Οι αμερικανικές εταιρείες που συνδέονται στενά με την έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης έχασαν σχεδόν 1 τρισ. δολάρια σε αγοραία αξία την περασμένη εβδομάδα, τη χειρότερη εβδομάδα για τις μετοχές των εταιρειών τεχνολογίας από τον Απρίλιο και την επιβολή δασμών από τον Τραμπ κατά τη λεγόμενη «ημέρα απελευθέρωσης» που προκάλεσε σοκ στις αγορές.
Η συνολική αγοραία αξία οκτώ μετοχών που σχετίζονται με την AΙ – συμπεριλαμβανομένων των Nvidia, Meta, Palantir και Oracle — έχει μειωθεί κατά περίπου 800 δισ. δολάρια από το τέλος της περασμένης εβδομάδας.

Πηγή: Financial Times
Τα δεδομένα αυτά έρχονται να υπογραμμίσουν τους φόβους που εκφράζονται κατά καιρούς ότι η στροφή των μεγάλων επενδυτών στην τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να σημαίνει ότι βρισκόμαστε στο χείλος μίας νέας φούσκας.
Φούσκα δημιουργείται όταν οι προβλέψεις για τα μελλοντικά κέρδη ανεβάζουν τις τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων σε επίπεδα που δεν δικαιολογούνται από τα κέρδη που είναι ρεαλιστικά δυνατόν να αποδώσουν.
Οι εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης αντιπροσωπεύουν το 80% των κερδών στις αμερικανικές μετοχές μέχρι στιγμής το 2025 και υπόσχονται επανάσταση στην αγορά εργασίας με προσδοκίες για υψηλότερη παραγωγικότητα και μεγάλα κέρδη.
Έχει εκτιμηθεί ότι θα χρειαστούν περίπου 1,7 τρισεκατομμύριο ευρώ σε έσοδα μέχρι το 2030, μόνο για να καλυφθεί το κόστος των τεράστιων Κέντρων Δεδομένων που κατασκευάζονται για να υποστηρίξουν τη λειτουργία της τεχνητής νοημοσύνης, και απαιτούν επίσης μεγάλες ποσότητας ενέργειας και νερού σε μία περίοδο που τα αγαθά αυτά όλο και ακριβαίνουν ενώ υπάρχει και έντονο πρόβλημα έλλειψης πόρων.
Το ποσό αυτό φαντάζει ακόμα πιο τεράστιο, αν σκεφθεί κανείς ότι οι περισσότερες εταιρείες του κλάδου δεν έχουν ακόμη παρουσιάσει κέρδη από την τεχνητή νοημοσύνη.
Θυμίζει την τεχνολογική φούσκα του 2000
«Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη είναι σημαντικές, χρηματοδοτούνται όλο και περισσότερο με δάνεια και θυμίζουν την φρενίτιδα αμφίβολων επενδύσεων της τεχνολογικής φούσκας του 2000», δήλωσε ο Florian Ielpo, επικεφαλής μακροοικονομικών θεμάτων στη Lombard Odier Investment Managers.
Τέσσερις τεχνολογικές εταιρείες, η Alphabet, η Amazon, η Meta και η Google, ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα συνολικές κεφαλαιουχικές δαπάνες ύψους 112 δισ. δολαρίων για το τρίτο τρίμηνο. Εν τω μεταξύ, οι εταιρείες δανείζονται εκατοντάδες δισεκατομμύρια για να χρηματοδοτήσουν την επέκτασή τους στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και προχωρούν σε συμφωνίες μεταξύ τους για να δημιουργήσουν έσοδα, γεγονός που τις καθιστά πιο ευάλωτες σε περίπτωση κατάρρευσης.
Τα σχόλια αυτής της εβδομάδας από την οικονομική διευθύντρια της OpenAI, Sarah Friar, ότι η νεοσύστατη εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης αξίας 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων ενδέχεται να ζητήσει από την αμερικανική κυβέρνηση να της παράσχει χρηματοδοτική «στήριξη», προκάλεσαν επίσης εικασίες σχετικά με την πραγματική κατάσταση των οικονομικών της.
Η εταιρεία έχει συμφωνήσει για 1,4 τρισ. δολάρια σε δεσμεύσεις για υποδομές τεχνητής νοημοσύνης μέσω ενός περίπλοκου δικτύου συμφωνιών με τους κατασκευαστές chip Nvidia, AMD και Broadcom, καθώς και συνεργασίες cloud με τη Microsoft, την Amazon και την Google. Αυτές οι συνδέσεις σημαίνουν ότι μεγάλο μέρος της αναμενόμενης ανάπτυξης των Big Tech τα επόμενα χρόνια είναι πλέον συνυφασμένο με την OpenAI.
Ο διευθύνων σύμβουλος της OpenAI, Sam Altman, προσπάθησε να ηρεμήσει τις ανησυχίες σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την Πέμπτη, λέγοντας ότι η νεοσύστατη εταιρεία δεν θέλει κυβερνητικές εγγυήσεις, ενώ προέβλεψε ότι τα έσοδά της θα «αυξηθούν σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια έως το 2030».
Η «φούσκα» των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη (όπως μετριέται ως η τιμή της μετοχής σε σχέση με την «λογιστική αξία» μιας εταιρείας) είναι 17 φορές μεγαλύτερη από τη φρενίτιδα της τεχνολογικής φούσκας του 2000 και τέσσερις φορές μεγαλύτερη από τη φούσκα των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου του 2007, αναφέρει ο οικονομολόγος Michael Roberts.
Σημάδια αδυναμίας στην πραγματική οικονομία των ΗΠΑ
Οι ανησυχίες για τις υπερβολικά υψηλές αποτιμήσεις των τεχνολογικών ομίλων της Silicon Valley ήρθαν σε φανερή αντίθεση αυτή την εβδομάδα με τα σημάδια αδυναμίας στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ και τη μείωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, που κατά γενική ομολογία δεν έχει εισέλθει σε ύφεση λόγω των επενδύσεων που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη.
Ενδεικτικό είναι ότι το 40% της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ το τελευταίο τρίμηνο προήλθε από κεφαλαιουχικές δαπάνες τεχνολογίας και επενδύσεις που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, όπως είναι ο εξοπλισμός για την επεξεργασία πληροφοριών.
Ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Τζέισον Φέρμαν, σχολίασε ότι οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και λογισμικό επεξεργασίας πληροφοριών ισοδυναμούν μόνο με 4% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, αλλά ήταν υπεύθυνες για το 92% της αύξησης του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Αν εξαιρέσουμε αυτές τις κατηγορίες, η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό μόνο 0,1% το πρώτο εξάμηνο, υποστηρίζει ο οικονομολόγος Michael Roberts, ενώ τα πολυδιαφημιζόμενα έσοδα από τη δασμολογική πολιτική του Τραμπ κινούνται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα ενώ το έξτρα κόστος των δασμών θα φτάσει στην ήδη επιβαρυμένη τσέπη των καταναλωτών.
Την ίδια στιγμή ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών τον Νοέμβριο.
Το shutdown και ο κίνδυνος της ύφεσης που πλησιάζει αθόρυβα
Η απουσία βασικών οικονομικών δεδομένων, που οφείλεται στη shutdown της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το οποίο έχει πλέον φτάσει το ρεκόρ των 38 ημερών, σημαίνει ότι οι επενδυτές γίνονται όλο και πιο νευρικοί ότι η αγορά εργασίας μπορεί να έχει αποδυναμωθεί σημαντικά από τα τέλη Σεπτεμβρίου.
«Ίσως ο κίνδυνος ύφεσης να πλησιάζει αθόρυβα», δήλωσε ο Mike Zigmont της Visdom Investment Group στους FT.
Ο εκτιμώμενος ρυθμός προσλήψεων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σικάγου έπεσε για έκτο συνεχόμενο μήνα τον Οκτώβριο και οι επενδυτές έχουν τρομοκρατηθεί από το πρόσφατο μπαράζ απολύσεων που ανακοίνωσαν εταιρείες όπως η Amazon, η Paramount και η Target.
«Οι προσλήψεις είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έχει μείνει πίσω και πρέπει να μειώσει τα επιτόκια πιο γρήγορα», δήλωσε ο Stephen Yiu, διευθύνων σύμβουλος επενδύσεων του επενδυτικού ταμείου Blue Whale Growth, το οποίο έχει στοιχηματίσει πολλά στη Nvidia.
«Δεν κατέχουμε μετοχές των άλλων μελών των Magnificent Seven, αλλά ανησυχώ πολύ για το γεγονός ότι ξοδεύουν χρήματα για να παραμείνουν ανταγωνιστικές», πρόσθεσε.
Η Nvidia, η πιο πολύτιμη εταιρεία στον κόσμο, σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση σε δολάρια κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Η κεφαλαιοποίησή της μειώθηκε κατά περίπου 350 δισ. δολάρια, λίγο περισσότερο από μια εβδομάδα αφότου έγινε η πρώτη εταιρεία που έφτασε την αξία των 5 τρισ. δολαρίων.
Ο ανταγωνισμός από την Κίνα
Ο διευθύνων σύμβουλος Jensen Huang δήλωσε αυτή την εβδομάδα στην Financial Times ότι αναμένει ότι η Κίνα τελικά «θα κερδίσει τον αγώνα της τεχνητής νοημοσύνης» έναντι των ΗΠΑ.
Η παρουσίαση αυτή την εβδομάδα του κινεζικού μοντέλου Kimi K2 Thinking της Moonshot AI με έδρα το Πεκίνο, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες κόστισε λιγότερο από 5 εκατομμύρια δολάρια για την εκπαίδευσή του, δείχνει ότι οι Κινέζοι ανταγωνιστές μειώνουν το τεχνικό προβάδισμα των Αμερικανών.
Εξάλλου η κυκλοφορία του χαμηλού κόστους μοντέλου R1 της DeepSeek προκάλεσε πανικό στη Wall Street τον Ιανουάριο, με τη Nvidia να χάνει σχεδόν 600 δισ. δολάρια σε μία μόνο ημέρα.
«Είναι αυτή μια άλλη στιγμή DeepSeek;» αναρωτήθηκε ο Thomas Wolf, συνιδρυτής της πλατφόρμας ανάπτυξης τεχνητής νοημοσύνης Hugging Face, σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με το Kimi.
Στον αντίποδα το κόστος της κυκλοφορίας του ChatGPT-3 ήταν 50 εκατομμύρια δολάρια, της κυκλοφορίας του ChatGPT-4 ήταν 500 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το τελευταίο ChatGPT-5 κόστισε 5 δισεκατομμύρια δολάρια και, σύμφωνα με τους περισσότερους χρήστες, δεν ήταν αισθητά καλύτερο από την προηγούμενη έκδοση.
Με πληροφορίες από Financial Times, Thenextrecession.wordpress.com, Brookings
