς μέσο διεκδίκησης· είναι εργαλείο ορθολογικού σχεδιασμού και μακροχρόνιας σταθερότητας.

Χρειαζόμαστε, επομένως, όχι μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά μια ώριμη πολιτική επιλογή: να ενισχύσουμε εκ νέου τον κοινωνικό διάλογο ως βασικό θεσμό ρύθμισης της εργασίας: έναν διάλογο ακηδεμόνευτο, ισότιμο και λειτουργικό. Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης που θα είναι δίκαιο, συμπεριληπτικό και βιώσιμο».

Ζητείται βιώσιμο και δίκαιο παραγωγικό μοντέλο

  • Τι σημαίνει όμως δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη για τον κόσμο της εργασίας και πώς επιτυγχάνεται; Μήπως είναι άλλη μια γενικόλογη διακήρυξη;

«Η εργασία αλλάζει και προσαρμόζεται με γρήγορους ρυθμούς, όμως το παραγωγικό μας μοντέλο δεν δείχνει να παρακολουθεί το εύρος και το βάθος αυτών των μεταβολών. Σε μεγάλο βαθμό, εξακολουθεί να αναπαράγει πρακτικές χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με περιορισμένο ορίζοντα και προσκόλληση σε παρωχημένες λογικές. Δεν πρόκειται απλώς για υστέρηση· πρόκειται για απώλεια δυνατοτήτων σε μια εποχή που η γνώση, η καινοτομία και η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό καθορίζουν τη βιωσιμότητα κάθε παραγωγικής στρατηγικής.

Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των δημόσιων πολιτικών συνεχίζει να λειτουργεί με όρους διαχειριστικού ρεαλισμού, προσπαθώντας να εξισορροπήσει τις πιέσεις της συγκυρίας χωρίς να διαμορφώνει ένα συνεκτικό σχέδιο μακροπρόθεσμης μετάβασης. Κι όμως, αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε: ένα στρατηγικό υπόδειγμα που να ενσωματώνει τη γνώση, να ενισχύει τη δημιουργικότητα των εργαζομένων και να αντιμετωπίζει τις ανισότητες όχι ως παράπλευρη συνέπεια, αλλά ως κεντρικό πεδίο παρέμβασης.

Η ποιοτική εργασία και η βιώσιμη ανάπτυξη δεν αποτελούν αποσπασματικές ή αυτόνομες επιδιώξεις. Συνδέονται οργανικά και λειτουργούν αλληλοενισχυτικά: χωρίς αξιοπρεπείς όρους εργασίας, δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα· χωρίς κοινωνική συνοχή, δεν μπορεί να στηριχθεί μια αναπτυξιακή στρατηγική μακράς πνοής. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, θεμελιωμένο στις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας: στο μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό, στη δημιουργικότητα της εργασίας, στις παραγωγικές ικανότητες που συχνά παραμένουν ανενεργές. Όχι ένα όραμα γενικών διακηρύξεων, αλλά ένα συνεκτικό σχέδιο που απαντά με σαφήνεια στα κρίσιμα ερωτήματα της εποχής μας: Πώς διαμορφώνεται η εργασία του μέλλοντος; Ποια παραγωγή θέλουμε να αναπτύξουμε; Και —ίσως το πιο σημαντικό— για ποια κοινωνία τελικά παράγουμε;»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA