Ο παγκόσμιος πληθυσμός γερνά, καθώς το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται και τα ποσοστά γεννήσεων μειώνονται — ένα σενάριο που συχνά χαρακτηρίζεται ως «δημογραφική βόμβα», όπου μια ολοένα μικρότερη ομάδα εργαζομένων καλείται να στηρίξει έναν αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων.
Ωστόσο, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού είναι η παράταση του εργασιακού βίου — και αυτό ήδη συμβαίνει, σύμφωνα με έκθεση της Goldman Sachs Research.
Το μέσο προσδόκιμο ζωής στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί κατά 5% από το 2000, από τα 78 στα 82 έτη, ενώ ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) μειώνεται. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που εργάζεται έχει αυξηθεί.
Από το 2000, η μέση ενεργή εργασιακή ζωή στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί κατά 12%, από τα 34 στα 38 χρόνια, σημειώνει ο Kevin Daly, συνεπικεφαλής Οικονομικής Έρευνας για την Κεντρική & Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική στην Goldman Sachs.
Οι άνθρωποι μπορούν να εργάζονται περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν επειδή ζουν περισσότερα και υγιέστερα χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε μεγάλο δείγμα ατόμων από ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες, ένας 70χρονος το 2022 είχε την ίδια γνωστική ικανότητα με έναν 53χρονο το 2000. Η σωματική αντοχή του ίδιου 70χρονου αντιστοιχούσε σε εκείνη ενός 56χρονου το 2000.
«Πιο απλά… τα 70 είναι τα νέα 53», γράφει ο Daly.
Η γήρανση του πληθυσμού δεν είναι καταστροφή
Ουσιαστικά, η Goldman Sachs ανατρέπει το αρνητικό αφήγημα και παρουσιάζει τη «θετική ιστορία της παγκόσμιας γήρανσης» μέχρι το 2075. Μπορεί η παγκόσμια δημογραφική εικόνα αλλάζει ραγδαία, όμως, αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να θεωρείται απειλή αλλά μια ιστορική ευκαιρία.
Από το 2000 έως σήμερα, το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας (15-64) στις ανεπτυγμένες χώρες μειώθηκε από 67% σε 63%, και εκτιμάται ότι θα πέσει στο 57% μέχρι το 2075. Στις αναδυόμενες οικονομίες, το ποσοστό βρίσκεται κοντά στο μέγιστο (66%) και αναμένεται να μειωθεί σε 61% τις επόμενες πέντε δεκαετίες. Ωστόσο, η ανάλυση υποστηρίζει ότι το να ζούμε περισσότερο –και πιο υγιείς– είναι αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη.
Η Goldman Sachs επισημαίνει ότι παρά τις ανησυχίες για αυξημένες δημόσιες δαπάνες (όπως οι συντάξεις), η καλύτερη λύση βρίσκεται στην παράταση της ενεργούς εργασιακής ζωής. Το μέσο προσδόκιμο ζωής στις ανεπτυγμένες οικονομίες αυξήθηκε από τα 78 στα 82 έτη από το 2000 έως σήμερα, ενώ η μέση εργασιακή διάρκεια αυξήθηκε κατά 12% – από 34 σε 38 χρόνια. Παράλληλα, η συνολική συμμετοχή του πληθυσμού στην αγορά εργασίας αυξήθηκε, από 46% σε 48,3%.
Αντίθετα με τη συχνή εικόνα της «δημογραφικής βόμβας», οι αναλυτές τονίζουν ότι η κοινωνία ήδη προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα. Η γήρανση δεν σημαίνει αναγκαστικά παρακμή. Η επιμήκυνση της ζωής συνοδεύεται από καλύτερη υγεία και μεγαλύτερη παραγωγικότητα, ενώ η αύξηση της διάρκειας όλων των φάσεων της ζωής —νεότητας, μέσης ηλικίας και γήρατος— ανατρέπει τις παραδοσιακές υποθέσεις για την κατανάλωση και την εργασία.
Η ιστορική εξέλιξη της μακροζωίας είναι εντυπωσιακή: σε παγκόσμιο επίπεδο, το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε από τα 62 στα 75 χρόνια τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Στις ανεπτυγμένες χώρες, αγγίζει πλέον τα 82 χρόνια, ενώ στην «πρωτοπορία της μακροζωίας» –όπως το Χονγκ Κονγκ– φτάνει τα 86. Κι όλα αυτά με μια σταθερή τάση ανόδου 0,25 ετών ανά έτος για περισσότερα από 150 χρόνια.
Μειούμενη γονιμότητα: Ο άλλος πυλώνας της παγκόσμιας γήρανσης
Η δεύτερη βασική δημογραφική εξέλιξη που επιταχύνει τη γήρανση του πληθυσμού είναι η διαρκής πτώση της γονιμότητας. Ο παγκόσμιος δείκτης γονιμότητας – δηλαδή ο εκτιμώμενος αριθμός παιδιών που γεννά μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της – κορυφώθηκε στο 5,4 το 1963, μειώθηκε στο 4,1 το 1975 και βρίσκεται πλέον στο 2,1 το 2024, που αντιστοιχεί στο λεγόμενο «ποσοστό αντικατάστασης» του πληθυσμού.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η πτώση της γονιμότητας είναι ταχύτερη από ό,τι είχαν προβλέψει τα Ηνωμένα Έθνη την τελευταία δεκαετία, γεγονός που οδήγησε σε αναθεώρηση των μακροπρόθεσμων προβλέψεων. Η Goldman Sachs σημειώνει ότι δεν είναι ακόμη σαφές εάν πρόκειται για προσωρινό φαινόμενο που επιτάθηκε από την πανδημία COVID-19 ή αν μπαίνουμε σε μια νέα, σταθερά χαμηλότερη εποχή γονιμότητας.
Παραδόξως, οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώνονται όχι στις πλουσιότερες χώρες, αλλά στις αναδυόμενες οικονομίες. Από το 1975, ο δείκτης γονιμότητας στις αναδυόμενες αγορές (EM) έπεσε από 4,6 σε 2,2, ενώ στις ανεπτυγμένες (DM) χώρες κυμαίνεται κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης (1,9 -> 1,5) για περισσότερο από μισό αιώνα.
Η παραπλανητική σταθερά του «2,1»
Παρότι το 2,1 θεωρείται διεθνώς ως το κρίσιμο όριο για τη σταθερότητα του πληθυσμού, η Goldman Sachs αμφισβητεί αυτή τη σταθερά. Αν η μέση διάρκεια ζωής συνεχίσει να αυξάνεται, όπως δείχνουν τα ιστορικά δεδομένα (κατά 0,25 χρόνια ετησίως), τότε το αναγκαίο ποσοστό γονιμότητας για πληθυσμιακή σταθερότητα πέφτει κοντά στο 1,6-1,7. Έτσι εξηγείται γιατί οι ανεπτυγμένες οικονομίες συνεχίζουν να παρουσιάζουν πληθυσμιακή αύξηση, παρά τις γέννες κάτω του 2,1 για δεκαετίες.
Ωστόσο, ακόμη και με τα νέα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας, ο παγκόσμιος πληθυσμός δεν μειώνεται – αυξάνεται, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς. Οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΟΗΕ αναμένουν ότι η κορύφωση του παγκόσμιου πληθυσμού θα έρθει γύρω στο 2075, με το συνολικό μέγεθος να αγγίζει τα 10,3 δισεκατομμύρια, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για πάνω από 11 δισ. μέχρι το 2100. Ακόμη και στο σενάριο χαμηλής γονιμότητας, η αύξηση αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι περίπου το 2050.
Η γονιμότητα ως πολιτικό και αναπτυξιακό δίλημμα
Το πώς ερμηνεύει κανείς την πτώση της γονιμότητας εξαρτάται από την οπτική του, επισημαίνει η Goldman Sachs. Μέχρι πρόσφατα, η κυρίαρχη ανησυχία ήταν η υπερπληθυσμιακή έκρηξη και οι συνέπειές της σε φυσικούς πόρους και περιβάλλον. Σήμερα, όμως, το εκκρεμές έχει κινηθεί προς την άλλη κατεύθυνση – την ανησυχία για την ανεπάρκεια νέου πληθυσμού και τη μειωμένη αναπτυξιακή δυναμική.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman Sachs υπογραμμίζει την ανάγκη για ισορροπημένη παγκόσμια πληθυσμιακή διαχείριση, αναγνωρίζοντας ότι το «ιδανικό» δημογραφικό προφίλ είναι υποκειμενικό και εξαρτάται από κάθε χώρα και τις ανάγκες της.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι οι ακραίες περιπτώσεις – από τις πολύ χαμηλές γεννήσεις στην Ανατολική Ασία και την Κεντρική Ευρώπη έως τις πολύ υψηλές στη Υποσαχάρια Αφρική – δημιουργούν διαρθρωτικές προκλήσεις. Η διεθνής μετανάστευση θα μπορούσε να εξισορροπήσει τις ανισότητες, αλλά προσκρούει ολοένα και περισσότερο σε πολιτικά και κοινωνικά εμπόδια.
Μια «δημογραφική βόμβα» ή μια νέα κανονικότητα;
Η σταδιακή μείωση του πληθυσμιακού ρυθμού έχει άμεσες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Goldman Sachs, το ΑΕΠ εξαρτάται από τον αριθμό των εργαζομένων και την παραγωγικότητα του καθενός. Όταν μειώνεται ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, επιβραδύνεται και η γενική οικονομική μεγέθυνση.
Η παγκόσμια αύξηση πληθυσμού κορυφώθηκε στο 2% ετησίως πριν 50 χρόνια, βρίσκεται πλέον στο 1% και αναμένεται να πλησιάσει το μηδέν μέχρι το 2075. Η μείωση αυτή εξηγεί, εν μέρει, τη χαμηλότερη αναπτυξιακή δυναμική που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια και που –σύμφωνα με την ανάλυση– θα συνεχιστεί.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας
Σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών και της Goldman Sachs, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας επιβραδύνεται σημαντικά. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα ανησυχητικό για την ευημερία, καθώς οι πολιτικές εστιάζουν περισσότερο στο ΑΕΠ ανά άτομο, και όχι στο συνολικό ΑΕΠ.
Η μείωση του συνολικού πληθυσμού δεν θεωρείται από μόνη της απειλή για την ευημερία, αλλά ο πραγματικός προβληματισμός αφορά τη γήρανση του πληθυσμού και τη μείωση της αναλογίας εργαζομένων προς συνολικό πληθυσμό (working-age ratio).
Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η αναλογία πληθυσμού ηλικίας 15-64 έχει ήδη μειωθεί: από περίπου 67% το 2000 σε 63% σήμερα, με προβλεπόμενη περαιτέρω μείωση στο 57% έως το 2075. Αν δεχθούμε ότι η απασχόληση μεταβάλλεται ανάλογα με αυτή την αναλογία, τότε αυτή η πτώση συνεπάγεται μείωση στην απασχόληση και στο ΑΕΠ ανά κάτοικο κατά 6% από το 2000 έως σήμερα, και επιπλέον 10% έως το 2075 — δηλαδή συνολικά 15% μείωση από κορυφή σε πάτο.
Στις αναδυόμενες οικονομίες, η αναλογία πληθυσμού εργασιακής ηλικίας πλησιάζει τώρα στο μέγιστο (66%), αλλά προβλέπεται να μειωθεί στο 61% μέσα στα επόμενα 50 χρόνια. Αυτό σηματοδοτεί το πέρασμα από το δημογραφικό μέρισμα σε δημογραφικό βάρος.
Επιμήκυνση του εργασιακού βίου
Ο πιο άμεσος τρόπος να αντισταθμιστεί η αρνητική επίδραση της γήρανσης στον δείκτη απασχόλησης είναι να παρατείνουν οι άνθρωποι τον εργασιακό τους βίο, σε συνάρτηση με τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Η υπόθεση ότι η απασχόληση μειώνεται κατά τον ίδιο βαθμό με τη μείωση της αναλογίας ηλικίας εργασίας είναι υπερβολικά απαισιόδοξη — καθώς αγνοεί την πραγματική αύξηση της διάρκειας απασχόλησης.
Για να αντισταθμιστεί η πτώση της αναλογίας από 67% σε 57% στις ανεπτυγμένες οικονομίες, απαιτείται αύξηση της μέσης ενεργής εργασιακής ζωής κατά 15% μεταξύ 2000 και 2075. Αν θεωρούσαμε ότι όλοι εργάζονται από τα 15 έως τα 65, αυτό θα σήμαινε παράταση κατά 7,5 έτη, δηλαδή συνταξιοδότηση στα 72,5 έτη. Στην πράξη όμως, πολλοί ξεκινούν να εργάζονται αργότερα (π.χ. λόγω σπουδών) και αποχωρούν νωρίτερα, επομένως η πραγματική μέση διάρκεια εργασιακής ζωής είναι μικρότερη των 50 ετών και η απαιτούμενη επιμήκυνση μικρότερη.
Ήδη εργαζόμαστε περισσότερο
Με βάση τη μεθοδολογία της Eurostat, η μέση ενεργή εργασιακή ζωή σε ανεπτυγμένες οικονομίες ήταν 34 έτη το 2000, και αυξήθηκε σε 38 έτη το 2023 — δηλαδή κατά 4 έτη ήδη. Αυτό καλύπτει σχεδόν όλη την απαιτούμενη αύξηση των 5 ετών μέχρι το 2075.
Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτό το φαινόμενο παρατηρείται χωρίς μεγάλες νομοθετικές αλλαγές στα όρια συνταξιοδότησης. Δείχνει δηλαδή προσαρμογή της κοινωνίας στη μακροβιότητα — και μάλιστα η συσχέτιση είναι ισχυρότερη μεταξύ προσδόκιμου ζωής και ενεργού εργασιακού βίου, παρά μεταξύ ηλικίας συνταξιοδότησης και εργασιακής διάρκειας.
Επιπλέον, η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, κυρίως μετά τον τοκετό, έχει ενισχύσει τον μέσο εργασιακό χρόνο. Ωστόσο, αυτό αποτελεί μονοδιάστατο φαινόμενο: όταν η διαφορά ανδρών-γυναικών σταθεροποιηθεί, δεν θα υπάρχει περαιτέρω ώθηση. Πολλές ανεπτυγμένες χώρες (όπως οι ΗΠΑ) έχουν ήδη φτάσει σε αυτό το σημείο ισορροπίας, αλλά άλλες —όπως η Ιαπωνία και η Νότια Ευρώπη— έχουν ακόμα περιθώριο.
Μια άλλη δομική αλλαγή είναι η μείωση της χειρωνακτικής εργασίας. Οι πιο βαριές δουλειές οδηγούν συχνά σε πρόωρη αποχώρηση. Καθώς τέτοιες δουλειές μειώνονται, η ανάγκη για πρόωρη συνταξιοδότηση υποχωρεί.
Παρά τη σημαντική μείωση λοιπόν της αναλογίας ατόμων σε ηλικία εργασίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες από το 2000, το ποσοστό απασχόλησης στο σύνολο του πληθυσμού έχει αυξηθεί. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική εξάρτηση (dependency ratio) έχει μειωθεί, κόντρα στις προβλέψεις. Οι αλλαγές στην απασχόληση, στις κοινωνικές προσδοκίες και στη φύση της εργασίας έχουν ήδη αντισταθμίσει μεγάλο μέρος των δημογραφικών πιέσεων.
Περίοδος μετάβασης
Η μετάβαση σε χαμηλότερη αναλογία πληθυσμού εργασιακής ηλικίας είναι ήδη σε εξέλιξη. Παρά την πρότερη απαισιοδοξία, οι δείκτες εξάρτησης βελτιώνονται και η τάση για μακρύτερη εργασία συνεχίζεται. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομίες προσαρμόζονται αποτελεσματικά.
Ασφαλώς, η γήρανση δημιουργεί κι άλλες προκλήσεις, όπως η αύξηση των δαπανών υγείας. Όμως, αυτή η εξέλιξη αντανακλά και την επιθυμία των ανθρώπων να επενδύσουν περισσότερο σε μακροβιότητα και ποιότητα ζωής. Ταυτόχρονα, η τεχνολογική πρόοδος (π.χ. τεχνητή νοημοσύνη και ρομποτική) μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την παραγωγικότητα και τη φροντίδα ηλικιωμένων, καταλήγει η Goldman Sachs.
Πηγή: ΟΤ