Μέσα από μία μακροσκελή ανάρτησή του στο Facebook ο πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, σχολίασε τη συγκέντρωση υπέρ του Φρέντη Μπελέρη στη Χειμάρρα, χαρακτηρίζοντάς την «μοναδικό σόου σε τουρίστες από όλη την Ευρώπη».
Αναλυτικά ολόκληρη η ανάρτησή του:
«Πέρασαν αρκετοί μήνες από τότε που ορισμένοι πολιτικοί και ΜΜΕ στην Ελλάδα ζητούν από την Αλβανία να αποφυλακιστεί ο εκλεγμένος δήμαρχος Χειμάρρας. Πριν από λίγες εβδομάδες, ο Μαργαρίτης Σχοινάς, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και καλός φίλος της Αλβανίας, δημοσίευσε μια επιστολή που απευθυνόταν στον Επίτροπο Oliver Varheley. Με διπλωματικά προειδοποιητικό τόνο για παρεμπόδιση της προόδου των διαπραγματεύσεων της Αλβανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ζήτησε από τον συνάδελφό του να παρέμβει στις αλβανικές αρχές, γιατί διαφορετικά ο ίδιος, δηλαδή ο κ. Σχοινάς, βλέπει “άμεσο κίνδυνο αυτό το θέμα να επηρεάσει αρνητικά τη σχέση μεταξύ της προόδου του 2023 για την Αλβανία και της δέσμευσής της για την προώθηση της έννομης τάξης”.
Με τους όρους αυτούς και με την ίδια πεποίθηση όπως στην προαναφερθείσα επιστολή, και για “τη σύνδεση του θέματος αυτού με τον γενικό σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή την εκκρεμότητα των περιουσιών της ελληνικής μειονότητας στην περιοχή του εν λόγω δήμου, καθώς και με τις κατηγορίες για παραβίαση των συνόρων τους από το κράτος”, όπως γράφει στην επιστολή του κ. Σχοινά, πραγματοποιήθηκε χθες διαμαρτυρία που διοργάνωσαν Έλληνες πολιτικοί στο κέντρο της Χειμάρρας!
(Η αλήθεια είναι, ότι αυτή η πεποίθηση των Ελλήνων φίλων δεν βασίζεται ούτε σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, που θα μπορούσε να αποδείξει ότι στην Αλβανία υπάρχει όντως συγκεκριμένο πρόβλημα δικαιωμάτων ή ιδιοκτησίας της ελληνικής μειονότητας, το οποίο διαφέρει από το συνολικό κληρονομικό πρόβλημα στην Αλβανία με τις περιουσίες όλων των Αλβανών πολιτών, τις οποίες αντιμετωπίσαμε και θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε με σεβασμό, με υπομονή και με τη γλώσσα των γεγονότων με την επίσημη Αθήνα).
Στη μνήμη μου, δεν υπάρχει άλλη περίπτωση, όταν οι αιρετοί ενός δημοκρατικού πολιτεύματος οργανώνουν διαμαρτυρία σε άλλο δημοκρατικό πολίτευμα, ενάντια στις αρχές αυτού του κράτους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όπου εμφανίζονται ως διαμαρτυρόμενοι κατά των αποφάσεων των αντίστοιχων δικαστηρίων του κράτους στο οποίο διαμαρτύρονται, απολυτοποιώντας την εθνοτική ένταξη του υποκειμένου της διαμαρτυρίας σε κάθε νομικό κανόνα, νομικό πρότυπο και δημοκρατική λογική. Αυτή είναι μια από εκείνες τις τυπικές καταστάσεις, για την έκφραση “Είμαι άφωνος!” είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό και θα ήθελες να σταματήσεις εκεί. Είναι όμως κι αυτή από εκείνες τις χαρακτηριστικές καταστάσεις, όταν στα Βαλκάνια ζωντανεύει η έκφραση “Το πάπλωμα καίγεται για έναν ψύλλο!” γι’ αυτό πρέπει να συζητήσουμε και να κάνουμε ό, τι καλύτερο μπορούμε, για να μην συμβεί ποτέ αυτό.
“Ελευθερώστε τον Μπελέρη, τελεία και παύλα!”
Αλλά ποιος και πώς μπορεί σήμερα να απελευθερώσει από τη φυλακή έναν Αλβανό υπήκοο ελληνικής υπηκοότητας, ο οποίος ως υποψήφιος δήμαρχος κατηγορείται από την Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και του Οργανωμένου Εγκλήματος ότι διέπραξε το αδίκημα της εξαγοράς ψήφων -για το οποίο ο Ποινικός κώδικας της Αλβανίας είναι σαφής και δραστικός – ενώ σύμφωνα με την αμετάβλητη απόφαση στα τρία στάδια της δίκης, θα πρέπει να κρατηθεί μέχρι το τέλος της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του.
Η ελληνική υπηκοότητα δίνει στον Αλβανό πολίτη που κατηγορείται από την SPAK και κρατείται υπό προφυλάκιση από τα δικαστήρια της χώρας, διαφορετικό καθεστώς από άλλους 48 Αλβανούς πολίτες με αλβανική υπηκοότητα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων δημάρχων του κόμματός μου, που σήμερα κρατούνται με τις κατηγορίες του ίδιου σώματος; με πανομοιότυπες αποφάσεις των ίδιων δικαστηρίων.
Δεν έχω κρύψει την πολύ θετική μου άποψη, ούτε τα πολύ φιλικά μου αισθήματα για τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη. Έχω δει σε αυτόν από την αρχή έναν σύγχρονο Ευρωπαίο ηγέτη και έχω βρει συνεχώς έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο. Δεν σκοπεύω να κρύψω τη γνώμη και τα συναισθήματά μου ούτε σήμερα, που ο αξιότιμος συνάδελφος και αγαπητός φίλος Κυριάκος θα πρέπει να διαβάσει τη διαμορφωμένη και καλά ενημερωμένη γνώμη μου, η οποία δεν συμπίπτει πουθενά με τη γνώμη των φίλων διαδηλωτών.
Για μένα, αυτή η πολιτικοποίηση ενός ζητήματος της αλβανικής δικαιοσύνης, σε σημείο που διοργανώνεται διαμαρτυρία εδώ στην Αλβανία από εκλεγμένες αρχές στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των δημάρχων των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ελλάδας, θα μπορούσε να γίνει το σενάριο μιας σαρκαστικής ταινίας για τις διακρατικές σχέσεις μεταξύ Βαλκανίων αντάξιες του παλιού στερεότυπου των συγκρούσεων «ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ!», αλλά όχι η δημοκρατική πραγματικότητα της ευρωπαϊκής γειτονιάς, μεταξύ ενός κράτους μέλους της ΕΕ και μιας χώρας που διαπραγματεύεται επί του παρόντος την ένταξη στην ΕΕ.
Δεν σκοπεύω να κρύψω σε αυτές τις γραμμές ούτε την ικανοποίηση για την εξαιρετική πρόοδο που έχουμε κάνει μαζί με τον Έλληνα πρωθυπουργό τα τελευταία χρόνια, να συγχωνεύσουμε με ευρωπαϊκό πνεύμα τους βαλκανικούς πάγους που δημιουργήθηκαν με τα χρόνια στις αλβανοελληνικές σχέσεις, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια και αντιμετωπίζοντας παλιά αδιέξοδα με ανοιχτό μυαλό και καλή θέληση.
Αλλά δεν έχω τρόπο να κρύψω τη μεγάλη λύπη μου, μπροστά στη σουρεαλιστική εμφάνιση της παρέμβασης της ελληνικής πλευράς σε ένα ζήτημα της αλβανικής δικαιοσύνης, σε σημείο που οι δηλώσεις από την Αθήνα και οι διχόνοιες των Ελλήνων φίλων μας στις Βρυξέλλες, να παρουσιάσουν αυτό το θέμα που επιλήφθηκε από τη δικαιοσύνη για την κατηγορία του εκλογικού εγκλήματος, ως θέμα της ελληνικής μειονότητας που κλιμακώθηκε με μια τέτοια διαμαρτυρία, πρωτόγνωρη στην ιστορία της Ευρώπης – τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω!
Όχι μόνο λυπάμαι πολύ, αλλά και ανησυχώ σοβαρά. Γιατί αυτό το βήμα, που γίνεται σαν το πόδι του ελέφαντα σε υαλοπωλείο, μπορεί να επιφέρει την οπισθοδρομική συνέπεια της αναζωπύρωσης της σημαίας του εθνικισμού και των αμοιβαίων αρνητικών συναισθημάτων που προκαλεί αυτή η σημαία σε παραπληροφορημένα στρώματα και ορισμένες ομάδες εξτρεμιστών, που καλωσορίζουν αυτές τις περιπτώσεις ενώ έχουν στο χέρι τους ένα κουτάκι βενζίνης που δεν αμφιβάλλω ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι όχι μόνο εγώ και η αλβανική κυβέρνηση αλλά και ο πρωθυπουργός και η ελληνική κυβέρνηση δεν το θέλουμε καθόλου.
Όπου κι αν στραφώ για να βάλω τον εαυτό μου “στη θέση του άλλου”, δεν μπορώ να βρω ένα μονοπάτι που να με οδηγεί στο μονοπάτι να δικαιολογήσω αυτήν την προσέγγιση σε ένα ζήτημα δικαιοσύνης και δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να λυθεί αυτό το «περίεργο» πρόβλημα με τους γείτονες μας και φίλους, εκτός αν αφήσουμε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της ανενόχλητη!
Επομένως, δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να πω, γιατί το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Αλβανίας, η σαφής διάκριση των εξουσιών, που χάρη στη μεταρρύθμιση στη δικαιοσύνη (Η ΕΛΛΑΔΑ ΟΠΩΣ ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΗΡΙΞΑΝ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ) και τη σιδερένια βούληση της κυβερνητικής μας πλειοψηφίας να την εφαρμόσει, χωρίς ποτέ να κάνουμε πολιτικό σχολιασμό για τις αποφάσεις των δικαστηρίων, δίνει μια χαμένη διάσταση στην ιστορία του κράτους της δημοκρατικής Αλβανίας στο δρόμο προς την Ενωμένη Ευρωπαϊκή Οικογένεια· απολύτως αδιαπραγμάτευτο πρότυπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μην αναμειγνύεται ποτέ στις υποθέσεις της δικαιοσύνης για κανένα πολιτικό λόγο· αλλά και το όραμα και η θέλησή μου να μην συμβιβάσω ποτέ τις εξωτερικές στρατηγικές σχέσεις, με τη διόγκωση επεισοδιακών γεγονότων όπως αυτό, μου καθιστούν αδύνατο να αναλογιστώ περισσότερο αυτό το επεισόδιο, τόσο κοινότοπο όσο και επικίνδυνο, στο πλαίσιο της στενά βαλκανικής σκέψης.
Αλλά στους Έλληνες φίλους που ήρθαν στη Χειμάρρα εν μέσω διακοπών και έδωσαν το μοναδικό τους σόου σε τουρίστες από όλη την Ευρώπη, που φέτος έχουν αποβιβαστεί περισσότεροι από ποτέ στις αλβανικές ακτές, λέω ότι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στην Αλβανία.
Και να διαμαρτυρηθούν αν θέλουν!
Γιατί η σημερινή Αλβανία είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, ανεκτική σε κάθε σύγχρονο διαδηλωτή, αλλά και ιστορικά φιλόξενη για κάθε ξένο, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας ή θρησκείας, και πολλές στιγμές της ιστορίας μας το μαρτυρούν, όταν οι Αλβανοί έγιναν οι φύλακες άγγελοι των ξένων που αγωνίζονταν για επιβίωση, από τους Εβραίους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τους Αφγανούς σήμερα – συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων που πλήττονταν από την ακραία φτώχεια στα βόρεια της χώρας τους κατά τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, που χτύπησαν τις εξουθενωμένες οικογενειακές πόρτες των Αλβανών στα νοτιοανατολικά της χώρας μας.
Όχι μόνο αυτό, η σημερινή Αλβανία είναι μια ευρωπαϊκή χώρα με μια νέα υποδειγματική νομοθεσία για όλες τις μειονότητες, όπου η ελληνική μειονότητα απολαμβάνει τις ίδιες ελευθερίες και δικαιώματα με την αλβανική κοινότητα, όπου οι πολίτες μας ελληνικής υπηκοότητας επιλέγουν και εκλέγονται ελεύθερα, όπως συνέβη και στις φετινές δημοτικές εκλογές σε Δρόπολη και Φοινίκη, μετά από προεκλογική εκστρατεία με μηνύματα που δόθηκαν στα αλβανικά και ελληνικά (ακόμα και από εμένα τον ίδιο, που δυστυχώς δεν μιλάω την υπέροχη ελληνική γλώσσα), όπου η ελληνική σημαία κυμάτιζε ελεύθερα ανάμεσα σε παραδοσιακά τραγούδια και χορούς των Δροπολιτών και οι υποψήφιοι της ελληνικής μειονότητας πήραν τις εντολές να συνεχίσουν να διακυβέρνουν τις κοινότητές τους ανενόχλητοι. Κατά την περίοδο της κυβέρνησής μου, σπίτια που χτίστηκαν χωρίς άδεια στα χρόνια της μεταπολίτευσης νομιμοποιήθηκαν μαζικά για τις ελληνικές οικογένειες και τους δόθηκαν χιλιάδες τίτλοι ιδιοκτησίας που δεν είχαν για δεκαετίες, όπως και σε εκκλησίες, όπου οι ορθόδοξοι πιστοί τελούν θρησκευτικές τελετουργίες, τίτλοι περιουσιών που κατασχέθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς, ακαταχώριστοι μέχρι να έρθω στην κυβέρνηση.
Στα ελληνικά ΜΜΕ που ασχολούνται με το θέμα που προκάλεσε να εκφράσω αυτές τις γραμμές, λέω ότι είναι ευπρόσδεκτοι να ακούσουν και την άλλη καμπάνα αν θέλουν, όταν θέλουν, στα Τίρανα ή ακόμα και στη Χιμάρα αν θέλουν, όπου τους καλωσορίζουμε πάντα με ευχαρίστηση με τις αλήθειες μας! Γιατί η Αλβανία έχει σήμερα μια κυβέρνηση που λέει ό,τι κάνει και κάνει ό,τι λέει, όπως για όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των περιουσιών των μελών της ελληνικής μειονότητας. Τα οποία ποτέ, σε καμία περίπτωση, δεν αντιμετωπίστηκαν από τις σημερινές αλβανικές αρχές διαφορετικά από αυτές όλων των Αλβανών.
Το ζήτημα των τίτλων ιδιοκτησίας στην Αλβανία ήταν μια κακή ασθένεια που δημιουργήθηκε από τον κομμουνισμό και επιδεινώθηκε σε σημείο αγωνίας από τη δημοκρατική μετάβαση, κατά την οποία τα ακίνητα έγιναν για χρόνια αντικείμενο μιας αποκρουστικής ανευθυνότητας της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Γι’ αυτό δώσαμε επίσης ιδιαίτερη προσοχή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας και στην καθυστερημένη επί δεκαετίες διαδικασία αντιμετώπισης των ακινήτων σε ορισμένες περιοχές, από τις πεδιάδες των Μεγάλων Υψίπεδων στην Τρόπογια, μέχρι τα βοσκοτόπια και τους ελαιώνες στις ακτές του Ιονίου, έχει δρομολογηθεί με υψηλό αίσθημα ευθύνης από την πλευρά της κυβέρνησής μας και τα συγκεκριμένα αποτελέσματα μιας συνεχιζόμενης, καθόλου εύκολης δουλειάς, είναι αδιαμφισβήτητα.
Ενώ στον ελληνικό λαό λέω, ελάτε στην Αλβανία και θα νιώσετε σαν στο σπίτι σας, γιατί μετά από μια τραγική απομόνωση που μας χώρισε για μισό αιώνα και μετά από μια δραματική μετάβαση με σοβαρά προβλήματα και μεγάλα δεινά, η Αλβανία γίνεται κάθε χρόνο και περισσότερο ένα καλό μέρος για να εργαστείτε, να επενδύσετε, να παίξετε μουσική ή θέατρο, να εκθέσετε την αξιοθαύμαστη τέχνη και τον πολιτισμό σας ή ακόμα και να ξεκουραστείτε, στις θάλασσες ή στα μαγικά βουνά μας. Και επίσης επειδή οι Αλβανοί και οι Έλληνες είναι δύο φιλικοί λαοί από αμνημονεύτων χρόνων, ότι η γεωγραφία τους έχει κάνει γείτονες και η ιστορία τους έχει ενώσει για κοινές υποθέσεις και προβλήματα, πολύ περισσότερο από ό, τι οι πολιτικοί τους διχάζουν για τη λαγνεία τους για εξουσία και για τις εθνικιστικές διαφορές τους σε αυτόν τον ελικοειδή δρόμο της ιστορίας, σε αυτήν την περιοχή έχει παραχθεί όλο και περισσότερη ιστορία παρά κύκλοι που θέλουν να αφομοιώσουν τα προϊόντα αυτής της ιστορίας.
Ενώ το σήμερα μας έφερε πιο κοντά για πάντα, είτε χάρη στις εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς που βγήκαν από το καταφύγιο της κομμουνιστικής φτώχειας, που ήρθαν κοντά σας στα δύσκολα 90s και έγιναν πλέον μέρος της ζωής σας στην Ελλάδα, είτε χάρη στην προθυμία μας να έχουμε πάντα την πόρτα ανοιχτή για εσάς. Επειδή είστε τα αδέρφια μας, με τα οποία το μέλλον μας ενώνει άρρηκτα, ως δύο ευρωπαϊκοί λαοί που τους χωρίζει η γλώσσα, αλλά που αγαπιούνται, είμαστε όπως λέγεται στη διάσημη ιταλική ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε, “μια φάτσα, μια ράτσα”».