Σάββατο, 15 Νοεμβρίου 2025
20.4 C
Athens

Καταναλωτές σε απόγνωση – Γιατί η ακρίβεια παραμένει ανεξέλεγκτη

Απευθυνόμενος «σε κάθε εργαζόμενο, κάθε οικογενειάρχη, κάθε νέο, κάθε συνταξιούχο της πατρίδας μας» ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας, παραδέχθηκε πως η ακρίβεια «είναι το πρώτο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν σήμερα τα ελληνικά νοικοκυριά».

Οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών, κυρίως στα βασικά αγαθά, έχουν επιδεινώσει σημαντικά το κόστος διαβίωσης και έχουν μειώσει τη διαθέσιμη αγοραστική δύναμη

Ευρισκόμενος έξι και πλέον χρόνια στο τιμόνι της χώρας επανέλαβε πως αποτελεί πρώτη κυβερνητική προτεραιότητα η «άμυνα» απέναντι στο αυξημένο κόστος ζωής και… έβαλε την κασέτα να παίζει από το 2019 τότε που εμφανίστηκε «το πρόβλημα του παγκόσμιου πληθωρισμού». Ξεκίνησε από την πανδημία, πέρασε στον πόλεμο στην Ουκρανία και έφτασε μέχρι την παγκόσμια μάχη των δασμών για να πείσει πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό.

Ασήκωτο το «καλάθι» για τα νοικοκυριά

Μία από τα ίδια

Μίλησε για «επιτυχίες» και «αποτυχίες» για να καταλήξει πως η κυβέρνηση έχει «την καλύτερη απάντηση στην ακρίβεια» που είναι «η μόνιμη αύξηση των εισοδημάτων».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είπε κουβέντα για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και αν αυτοί λειτουργούν επαρκώς και συνέχισε με μια αναδρομή στη ΔΕΘ, την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησής του και των μέτρων που ανακοίνωσε ως «ανάχωμα» στην τεράστια πίεση που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά.

Φυσικά αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός προσπαθεί να λειάνει τις γωνίες και να δείξει πως το κυβερνών κόμμα μάχεται για να επιλύσει ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί τους πολίτες εδώ και χρόνια.

Προσπάθειες με πενιχρά αποτελέσματα

Μέχρι και σήμερα οι προσπάθειες είναι άκαρπες και τα δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν πως οι πολίτες δεν πείθονται από τη συνεχή «μάχη» που δίνει η κυβέρνηση κατά της ακρίβειας.

Οι τιμές βασικών προϊόντων που εξακολουθούν να βρίσκονται στα ύψη, εξανεμίζοντας το εισόδημα των πολιτών, αποτελούν ένα τρανταχτό παράδειγμα πως τα πράγματα δεν πάνε καλά.  Βασικά προϊόντα όπως το κρέας έχουν αυξηθεί πάνω από 30%, το γάλα 40% και το βούτυρο 50% σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν την πανδημία.

Η ακρίβεια στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης έχει, μετά από τρία εφιαλτικά χρόνια, μετατραπεί σε πρόβλημα επιβίωσης. Ο μισθός και η σύνταξη διαρκούν λιγότερο από τον ημερολογιακό μήνα.

Οι τιμές σε ψάρια και θαλασσινά κυριολεκτικά ζαλίζουν όσους πλησιάσουν το ταμείο.

Μπαρμπούνια 28,90€/κιλό. Μπακαλιάρος 24,90€/κιλό. Καλαμάρια 23€/κιλό. Κουτσομούρες 19,90€/κιλό. Γαρίδες 17€/κιλό. Μαρίδα 12,80€/κιλό. Γαύρος 8,90€/κιλό. Σαρδέλες 7,90€/κιλό

Απλησίαστο είναι και το κρέας, δεν μπαίνει, πια, εύκολα στο ελληνικό τραπέζι, αφού οι τιμές του έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Σήμερα πωλείται: Μοσχάρι 16-20€/κιλό. Αμνοερίφια 14-17€/κιλό. Χοιρινό 7,90-9€/κιλό. Κοτόπουλο 4-7.60€/κιλό.

Ειδικά για το μοσχαρίσιο κρέας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε να δώσει μια απάντηση για την εκτόξευση της τιμής που δεν ήταν από άλλη από τον διεθνή παράγοντα. «Η Ελλάδα με το ζόρι καλύπτει το 20% των αναγκών της σε μοσχαρίσιο κρέας, άρα το 80% είναι εισαγόμενο. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μία παγκόσμια έξαρση στις τιμές του μοσχαριού. Είναι μία πραγματικότητα. Δεν θα την χρεωθεί η κυβέρνηση, όταν αυτές είναι οι τιμές οι οποίες καθορίζονται παγκόσμια», είπε.

«Πικρός» ο καφές για τους καταναλωτές

Την ίδια ώρα και οι τιμές του καφέ δεν σταματούν την ανοδική τους πορεία. Είτε στο χέρι σε πλαστικό ποτήρι, είτε σε μια καφετέρια, ή ακόμα και στο σπίτι, η καθημερινή απόλαυση είναι πια πολύ πικρή.

Για σερβιριζόμενο καφέ στο χέρι (Take away) η τιμή κυμαίνεται από τα 2.20€ ως τα 2,80€. Σερβιριζόμενος σε τραπέζι από 4,80€ ως 6€ και στα ράφια το κιλό κυμαίνεται από τα 25€ ως τα 55€.

Έτσι οι καταναλωτές περιορίζουν τις αγορές τους και δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στα απαραίτητα. Ακόμη και το φθηνό ψωμί από το φούρνο της γειτονιάς, είναι ένα έξοδο υπολογίσιμο, πλέον, για μισθωτούς και συνταξιούχους.

Έχουμε «εισαγόμενο πληθωρισμό»;

Με τον δρόμο των νοικοκυριών να παραμένει ανηφορικός και τους πολίτες να κοιτάζουν με απογοήτευση τα πορτοφόλια τους το ερώτημα παραμένει επίμονο: γιατί, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα, η ακρίβεια στην Ελλάδα παραμένει σαν τη «Λερναία Ύδρα».

Με τις διεθνείς κρίσεις να μην αποτελούν πλέον το «νούμερο ένα» πρόβλημα η εξήγηση για τη συνεχιζόμενη ακρίβεια εντός των συνόρων προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία. Οφείλεται κυρίως σε δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και σε εσωτερικές στρεβλώσεις της αγοράς.

Σήμερα, δεν μπορούμε να μιλάμε με την ίδια ένταση για «εισαγόμενο πληθωρισμό».

«Σε αντιδιαστολή με την, εν πολλοίς, εισαγόμενη πληθωριστική κρίση του 2021-2022, οι τρέχουσες πιέσεις δεν μπορούν πλέον να αποδοθούν στις αυξημένες τιμές των εισαγόμενων μεταποιημένων αγαθών, των μη ενεργειακών πρώτων υλών και κυρίως των καυσίμων –με τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, σε ευρώ, να υποχωρούν κατά 16,3% ετησίως στο 7μηνο–, ενώ και η δασμολογική αβεβαιότητα δεν φαίνεται να έχει επιδράσει μέχρι σήμερα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες», υποστηρίζει η Εθνική Τράπεζα σε πρόσφατη ανάλυσή της φανερώνοντας πως οι πιέσεις στην ελληνική οικονομία είναι πλέον καθαρά ενδογενείς.

Δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και εσωτερικές στρεβλώσεις της αγοράς τροφοδοτούν μακροχρόνια και διαρθρωτικά προβλήματα.

Η ακρίβεια αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά

Κατρακυλά η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων

Ακόμη δυσκολότερη γίνεται η κατάσταση αν αναλογιστεί κανείς πως εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα οι ανατιμήσεις υπερβαίνουν τον ρυθμό αύξησης των μισθών και των εισοδημάτων, γι’ αυτό και βλέπουμε την αγοραστική δύναμη (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) να κατρακυλά στον πάτο της ΕΕ.

Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν για ακόμα μια φορά ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην «ουρά» των Ευρωπαϊκών κρατών σε σχέση με το μέσο μισθό, αλλά στην κορυφή όσον αφορά τις τιμές των βασικών προϊόντων. Η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη χαμηλότερη μέση ετήσια αμοιβή πλήρους απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με περίπου 18.000 ευρώ, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία που έχει 15.400 ευρώ μέσο μισθό. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται σε 39.800 ευρώ, ενώ χώρες με παρόμοιο πληθυσμιακό και παραγωγικό προφίλ, βρίσκονται σε πολύ υψηλότερες θέσεις από την Ελλάδα.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), περισσότερα από 6 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι μόλις που τα βγάζουν πέρα τον μήνα. Για τους καταναλωτές με χαμηλό εισόδημα (έως 12.000 ευρώ ετησίως), τα χρήματα εξαντλούνται ήδη από τις δύο πρώτες εβδομάδες. Το 72% των πολιτών αναγκάζεται να περιορίσει άλλες δαπάνες για να καλύψει τις βασικές ανάγκες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA