Κρίσιμο πρόβλημα παραμένει η ακρίβεια για τα ελληνικά νοικοκυριά που είδαν τον πληθωρισμό να «σκαρφαλώνει» στο 3,6% κατά τη διάρκεια του Ιουνίου, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat. Σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο πληθωρισμός σε ετήσιο επίπεδο διαμορφώθηκε στο 2% από 1,9% τον Μάιο. Το κόστος ζωής είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ αλλά σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα (65% του μέσου όρου της ΕΕ), οι Έλληνες δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για βασικές ανάγκες.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα είναι περίπου 65% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ το κόστος ζωής είναι στο 83% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες ξοδεύουν δυσανάλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους σε βασικές ανάγκες όπως στέγαση, τρόφιμα και ενέργεια
Η Ελλάδα κατέγραψε τον Ιούνιο τον πέμπτο υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, φτάνοντας στο 3,6%, σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο του 2%.
Η αγοραστική δύναμη παραμένει περιορισμένη, καθιστώντας την καθημερινότητα δύσκολη για πολλούς. Χωρίς ουσιαστικές αυξήσεις μισθών ή παρεμβάσεις στη στέγαση και την ενέργεια, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί περαιτέρω.


Οι Έλληνες δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για βασικές ανάγκες
Οι κρίσιμοι δείκτες
Συνολικά στη Γηραιά Ήπειρο παρατηρούνται μεγάλες ανισότητες. Οι τιμές διαφέρουν σημαντικά. Σημαντικές διαφορές υπάρχουν ακόμη και μεταξύ γειτονικών χωρών, όπως η Αυστρία και η Ουγγαρία – ή η Γερμανία και η Πολωνία.
Για να καταλάβουμε τις διαφορές είναι απολύτως χρήσιμοι ορισμένοι δείκτες όπως αυτοί του επιπέδου τιμών. Αρκεί να συγκρίνουμε τα εθνικά επίπεδα τιμών με τον μέσο όρο της ΕΕ με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (PPP).
Έρευνες τιμών διεξάγονται σε περισσότερα από 2.000 καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες σε 36 ευρωπαϊκές χώρες.
Εκτός από αυτούς τους ατομικούς ή ομαδικούς δείκτες, υπάρχουν δύο κύριοι δείκτες που δείχνουν το «συνολικό» επίπεδο τιμών των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών:
Ο ένας είναι η πραγματική ατομική κατανάλωση (AIC), η οποία μετρά όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που καταναλώνονται πραγματικά από τα νοικοκυριά. Ένας άλλος δείκτης είναι η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών (HFCE), ο οποίος μελετά τις συνολικές δαπάνες για μεμονωμένα αγαθά και υπηρεσίες από τα νοικοκυριά κατοίκους.
Το Euronews επεξεργάστηκε τα στοιχεία για τις συγκρίσεις αποτυπώνοντας την εικόνα για τις φθηνότερες και τις ακριβότερες χώρες.
Από το 2024, από τις 36 χώρες, η Ελβετία είναι η πιο ακριβή, με τιμές στο 184% του μέσου όρου της ΕΕ – 84% υψηλότερες από τον μέσο όρο. Η Τουρκία είναι η φθηνότερη, με τιμές στο 47% του μέσου όρου της ΕΕ, δηλαδή 53% χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ένα επίπεδο τιμών πάνω από 100 σημαίνει ότι μια χώρα είναι ακριβότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ- κάτω από 100 σημαίνει ότι είναι φθηνότερη.


Σημαντικές διαφορές υπάρχουν μεταξύ των χωρών της ΕΕ
Φθηνότερες και ακριβότερες χώρες στην ΕΕ
Στην ΕΕ, το Λουξεμβούργο είναι η πιο ακριβή χώρα, με τιμές 51% υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Βουλγαρία και η Ρουμανία είναι τα φθηνότερα μέλη, με τιμές 57% του μέσου όρου της ΕΕ.
Αυτό σημαίνει ότι το Λουξεμβούργο είναι περίπου 2,7 φορές ακριβότερο από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, παρουσιάζοντας μια σημαντική αλλά μικρότερη διαφορά σε σύγκριση με τη διαφορά μεταξύ Ελβετίας και Τουρκίας.
Δέκα χώρες της ΕΕ έχουν τιμές πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Δανία (143%) και η Ιρλανδία (141%) ακολουθούν το Λουξεμβούργο ως οι πιο ακριβές.
Μεταξύ των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών της ΕΕ, η Γερμανία (109%) και η Γαλλία (108%) είναι ελαφρώς πάνω από το μέσο όρο, ενώ η Ιταλία (98%) και η Ισπανία (91%) είναι κάτω από το μέσο όρο.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της λίστας με 83%. Στη συγκεκριμένη λίστα, κάτω από τη χώρα μας βρίσκεται η Σλοβακία (81%), η Τσεχία (80%), η Λιθουανία (78%), η Λετονία (77%) η Κροατία (73%), η Πολωνία (70%), η Ουγγαρία (68%) η Ρουμανία και η Βουλγαρία (58%).
Γεωγραφικά πρότυπα στα επίπεδα τιμών
Οι χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης τείνουν να έχουν υψηλά επίπεδα τιμών. Η Ελβετία, η Ισλανδία, το Λουξεμβούργο, η Δανία, η Ιρλανδία, η Νορβηγία και η Φινλανδία παρουσιάζουν τιμές σημαντικά υψηλότερες του μέσου όρου. Πρόκειται γενικά για χώρες υψηλού εισοδήματος με ισχυρά νομίσματα και υψηλότερο κόστος διαβίωσης.
Και οι πέντε σκανδιναβικές χώρες – Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Νορβηγία και Ισλανδία – κατατάσσονται επίσης σταθερά κοντά στην κορυφή.
Αντίθετα, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν γενικά χαμηλότερα επίπεδα τιμών. Η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής – Λετονία, Λιθουανία και Εσθονία – βρίσκονται όλες κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Οι περιοχές αυτές καταγράφουν συνήθως χαμηλότερο κόστος εργασίας.
Τα επίπεδα τιμών είναι επίσης χαμηλότερα στις υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες. Σε αυτές περιλαμβάνονται η Τουρκία, η Βόρεια Μακεδονία, η Αλβανία, η Σερβία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Η κατάταξη του επιπέδου τιμών αλλάζει ανά κατηγορία
Τα επίπεδα τιμών διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών. Για παράδειγμα, το επίπεδο τιμών για το αλκοόλ και τον καπνό στην ΕΕ ήταν σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο στην Ιρλανδία (205%), την πιο ακριβή χώρα, από ό,τι στη Βουλγαρία (69%), τη φθηνότερη χώρα. Τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία παρουσίασαν τη δεύτερη μεγαλύτερη διαφορά. Η Δανία είχε τις υψηλότερες τιμές, 148% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ η Βουλγαρία κατέγραψε και πάλι τις χαμηλότερες, 53%.