Κυριακή, 21 Σεπτεμβρίου 2025
24.6 C
Athens

Eurostat: Η κρυφή ανεργία στην Ευρώπη – Πώς οι επίσημοι δείκτες θολώνουν την πραγματική εικόνα

Σε παραπλανητικά συμπεράσματα φαίνεται να οδηγεί ο επίσημος τρόπος υπολογισμού των ανέργων στην Ευρώπη, καθώς όσοι δεν ψάχνουν ενεργά για δουλειά, όσοι υποαπασχολούνται ή δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι, δεν καταγράφονται στις μετρήσεις. Αυτό δημιουργεί ένα εργασιακό κενό στην αγορά, τη λεγόμενη κρυφή ανεργία, που επιτρέπει το πραγματικό μέγεθος της προβλήματος να μη γίνεται ορατό όσο εξελίσσεται απειλητικά.

Ο υπολογισμός της κρυφής ανεργίας δημιουργεί έναν αξιόπιστο δείκτη της πραγματικής κατάστασης στην αγορά εργασίας

Το 2025, η ανεργία – κρυφή και μη – στην ΕΕ φτάνει το 11,7%, πολύ υψηλότερη από το ποσοστό της επίσημης ανεργίας που περιορίζεται στο 5,8%. Ανάμεσα στις χώρες της Ένωσης παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις.

Χαμηλά ποσοστά καταγράφονται σε Πολωνία, Σλοβενία και Μάλτα, ενώ στην κορυφή βρίσκεται η Τουρκία και ακολουθούν η Φινλανδία, η Σουηδία και η Ισπανία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 13,2% έναντι 8,9% της επίσημης ανεργίας.

Οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες οφείλονται σε τέσσερις βασικούς λόγους: μακροχρόνια υψηλή ανεργία που αποθαρρύνει τους εργαζομένους να ψάχνουν ενεργά για δουλειά, ανεπαρκή κοινωνικά συστήματα στήριξης, έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας και αναντιστοιχία δεξιοτήτων.

Ο περιοριστικός ορισμός της ανεργίας

Ο ορισμός της ανεργίας θεωρείται περιοριστικός, καθώς αποκλείει πολλούς ανθρώπους που δεν εργάζονται. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025, στην Ευρώπη επίσημα άνεργοι ήταν 13,3 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 15 έως 74 ετών. Ωστόσο, το νούμερο αυτό διπλασιάζεται (26,8 εκατομμύρια) εάν συμπεριλάβουμε τις τρεις βασικές ομάδες που εξαιρούνται και συνθέτουν την κρυφή ανεργία.

Δηλαδή, οι άνθρωποι που είναι διαθέσιμοι για εργασία χωρίς όμως να αναζητούν ενεργά απασχόληση, οι υποαπασχολούμενοι που δουλεύουν part time και όσοι αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι.

Στο σύνολο της ΕΕ, η εν λόγω υποαξιοποίηση εργατικού δυναμικού ή αλλιώς εργασιακό κενό διαμορφώθηκε στο 11,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με τη Eurostat. Το ποσοστό αυτό αναλύεται σε 5,8% επίσημη ανεργία, 2,6% διαθεσιμότητα για εργασία αλλά όχι ενεργή αναζήτηση, 2,4% υποαπασχόληση και 0,9% αναζήτηση εργασίας χωρίς άμεση διαθεσιμότητα.

Στις 33 ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (EFTA), η υποαξιοποίηση κυμαίνεται από 5,1% στην Πολωνία έως 25,8% στην Τουρκία, η οποία ξεχωρίζει ως ακραία περίπτωση. Το top-5 συμπληρώνουν οι δύο σκανδιναβικές χώρες, Φινλανδία (19,5%) και Σουηδία (18,8%), ακολουθούμενες από την Ισπανία (18,6%) και τη Βοσνία Ερζεγοβίνη (17,1%).

Η κρυφή ανεργία είναι επίσης υψηλή στη Γαλλία (15,4%), στην Ιταλία (15%), στο Λουξεμβούργο (14,8), ακολουθούμενες από τις χώρες που κυμαίνονται στο επίπεδο του 13%, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Ανάμεσα στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, η Γερμανία έχει το χαμηλότερο ποσοστό εργασιακού κενού (7,8%), το μοναδικό κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι άλλες τρεις – Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία – βρίσκονται στην ανώτερη κατηγορία με ποσοστά στο 15% ή υψηλότερα.

Το άθροισμα των τεσσάρων μεταβλητών που συνθέτουν το εργασιακό κενό ενδέχεται να διαφέρει ελαφρώς ανά χώρα στα δεδομένα της Eurostat λόγω στρογγυλοποιήσεων ή εποχικών προσαρμογών, αναφέρει το Euronews.

Μετά τους ανέργους, η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα που συμβάλλει στο εργασιακό κενό στην ΕΕ είναι όσοι είναι διαθέσιμοι για εργασία αλλά δεν αναζητούν ενεργά απασχόληση. Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα όπου το ποσοστό αυτής της ομάδας υπερβαίνει κατά πολύ το ποσοστό ανεργίας (8,6%) και φτάνει το 12,3%. Ακολουθούν η Ιταλία (6,6%) και η Σουηδία (4,4%). Αντίθετα, στην Ισπανία το ποσοστό είναι μόλις 2,8%, παρότι καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ.

Στην ομάδα των υποαπασχολούμενων, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Ολλανδία (5,1%), τη Φινλανδία (4,8%) και την Ιρλανδία (4,7%), ενώ πάνω από 4% έχουν επίσης Ελβετία, Τουρκία και Ισπανία.

Παράγοντες διαφοροποίησης ανά χώρα

Όπως εξηγεί η Dorothea Schmidt-Klau, επικεφαλής του τμήματος απασχόλησης στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO) στη Γενεύη, όταν η ανεργία κινείται σταθερά σε υψηλά επίπεδα οι άνθρωποι αποθαρρύνονται και συχνά δεν εμπιστεύονται το σύστημα για να τους βοηθήσει να βρουν την κατάλληλη εργασία.

«Δεκαετίες υψηλής ανεργίας έχουν δημιουργήσει την αίσθηση ότι η αναζήτηση είναι μάταιη. Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι πιθανότητες να βρουν δουλειά είναι λίγες, συχνά σταματούν να ψάχνουν, ακόμη κι αν είναι πρόθυμοι και ικανοί να εργαστούν» προσθέτει η ίδια.

Σε αυτό έρχονται να προστεθούν ανεπαρκή συστήματα υποστήριξης, π.χ. για τη φροντίδα της οικογένειας. «Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις διαφορές μεταξύ βόρειων και νότιων ευρωπαϊκών χωρών», λέει η Schmidt-Klau.

Ένας άλλος παράγοντας είναι η έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας που να ανταποκρίνονται στις φιλοδοξίες και τις ανάγκες των εργαζομένων. Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων παραμένει εμπόδιο ακόμα και για όσους επενδύουν στην εκπαίδευσή τους. «Ανακαλύπτουν πολύ αργά ότι οι δεξιότητές τους δεν ταιριάζουν με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και αυτός είναι ένας ισχυρός λόγος για να χάσουν την ελπίδα τους», καταλήγει η επικεφαλής απασχόλησης της ILO.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA