Δεν πείθεται από την ελληνική ανάπτυξη η γερμανική εφημερίδα taz, σε ένα άρθρο «χαστούκι» για την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η εμβληματική βερολινέζικη εφημερίδα, που αποχαιρέτησε πρόσφατα τους αναγνώστες του καθημερινού χάρτινου φύλλου, συνεχίζει ακάθεκτη τη διαδικτυακή της πορεία και διατηρεί την έντυπη έκδοση του Σαββατοκύριακου.
Το άρθρο της taz υπογράφει ο έμπειρος δημοσιογράφος Φέρυ Μπατζόγλου, ανταποκριτής πολλών γερμανόφωνων ΜΜE, μεταξύ άλλων και του περιοδικού Stern.

Σκληρό άρθρο της taz: To κράτος έχει χρήματα, οι Έλληνες είναι χρεοκοπημένοι
Aρνητική αποταμίευση
Το άρθρο ξεκινάει με την παραδοχή ότι οι Έλληνες καταναλώνουν περισσότερα από το εισόδημά τους και εμφανίζουν σταθερά αρνητικό ρυθμό αποταμίευσης εδώ και τρία χρόνια.
Συνεχίζει με τους δείκτες της Εurostat για την «υποκειμενική φτώχεια», που καθιστούν την Ελλάδα πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια και καταλήγει στη διαχείριση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και το πώς κατευθύνονται «σε λίγες μεγάλες εταιρείες».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η taz βγάζει στη σέντρα τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, τον οποίο δεν έχει διστάσει να αποκαλέσει «νεκροθάφτη της δημοκρατίας».
«13ωρη εργασία στην Ελλάδα: Βitte Nicht! (Σας παρακαλώ, όχι!)» έγραφε εν όψει της ψήφισης του εργασιακού νομοσχεδίου, παρουσιάζοντας όσα συμβαίνουν στη χώρα μας ως παράδειγμα προς αποφυγή για τους Γερμανούς εργαζόμενους.
Βέλη και από την κεντροδεξιά
Η κριτική από μια εφημερίδα όπως η taz, όσο σκληρή κι αν είναι, δεν είναι κάτι που θα κάνει το αυτί των κυβερνώντων να ιδρώσει. Θα την προσπεράσουν ως μια άποψη που εκφράζει το «αριστεροχώρι» της Γερμανίας, αφού το εναλλακτικό συνεταιριστικό Μέσο, απευθύνεται κυρίως στον προοδευτικό χώρο.
Μόνο που τα βέλη για την άνιση ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν έρχονται μόνο εξ αριστερών. Διεθνή ΜΜΕ, κάθε άλλο παρά αριστερόστροφα, έχουν αναγνωρίσει επανειλημμένα, ότι η βελτίωση των κάποιων οικονομικών δεικτών, δεν σημαίνει απαραίτητα και βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων.
Η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μεροληψία υπέρ των «μη προνομιούχων», αφού απευθύνεται προνομιακά στον επιχειρηματικό κόσμο, και κινείται στο χώρο της κεντροδεξιάς.
Στις κατά καιρούς αναλύσεις της η Handelsblatt, αναγνωρίζει μεν τα θετικά βήματα που έχει κάνει η ελληνική οικονομία, αλλά η ετυμηγορία της είναι αμείλικτη: Η χώρα μας είναι ένα ιδιάζον παράδειγμα, «ανάπτυξης χωρίς ευημερία», όπως έγραφε σχετικό άρθρο του 2024, που είχε προκαλέσει αίσθηση.

«Η ισχυρή ανάπτυξη στη Νότια Ευρώπη έχει ένα μειονέκτημα», έγραφε η Handeslblatt, θυμίζοντας ότι οι Έλληνες ζουν χειρότερα από ό,τι πριν την κρίση
Handelsblatt: Οι Έλληνες ζουν χειρότερα παρά την ανάπτυξη
«Η Ελλάδα αναπτύχθηκε πέντε φορές ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ζωή των περισσότερων ανθρώπων όμως δεν έχει βελτιωθεί, αλλά έχει χειροτερεύσει σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση. Εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού μεταξύ άλλων οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν σήμερα κατά ένα τρίτο χαμηλότερο εισόδημα στη διάθεσή τους σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ», διαπίστωνε η Handelsblatt.
Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία οικονομική εφημερίδα της Γερμανίας, «υπάρχουν δύο παράγοντες που μειώνουν την ευημερία των πολιτών ακόμη και σε περιόδους μεγάλης οικονομικής δυναμικής: πρώτον, το υψηλό μερίδιο του τουρισμού στην οικονομική παραγωγή και δεύτερον, η περιορισμένη παραγωγικότητα».
Διευρύνεται το επενδυτικό χάσμα
Πιο πρόσφατα, το καλοκαίρι του 2025, η Handelsblatt φιλοξένησε ρεπορτάζ για το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και της υπόλοιπης Ευρώπης, το οποίο αντί να γεφυρώνεται μεγαλώνει. «Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, δεν είναι βιώσιμη», έγραφε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι η πλειονότητα των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων κατευθύνονται στο Real Estate και όχι σε παραγωγικές δραστηριότητες.

Tην οδυνηρή πλευρά της ελληνικής ανάκαμψης, φώτισε άρθρο των Financial Times
Καρότο και μαστίγιο από τους Financial Times
Οι Financial Times είναι από τις εφημερίδες που έχουν γράψει διθυράμβους για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας.
Το εκτενέστατο ρεπορτάζ της ανταποκρίτριας Ελένης Βαρβιτσιώτη για το «Πώς η Ελλάδα επανήλθε από το χείλος της αβύσσου», με αφορμή τα 10 χρόνια από το δημοψήφισμα, αναπαράχθηκε μαζικά από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, ως επιβεβαίωση της ρητορικής περί «success story».
Μόνο που η αναπαραγωγή ήταν επιλεκτική. Το ρεπορτάζ τελείωνε με την παραδοχή ότι σχεδόν το ένα τρίτο των Ελλήνων βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Τόνιζε ότι η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας είναι κάτω από το 50% της ΕΕ, ενισχύοντας τις ανησυχίες σχετικά με την ανταγωνιστικότητα και τη στασιμότητα των μισθών.
«Η χώρα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τομείς όπως ο τουρισμός και τα ακίνητα, ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την ηλιόλουστη Ελλάδα, αλλά όχι απαραίτητα ευνοϊκό για τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας», σημείωνε.
Ανάπτυξη με φτωχοποίηση
Έτερη αρθρογράφος των FT είχε πει τα ίδια πράγματα, πιο ωμά: «Η τελευταία ανάκαμψη (των ετών 2023-2024) έχει ανεβάσει μόνο ελαφρώς το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, και δεν είναι αρκετή για να τους βγάλει από τη θέση των φτωχότερων στην Ευρωζώνη. Αυτό είναι σχετικά νέο για την Ελλάδα, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν παρόμοιο με τον μέσο όρο της ΕΕ μέχρι το 2009. Από τότε, δέκα χώρες έχουν δει το βιοτικό τους επίπεδο να αυξάνεται πάνω από αυτό της Ελλάδας, αφήνοντάς την δεύτερη φτωχότερη χώρα της ΕΕ μετά τη Βουλγαρία και τη φτωχότερη της ζώνης του κοινού νομίσματος.
Με το χάσμα με τη Βουλγαρία να μειώνεται δραστικά, δεν είναι παράλογο να αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ», προέβλεπε η οικονομική αναλύτρια Βαλεντίνα Ρομέι, σε ένα δυσοίωνα προφητικό άρθρο.
Η Ελλάδα στον κόσμο
Αν και τα ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου είναι διαφωτιστικά για το πώς μας βλέπουν εκτός συνόρων, θα ήταν λάθος να τα αντιμετωπίζουμε με δέος. Το να χαιρόμαστε όταν μας δίνουν εύσημα και να ζαρώνουμε όταν μας τραβάνε το αυτί τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, θα ήταν ένδειξη ενός κακώς εννοούμενου επαρχιωτισμού. Το υποτιμητικό «bon pour l’Οrient» (καλό για την Ανατολή, αλλά υποδεέστερο των ευρωπαϊκών στάνταρ), συνεχίζει να μας στοιχειώνει αλλά δεν χρειάζεται να μας κομπλάρει. Τα παραπάνω άρθρα δεν λένε κάτι που δεν ξέρουμε, απλώς είναι διαφορετικό να το ακούμε «από τον ξένο άνθρωπο». Το θέμα είναι αν όσα καταγράφουν, μπορούμε να τα αλλάξουμε.
Τα χαμένα χρόνια της Ελλάδας
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο της taz:
Για τους Έλληνες, το 2024 ήταν – από οικονομική άποψη – ένα ακόμη χαμένο έτος. Το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 6,9 δισεκατομμύρια ευρώ, από 151,7 σε 158,6 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή κατά 4,5%.
Ταυτόχρονα, οι καταναλωτικές δαπάνες τους αυξήθηκαν από 155,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023 κατά 7,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε 162,6 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, όπως δείχνουν τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Eurostat, μια αύξηση 4,6%.
Ως εκ τούτου, το ποσοστό αποταμίευσης των ιδιωτικών νοικοκυριών το 2024 ήταν αρνητικό, με μείωση 2,5%. «Αρνητικό» σημαίνει ότι οι Έλληνες όχι μόνο δεν μπόρεσαν να αποταμιεύσουν, αλλά έπρεπε να ζήσουν από τις αποταμιεύσεις τους, αν είχαν. Έτσι, το 2024 ήταν το τρίτο συνεχόμενο έτος με αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης. Το 2023 έκλεισε με μείωση 2,4%, το 2022 με μείωση 5%.
Έτσι, η Ελλάδα αποτελεί ειδική περίπτωση στην Ευρώπη, καθώς σε ολόκληρη την ευρωζώνη το ποσοστό αποταμίευσης ήταν 15,4%. Στην Ελλάδα, αντίθετα, το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό ήδη από το 2012 – την πρώτη κορύφωση της καταστροφικής οικονομικής κρίσης.
Μόνο σε δύο ημερολογιακά έτη το ποσοστό αποταμίευσης στην Ελλάδα ήταν θετικό: το 2020 τα ελληνικά νοικοκυριά κατέγραψαν θετικό ποσοστό αποταμίευσης 0,7%, ενώ το 2021 το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 4,4%. Η απλή εξήγηση για αυτό είναι ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, οι Έλληνες ξόδεψαν (ακόμα) λιγότερα χρήματα λόγω του κλεισίματος των καταστημάτων. Πιο συγκεκριμένα: η μείωση της κατανάλωσης ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση των εισοδημάτων τους.
Ελλάδα: Ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στην «υποκειμενική φτώχεια»
Η Ελλάδα είναι επίσης ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια για το 2024 στον δείκτη της λεγόμενης «υποκειμενικής φτώχειας». Αυτός αντικατοπτρίζει την αντίληψη των ιδιωτικών νοικοκυριών για το «πώς τα βγάζουν πέρα». Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο το εισόδημα των ιδιωτικών νοικοκυριών, αλλά και τις δαπάνες, την υπάρχουσα περιουσία και τα υπάρχοντα χρέη. Οι ερωτηθέντες μπορούν να δώσουν έξι διαφορετικές απαντήσεις σχετικά με τον τρόπο κάλυψης των βασικών αναγκών τους: «πολύ δύσκολα», «δύσκολα», «με ορισμένες δυσκολίες», «μάλλον εύκολα», «εύκολα» και «πολύ εύκολα».
Το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που δήλωσαν ότι τα βγάζουν «πολύ δύσκολα» ή «δύσκολα» ήταν ένα εντυπωσιακό 66,8%. Έτσι, η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση σε ολόκληρη την Ευρώπη το 2024. Η Βουλγαρία είχε το δεύτερο χειρότερο αποτέλεσμα το 2024, με ποσοστό 37,4%.
Ακολούθησαν οι χώρες εκτός ΕΕ, η Σερβία με 34% και η Τουρκία με 32,2%. Στην ευρωζώνη, ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας το 2024 ήταν κατά μέσο όρο 17,6%.
Στα ύψη το ιδιωτικό χρέος
Επιπλέον, το ιδιωτικό χρέος των Ελλήνων έχει φτάσει σε ιλιγγιώδη ύψη. Συνολικά, το ιδιωτικό χρέος από ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές, εκκρεμείς κοινωνικές εισφορές, δάνεια (τόσο «μη εξυπηρετούμενα» δάνεια που δεν αποπληρώνονται όσο και εκείνα που εξυπηρετούνται), καθώς και ακάλυπτες επιταγές και εκκρεμείς λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ανέρχεται στο τέλος του 2024 στο εντυπωσιακό ποσό των 394,85 δισεκατομμυρίων ευρώ, με την τάση να βαίνει αυξητική. συνεχίζει να αυξάνεται.
Το ελληνικό ιδιωτικό χρέος αντιστοιχεί ήδη στο 166% του ελληνικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), το οποίο το 2024 ανήλθε σε 237,573 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μέτριοι ρυθμοί ανάπτυξης
Παραδόξως, από το 2021 η ελληνική οικονομία παρουσιάζει και πάλι μέτρια ανάπτυξη. Το 2023 και το 2024, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,3% και το ίδιο ποσοστό αύξησης αναμένεται και για το τρέχον έτος. Αυτό είναι ευκολότερο να επιτευχθεί στην Ελλάδα, καθώς το ΑΕΠ της χώρας παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Ο Μητσοτάκης δίνει χρήματα μόνο σε μεγάλες εταιρείες
Πάνω απ’ όλα, όμως, ισχύει το εξής: χωρίς τα πλούσια κονδύλια της ΕΕ που ρέουν στην Αθήνα, η Ελλάδα θα βρισκόταν σε πολύ άσχημη θέση. Από το 2021 έως το 2027, κονδύλια της ΕΕ ύψους σχεδόν 60 δισεκατομμυρίων ευρώ θα ρέουν στην Αθήνα – ένα τεράστιο ποσό σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Ωστόσο, η κυβέρνηση στην Αθήνα υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη φροντίζει ώστε σχεδόν το σύνολο των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης να διατεθεί μόνο σε λίγες μεγάλες εταιρείες. Οι περισσότερες εταιρείες – εκατοντάδες χιλιάδες πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις – μένουν με άδεια ταμεία.
Αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο
Το εμπορικο ισοζύγιο της Ελλάδα παραμένει, όπως πάντα, έντονα αρνητικό – παρά τις μεταρρυθμίσεις. Αυτό που απομένει είναι η ακμάζουσα όσο και ευάλωτη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, καθώς και η εμπορική ναυτιλία, η οποία είναι απαλλαγμένη από φόρους – και έτσι απλώς κάνει τους εφοπλιστές όλο και πλουσιότερους από χρόνο σε χρόνο.
Υποτίμηση των μισθών, αύξηση των φορολογικών βαρών για τους φτωχούς
Οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ελλάδα, όμως, δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Το 2009, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν 1.379 ευρώ μικτά το μήνα. Σήμερα είναι 37 ευρώ λιγότερο. Λόγω του πληθωρισμού, το ποσό αυτό είναι ακόμη μικρότερο. Οι τιμές στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί συνολικά κατά 22% από το 2020, ενώ τα τρόφιμα έχουν αυξηθεί κατά 30%. Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων έχει πέσει στην προτελευταία θέση στην ΕΕ, μόνο οι Βούλγαροι βρίσκονται πίσω τους.
Φθηνά δάνεια της ΕΕ από τους δημόσιους δανειστές της Ελλάδας, την ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ταυτόχρονα μαζική υποτίμηση του νομίσματος, πλούσια φορολογικά έσοδα από έναν πολύ υψηλό ΦΠΑ 24%, ο οποίος πλήττει περισσότερο τους φτωχούς: Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας, της χώρας με το μεγαλύτερο χρέος στην Ευρώπη, είναι πλέον σταθερά. Ωστόσο, οι ίδιοι οι Έλληνες είναι χρεοκοπημένοι.
