Τετάρτη, 18 Ιουνίου 2025
27.3 C
Athens

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Η Ελλάδα είναι το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ – Τι αναφέρει η ετήσια έκθεση

Το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) δημοσίευσε σήμερα την ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.

Σύμφωνα με την έκθεση η οικονομία της Ελλάδας έχει έναν σχετικά στάσιμο ρυθμό ανάπτυξης, ενώ σημαντικό συμπέρασμα αποτελεί ότι η χώρα μας αποτελεί το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ.

Παράλληλα, η έκθεση τονίζει ότι «το 2024 το πλεόνασμα του δημόσιου τομέα και το έλλειμμα σε σχέση με τον εξωτερικό τομέα χρηματοδοτήθηκαν μέσω της αύξησης του χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών».

Οι μισθοί, σύμφωνα με τα συμπεράσματα, 15 και πλέον χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, παραμένουν καθηλωμένοι σε ένα επίπεδο που δεν διασφαλίζει το βασικό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Ολόκληρη η ετήσια έκθεση βρίσκεται στην ιστοσελίδα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Μεταξύ των συμπερασμάτων της ετήσιας έκθεσης, προκύπτουν τα εξής:

  • To 2024 η ελληνική οικονομία διατήρησε τον ήπιο ρυθμό μεγέθυνσής της, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%. Θετική συμβολή σε αυτή την εξέλιξη είχαν η κατανάλωση (1,5%) και οι επενδύσεις (0,7%), ενώ αρνητική είχαν η δημόσια κατανάλωση (-0,8%) και οι καθαρές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών (-2%). Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είναι το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ.
  • Μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αντίστοιχη αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ, όταν το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ. Για το ίδιο διάστημα οι μισθοί στην Ελλάδα είχαν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στην αύξηση των πραγματικών πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, η μέση μηνιαία πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών, των οποίων το εισόδημα προέρχεται κυρίως από μισθωτή εργασία, παρέμεινε στάσιμη, η κατανάλωση των αυτοαπασχολούμενων περιορίστηκε, ενώ για τα νοικοκυριά στα οποία το κυρίως υπεύθυνο άτομο είναι εργοδότης αυξήθηκε και έγινε σχεδόν διπλάσια της αντίστοιχης των μισθωτών.
  • Ο ρυθμός μεταβολής των πραγματικών επενδύσεων στην Ελλάδα για το 2024 ξεπέρασε τον αντίστοιχο στην ΕΕ, ωστόσο έγινε αρνητικός το α΄ τρίμηνο του 2025. Το 2024 οι επενδύσεις σε Μηχανολογικό εξοπλισμό στην Ελλάδα ήταν ελαφρώς υψηλότερες από αυτές στην ΕΕ, αλλά οι επενδύσεις σε Προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνουν επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), ακόμα υστερούν. Θετικό είναι το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε Μηχανολογικό εξοπλισμό και σε Προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας ενισχύθηκαν στους κλάδους της Πληροφορίας και επικοινωνίας και των Επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων, ενώ περιορισμένη είναι η δυναμική της επένδυσης στη Μεταποίηση, καθώς ο κύριος όγκος των επενδύσεων κατευθύνθηκε στις Κατασκευές.
  • Οι ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υπέρμετρη εξάρτηση από επενδυτικές χορηγήσεις. Το 2023 το ύψος των επενδυτικών χορηγήσεων αντιστοιχούσε στο 26% των επιχειρηματικών επενδύσεων. Το μέγεθος αυτό ήταν το υψηλότερο στην ΕΕ, με τον λόγο αυτό να είναι 15% στη δεύτερη σε κατάταξη Πολωνία. Η μεγάλη εξάρτηση των ελληνικών επιχειρηματικών επενδύσεων από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με την ενδογενή και αυτοδύναμη επενδυτική λειτουργία των ελληνικών επιχειρήσεων και των προοπτικών της επιχειρηματικής επένδυσης μετά τη λήξη του προγράμματος.
  • Tο 2024 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε, καταγράφοντας έλλειμμα ύψους 6,4% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για ενδιάμεσα εισαγόμενα προϊόντα. Το αποτέλεσμα αυτό αποκαλύπτει το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας, το οποίο αποτελεί το βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, το 77,1% του συνόλου των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) κατευθύνθηκε σε Χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (2,25 δισ. ευρώ), καθώς και σε ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων και στη Διαχείριση ακίνητης περιουσίας (2,95 δισ. ευρώ).
  • Το 2024 το πλεόνασμα του δημόσιου τομέα και το έλλειμμα σε σχέση με τον εξωτερικό τομέα χρηματοδοτήθηκαν μέσω της αύξησης του χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η διαχείριση της συσσώρευσης χρέους από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα απαιτεί σύνεση ώστε να αποφευχθεί η ενεργοποίηση μηχανισμών που θα υπονομεύσουν τη χρηματοοικονομική φερεγγυότητά του.
  • Η Ελλάδα μετά την πανδημία επιτυγχάνει βελτίωση των όρων εξωτερικού εμπορίου προκαλώντας περιορισμένες θετικές σωρευτικές επιδράσεις στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ την περίοδο 2019-2024. Την ίδια περίοδο, η βελτίωση αυτή συνοδεύτηκε και από άνοδο της εξωστρέφειας, ιδίως της Μεταποίησης, καθώς ένα αυξανόμενο μέρος των πωλήσεων κατευθύνθηκε στο εξωτερικό.
  • Ωστόσο, η μεγαλύτερη εξωστρέφεια δεν συνοδεύτηκε από βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς εμφανίζεται μια αυξανόμενη δυσκολία κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές. Αιτία είναι η υποβάθμιση της θέσης της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, η οποία αποτυπώνεται στη διαχρονική αδυναμία υποκατάστασης σε εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών, ιδίως εκείνων που έχουν μέσο και υψηλό τεχνολογικό περιεχόμενο. Το αποτέλεσμα είναι η ανάκαμψη των τελευταίων ετών να συνδέεται με τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείματος
  • Παρά τις μακροοικονομικές αβεβαιότητες, τα βασικά ποσοτικά μεγέθη της αγοράς εργασίας συνέχισαν και το 2024 να εμφανίζουν βελτίωση. Ειδικότερα, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών ανήλθε στο 63,3%, αυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2023 και 6,8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του προ-πανδημικού επιπέδου του (2019). Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας των ατόμων ηλικίας 15-74 ετών διαμορφώθηκε το 2024 στο 10,1% ‒ από 11,1% το 2023 και 17,3% το 2019.
  • Παρά τη βελτίωση βασικών ποσοτικών μεγεθών της αγοράς εργασίας, η χώρα μας πέρυσι κατέγραψε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης, εμφανίζοντας καλύτερη επίδοση μόνο συγκριτικά με την Ιταλία. Ίδια είναι και η εικόνα όσον αφορά τη διαφορά του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρικού και γυναικείου πληθυσμού, με την Ελλάδα να εμφανίζει και σε αυτή την κατηγορία τη δεύτερη μεγαλύτερη απόκλιση των εν λόγω ποσοστών στην ΕΕ-27. Στην τρίτη θέση κατατάσσεται η χώρα μας όσον αφορά την απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ μεταξύ της ηλικιακής ομάδας 40-64 ετών και των νέων 15-39 ετών. Επίσης, η Ελλάδα εμφάνισε το 2024 το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (80,3%) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
  • Παράλληλα, δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι σε επίπεδα που δεν διασφαλίζουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλο τμήμα των απασχολουμένων. Την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%. Την περίοδο 2019-2024 η μείωση διαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου ετήσιου πραγματικού μισθού κατά 2,9% τη διετία 2023-2024.
  • Η αλληλουχία των κρίσεων που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και ο ετερογενής αντίκτυπός τους, σε συνδυασμό με τους πολυεπίπεδους μετασχηματισμούς που αναπόφευκτα προκαλούν τα σύγχρονα megatrends (κλιματική κρίση, αυτοματοποίηση, μετανάστευση, μεταβολές στο παραγωγικό υπόδειγμα των οικονομιών) έχουν ήδη αφήσει το αποτύπωμά τους στην
    αναπτυξιακή δυναμική των περιφερειών, επιδρώντας ανισομερώς στη δημογραφική τους εξέλιξη, στη διάρθρωση και την ανθεκτικότητα του παραγωγικού τους συστήματος, καθώς και στο επίπεδο του εισοδήματος και στις συνθήκες απασχόλησης και διαβίωσης των πολιτών τους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA