Παρασκευή, 19 Σεπτεμβρίου 2025
23.3 C
Athens

ΤτΕ: Πιο χαμηλά ο πήχης της ανάπτυξης – Τι «βλέπει» για επενδύσεις και τιμές

Με ρυθμό 2,2% αναμένεται να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία φέτος και θα υποχωρήσει στο 1,9% το 2026, ενώ θα επανέλθει στο 2,1% το 2027 σύμφωνα με την περιοδική έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Σημειώνεται ότι στα τέλη Ιουνίου στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής η ΤτΕ προέβλεπε για φέτος ρυθμό ανάπτυξης 2,3%, για το 2026, και 2,1% για τα δύο επόμενα έτη.

Όπως αναφέρει στο σημερινό note η ΤτΕ, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά το 2025 θα συγκλίνει με τον δυνητικό της ρυθμό.

Η ανάπτυξη θα στηριχθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, οι οποίες θα ενισχυθούν από τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κονδύλια. Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει υψηλός στο 3,1% το 2025, αντανακλώντας τη «επιμονή» του πληθωρισμού στις υπηρεσίες.

Η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να γίνει επεκτατική το 2025 λόγω της υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Διαβάστε αναλυτικά την έκθεση της ΤτΕ

Τα μέτρα της ΔΕΘ

Η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι χάρη στον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, νέες μόνιμες επεκτατικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο, με εκτιμώμενο κόστος 1,8 δισ. ευρώ το 2026 (περίπου 0,7% του ΑΕΠ) και 2,5 δισ. ευρώ το 2027 (περίπου 0,9% του ΑΕΠ). Τα μέτρα αυτά αναμένεται να οδηγήσουν σε υψηλότερη ανάπτυξη το 2026 και το 2027.

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί και σχετίζονται πρωτίστως με την αυξημένη γεωπολιτική και εμπορική αβεβαιότητα διεθνώς, καθώς και με την κλιματική αλλαγή.

Οι οικονομολόγοι της ΤτΕ υπενθυμίζουν ότι ακόμη και μετά την προς τα κάτω αναθεώρηση των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας «αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από εκείνους της ζώνης του ευρώ». Και εξηγούν ότι επί τα χείρω αναθεωρήσεις σε σύγκριση με το Ιούνιο του 2025 είναι μικρές, κυρίως λόγω χαμηλότερων από το αναμενόμενο επιδόσεων της οικονομίας για το 2025 αλλά και λόγω της ανατίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ.

Ειδικότερα η ΤτΕ αναφέρει τα εξής:

• Η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια αναμένεται να διατηρηθεί την περίοδο 2025-2027, μέσα σε ένα αβέβαιο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

• Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, να υποχωρήσει στο 1,9% το 2026 και να αυξηθεί οριακά στο 2,1% το 2027. Οι ρυθμοί αυτοί είναι υψηλότεροι από εκείνους της ζώνης του ευρώ. Οι καθοδικές αναθεωρήσεις σε σχέση με τις προβλέψεις του Ιουνίου 2025 (BMPE) είναι μικρές, μόλις 0,1 π.μ. για το 2025 (λόγω χαμηλότερης από την αναμενόμενη επίδοσης το Α΄ τρίμηνο) και 0,1 π.μ. για το 2026 (λόγω ανατίμησης της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ – τεχνικές παραδοχές).

• Ο κύριος μοχλός ανάπτυξης αναμένεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά. Πιο συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί με μέσο ρυθμό 2,0% κατά την περίοδο προβλέψεων. Η υψηλή ιδιωτική κατανάλωση στηρίζεται από την ενίσχυση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, καθώς η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να ανακάμπτει, οι μισθοί να αυξάνονται και ο πληθωρισμός να υποχωρεί σταδιακά.

• Οι συνολικές επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με μέσο ρυθμό 7,5%. Οι δημόσιες επενδύσεις θα εμφανίσουν ισχυρό αρνητικό ρυθμό μεταβολής το 2027, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες θα συνεχίσουν να κινούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο. Ωστόσο, οι επενδύσεις σε κατοικίες ως ποσοστό του ΑΕΠ θα παραμείνουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την προ κρίσης περίοδο.

• Οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται με μέσο ρυθμό 3,1% την περίοδο 2025-2027, σε συνάρτηση με την ενισχυμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών και τη βελτίωση της εξωτερικής ζήτησης. Ωστόσο, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ θα είναι ελαφρώς αρνητική στο ορίζοντα προβλέψεων, λόγω της έντονης επενδυτικής δραστηριότητας που θα οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς αύξησης εισαγωγών, αλλά και γενικότερα λόγω της υψηλής εισαγωγικής εξάρτησης της εγχώριας ζήτησης.

• Το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 9,4% το 2025 και στη συνέχεια αναμένεται να υποχωρήσει ταχέως, φθάνοντας στο 8,2% το 2027, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια. Όσον αφορά το κόστος εργασίας, εκτιμάται ότι τα επόμενα έτη οι ονομαστικοί μισθοί ανά εργαζόμενο θα αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, γύρω στο 5,0% ετησίως, κυρίως λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας, αλλά και όπως υποδεικνύεται από πρόσφατες συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

• Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται την περίοδο προβλέψεων. Το 2025 αναμένεται να παραμείνει υψηλός, στο 3,1%, αντανακλώντας τη διατηρησιμότητα του πληθωρισμού στις υπηρεσίες, κυρίως λόγω των αναμενόμενων αυξήσεων σε μισθούς και ενοίκια, των πιέσεων από τη μεγάλη τουριστική ζήτηση και των αυξήσεων στους έμμεσους φόρους. Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει στο 2,6% το 2026, ενώ το 2027 προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,4% (συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης του συστήματος εμπορίας εκπομπών στο ενεργειακό σκέλος του ΕνΔΤΚ).

• Ο δομικός πληθωρισμός (ΕνΔΤΚ εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων) παραμένει σε υψηλά επίπεδα, παρουσιάζοντας σημαντική απόκλιση από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και αντανακλώντας εν μέρει το μεγάλο θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας. Αναμένεται να υποχωρήσει στο 2,3% έως το 2027, αντανακλώντας κυρίως την εξασθένιση του πληθωρισμού στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά.

• Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί και περιλαμβάνουν:

(α) την αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα και την αβεβαιότητα στη διεθνή εμπορική πολιτική,

(β) τη μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας και τις ισχυρότερες μισθολογικές πιέσεις,

(γ) φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,

(δ) χαμηλότερο από τον αναμενόμενο ρυθμό απορρόφησης και αξιοποίησης των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και

(ε) βραδύτερη από την αναμενόμενη υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιπτώσεις στην παραγωγικότητα της οικονομίας.

Υποστηρικτικές πολιτικές και μέτρα της ΕΕ και της ΕΚΤ

Η ΤτΕ επισημαίνει ότι περισσότερα από €30 δισ. αναμένεται να εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την τριετία 2025-2027 από το συνολικό δικαίωμα των €70 δισ. (2021-2027), εκ των οποίων τα μισά αφορούν το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης (NGEU), ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από τα διαρθρωτικά ταμεία του προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027.

Τα κονδύλια του NGEU κατευθύνονται σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας που ενισχύουν την ανάπτυξη στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και των ιδιωτικών επενδύσεων.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Ανάκαμψης θα συμβάλει σε σημαντική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026, κυρίως μέσω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Παράλληλα, θα ενισχύσει την απασχόληση, τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις εξαγωγές και τα φορολογικά έσοδα.

Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το NGEU εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μόνιμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών (σε ορίζοντα δεκαετίας).

Κύριες Προκλήσεις

Βραχυπρόθεσμες προκλήσεις οικονομικής πολιτικής:

• Έλεγχος του πληθωρισμού.

• Επιτάχυνση των επενδύσεων, εν μέρει μέσω της αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.

• Αντιμετώπιση των αναδυόμενων ελλείψεων στην αγορά εργασίας και της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων.

• Σχεδιασμός στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και μέτρων πρόληψης φυσικών καταστροφών.

• Διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας μέσω επενδύσεων σε καθαρή ενέργεια.

• Διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

• Αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες προκλήσεις οικονομικής πολιτικής:

• Διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

• Υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη της μακροχρόνιας ανάπτυξης.

• Αντιμετώπιση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

• Επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων και συνέχιση της βελτίωσης στη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, με στόχο την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.

• Προώθηση της καινοτομίας, της εκπαίδευσης και του κεφαλαίου γνώσης.

Η εικόνα της οικονομίας

Η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα συνέχισε να επεκτείνεται (1,7% σε ετήσια βάση και 0,6% σε τριμηνιαία βάση) το Β΄ τρίμηνο του 2025, υπεραποδίδοντας σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ (1,5% σε ετήσια και 0,1% σε τριμηνιαία βάση), παρά την αυξημένη αβεβαιότητα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) παρέμεινε αυξημένος στο 3,2% την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2025, οδηγώντας σε ευρύ πληθωριστικό χάσμα σε σχέση με τον αντίστοιχο δείκτη της ζώνης του ευρώ (2,1%), το οποίο αποδίδεται κυρίως στη μεγάλη διαφορά στον πληθωρισμό υπηρεσιών. Ο ΕνΔΤΚ υποχώρησε αισθητά στο 3,1% τον Αύγουστο 2025, λόγω μειώσεων σε όλα τα επιμέρους συστατικά του.

Στην αγορά κατοικιών, οι τιμές των διαμερισμάτων συνέχισαν να αυξάνονται με ισχυρό, αν και επιβραδυνόμενο, ρυθμό κατά τη διάρκεια του 2024 και το Α΄ εξάμηνο του 2025. Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας παρέμειναν θετικές το Β΄ τρίμηνο του 2025, με την απασχόληση να αυξάνεται και την ανεργία να μειώνεται περαιτέρω. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2024, αλλά παρουσίασε βελτίωση στο επτάμηνο του 2025.

Η έκπληξη του πλεονάσματος

Οι συντάκτες του note, υπογραμμίζουν ότι στο δημοσιονομικό πεδίο, καταγράφηκε θετική έκπληξη με το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2024 να εμφανίζει πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο από τον στόχο του Προϋπολογισμού 2025 (2,5%), κυρίως λόγω αυξημένων φορολογικών εσόδων. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 σε σχέση με το 2023, στο 153,6%, χάρη στην πρόωρη αποπληρωμή χρέους και στη σημαντική οικονομική ανάπτυξη.

Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις συνέχισε να ενισχύεται το 2025, σε συνάρτηση με την οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση των επιτοκίων, ενώ ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα επιταχύνθηκε. Τα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού υποχωρούν κυρίως για επιχειρηματικά δάνεια.

Τα ελληνικά ομόλογα

Η ΤτΕ υπογραμμίζει επίσης, ότι οι αποδόσεις και τα spreads των κρατικών ομολόγων, μέχρι στιγμής το 2025, επέδειξαν ανθεκτικότητα μέσα σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον, καθώς οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας μετρίασαν τον αντίκτυπο της αυξημένης μεταβλητότητας στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.

Τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα και οι μετοχές υπεραπέδωσαν σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες της ζώνης του ευρώ, παραμένοντας λιγότερο επηρεασμένα από τις αναταράξεις στις παγκόσμιες αγορές λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ.

Πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA