Το εμπόριο της ΕΕ με τα Δυτικά Βαλκάνια, την Ουκρανία και τη Μολδαβία έχει ξεπεράσει τα 80 δισ. ευρώ ετησίως, αντικατοπτρίζοντας την αυξανόμενη οικονομική διασύνδεση της ΕΕ με τις χώρες που φιλοδοξούν να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Παρά αυτήν την ενισχυμένη εμπορική δραστηριότητα, η ισορροπία κλίνει έντονα υπέρ της ΕΕ, ενώ η βαθύτερη συνεργασία δεν έχει ακόμη οδηγήσει σε πραγματική οικονομική σύγκλιση.
Σύμφωνα με το euronews, οι υποψήφιες χώρες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνουν την Αλβανία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τη Μολδαβία, το Μαυροβούνιο, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Σερβία, την Τουρκία και την Ουκρανία, καθώς και το Κοσσυφοπέδιο που έχει ειδικό καθεστώς.
Πρόκειται για κράτη με διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, γεωγραφικές και παραγωγικές δυνατότητες, αλλά κοινό στόχο: την ευρωπαϊκή προοπτική.
Ενισχυμένο εμπόριο, άνιση σχέση
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το συνολικό εμπόριο αγαθών μεταξύ ΕΕ και των έξι χωρών των Δυτικών Βαλκανίων έφτασε τα 83,6 δισ. ευρώ το 2024, καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 29% σε σχέση με το 2021.
Από αυτά, οι εξαγωγές της ΕΕ προς την περιοχή ανήλθαν σε 49,06 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων διαμορφώθηκαν σε 34,52 δισ. ευρώ — αφήνοντας πλεόνασμα υπέρ της ΕΕ ύψους 14,54 δισ. ευρώ.
Η κυριαρχία της ευρωπαϊκής αγοράς είναι ξεκάθαρη: η ΕΕ αντιπροσωπεύει το 62% του συνολικού εμπορίου των Δυτικών Βαλκανίων, ενώ η ίδια η περιοχή συμμετέχει μόλις με 1,7% στο εξωτερικό εμπόριο της ΕΕ. Σε χώρες όπως η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Αλβανία, έως και τα τρία τέταρτα των εξαγωγών κατευθύνονται προς κράτη-μέλη της ΕΕ.
Παρά την πρόοδο, όλες σχεδόν οι υποψήφιες χώρες εμφανίζουν επίμονα εμπορικά ελλείμματα με την ΕΕ, με μοναδική εξαίρεση τη Βόρεια Μακεδονία. Όπως επισημαίνει ο Branimir Jovanović, ειδικός του WIIW, οι χώρες αυτές «δεν παράγουν ακόμη αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες τους και παράλληλα να αυξήσουν τις εξαγωγές τους».

Αξίες εισαγωγών και εξαγωγών μεταξύ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και της ΕΕ κατά τη διάρκεια των ετών – Πηγή: Eurostat
Διαφορετικά παραγωγικά μοντέλα και εξαγωγική δυναμική
Η Βόρεια Μακεδονία έχει καταφέρει να αναπτύξει σημαντικά τη βιομηχανική της βάση, παράγοντας εξαρτήματα για ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες και επωφελούμενη από προτιμησιακή πρόσβαση στην ενιαία αγορά μέσω της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης.
Αντίθετα, η Αλβανία στηρίζεται κυρίως σε πρώτες ύλες και χαμηλής αξίας κλωστοϋφαντουργία, ενώ το Μαυροβούνιο παραμένει εξαρτημένο από τον τουρισμό και τις εισαγωγές.
Οι μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής, Σερβία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη, εισάγουν υψηλής τεχνολογίας προϊόντα και εξάγουν μικτή γκάμα χαμηλότερης αξίας.
Παρόμοιο μοτίβο καταγράφεται και στην Ουκρανία και τη Μολδαβία: εισάγουν τεχνολογικό εξοπλισμό και εξάγουν κυρίως αγροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες, παραμένοντας σε χαμηλά στάδια παραγωγικής αλυσίδας.
Ρυθμιστικά εμπόδια και η πρόκληση της σύγκλισης
Τα Δυτικά Βαλκάνια λειτουργούν στο πλαίσιο των Συμφωνιών Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, οι οποίες καταργούν δασμούς και εναρμονίζουν το νομικό πλαίσιο με τους κανόνες της ΕΕ.
Η Ουκρανία και η Μολδαβία εφαρμόζουν Ζώνες Ελεύθερου Εμπορίου, που έχουν ήδη ανοίξει μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής αγοράς σε αυτές.
Παρά ταύτα, το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στους δασμούς αλλά και στα τεχνικά και φυτοϋγειονομικά πρότυπα της ΕΕ. Πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να πιστοποιήσουν τα προϊόντα τους, περιορίζοντας την πρόσβαση τους στην ενιαία αγορά.
Το αποτέλεσμα; Χώρες με υψηλή ανεργία και περιορισμένη παραγωγή βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της «παγίδας μεσαίου εισοδήματος» — παραμένοντας οικονομίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας χωρίς ισχυρή καινοτομία.
Ουκρανία και Μολδαβία: Εμπόριο υπό συνθήκες κρίσης
Παρά τον πόλεμο, η Ουκρανία έχει ενισχύσει τις εμπορικές σχέσεις της με την ΕΕ. Το 2024, οι εξαγωγές της ΕΕ προς την Ουκρανία άγγιξαν τα 42,8 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές από την Ουκρανία ανήλθαν σε 24,5 δισ. ευρώ.
Το εμπορικό ισοζύγιο και εδώ παραμένει υπέρ της ΕΕ, με πλεόνασμα 18,3 δισ. ευρώ.
Η Μολδαβία εμφανίζει ανάλογη εικόνα: το 2024, το 54% του εμπορίου της συνδέθηκε με την ΕΕ, και σχεδόν τα δύο τρίτα των εξαγωγών της κατευθύνθηκαν σε κράτη-μέλη.
Υποδομές και παραγωγικότητα: Οι αδύναμοι κρίκοι
Παρά τη σημαντική αύξηση παραγωγής τα τελευταία 20 χρόνια, τα Δυτικά Βαλκάνια φτάνουν μόλις στο 40% του μέσου όρου της ΕΕ σε οικονομική απόδοση. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, με τους σημερινούς ρυθμούς η πλήρης σύγκλιση δεν αναμένεται πριν από το 2074.
Η περιοχή πάσχει από ανεπαρκείς υποδομές, περιορισμένη παραγωγική βάση, αδύναμη καινοτομία και χαμηλή τεχνική κατάρτιση. Στην Ουκρανία, οι ανάγκες ανασυγκρότησης επιβαρύνουν περαιτέρω την οικονομική πορεία


Ο ρόλος των ξένων επενδύσεων: Μοχλός ανάπτυξης ή παγίδα;
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν δημιουργήσει θέσεις εργασίας και ενίσχυσαν τη διασύνδεση με την ΕΕ, αλλά δεν έχουν οδηγήσει πάντα σε βαθύτερη οικονομική αναδιάρθρωση.
Σε χώρες όπως η Σερβία, οι επενδύσεις επικεντρώνονται σε στάδια παραγωγής χαμηλής αξίας, με περιορισμένη εγχώρια προστιθέμενη αξία και μικρή τεχνολογική μεταφορά.
Όπως τονίζει ο Jovanović, απαιτείται πιο επιλεκτική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, δίνοντας προτεραιότητα σε υψηλή τεχνολογία, καινοτομία και ενίσχυση τοπικών επιχειρήσεων.
Παραγωγή στην καινοτομία: Η επόμενη μέρα
Η εμπορική συνεργασία έχει φέρει βήματα προόδου, αλλά δεν αρκεί. Η περιοχή πρέπει να μεταβεί από το μοντέλο συναρμολόγησης στο μοντέλο καινοτομίας. Αυτό προϋποθέτει:
- στοχευμένες επενδύσεις σε δεξιότητες και τεχνολογία
- αναβάθμιση υποδομών και δικτύων μεταφορών
- ενίσχυση εγχώριων παραγωγικών κλάδων
- έξυπνες πολιτικές προσέλκυσης επενδύσεων
- δομικές μεταρρυθμίσεις και διοικητική βελτίωση
Αν η ΕΕ και οι υποψήφιες χώρες αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία, η οικονομική σύγκλιση μπορεί να γίνει πραγματικότητα μέσα σε μία γενιά.
Διαφορετικά, ο κίνδυνος είναι η δημιουργία ενός μόνιμου οικονομικού περιθωρίου στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.
διεύρυνση της Ένωσης, αλλά η οικοδόμηση μιας ισχυρής, ανταγωνιστικής και καινοτόμου ευρωπαϊκής περιφέρειας που θα αποτελεί ισότιμο εταίρο στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
