Κάτω από την επιφάνεια των εθνικών ισολογισμών, οι οποίοι διακηρύσσουν οικονομική σταθερότητα και σταδιακή ανάπτυξη, μια πολύ πιο ανησυχητική πραγματικότητα εκτυλίσσεται στην αγορά εργασίας της χώρας.
Ενώ τα επίσημα στοιχεία δείχνουν μια σταθερή μείωση του συνολικού ποσοστού ανεργίας -το οποίο κινείται πλέον κοντά στο 9%- αυτή η στατιστική ανάκαμψη συγκαλύπτει μια βαθιά διαρθρωτική κρίση που έχει διχοτομήσει το εργατικό δυναμικό, πλήττοντας δυσανάλογα δύο διακριτές ηλικιακές ομάδες.
Το αφήγημα της ανάκαμψης, που τροφοδοτείται από τα έσοδα του τουρισμού και τη μείωση του χρέους, απλώς αδυνατεί να αποτυπώσει την απελπισία όσων περιθωριοποιούνται από ένα σύστημα που πλέον παράγει λίγες, με πενιχρό μισθό, ως επί το πλείστον προσωρινές, θέσεις εργασίας.
Η αγορά εργασίας δεν αντιμετωπίζει απλώς δυσκολίες: είναι θεμελιωδώς διαταραγμένη, αποτελώντας την πιο τρανή απόδειξη ότι η περίφημη «οικονομική ανάπτυξη» των τελευταίων ετών είναι, από πολλές απόψεις, μια ψευδαίσθηση.
Πρόκειται για μια ανάπτυξη σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεδεμένη από την παραγωγική επένδυση, την καινοτομία και, το πιο κρίσιμο, από τη δημιουργία υψηλής ποιότητας, σταθερών ευκαιριών απασχόλησης που χαρακτηρίζουν μια πραγματικά υγιή οικονομία.
Πολλοί νέοι εγκλωβίζονται σε ένα σπιράλ αλλεπάλληλων βραχυπρόθεσμων συμβάσεων
Αυτοί που «πονούν» περισσότεροι είναι οι νεότεροι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ποσοστά ανεργίας που είναι υπερδιπλάσια του εθνικού μέσου όρου, και οι βετεράνοι του εργατικού δυναμικού, οι οποίοι είναι παγιδευμένοι στο καθαρτήριο της μακροχρόνιας ανεργίας.
Τα βάσανά τους είναι συμπτώματα βαθιά ριζωμένων διαρθρωτικών αδυναμιών που οι πολιτικοί απέτυχαν να αντιμετωπίσουν, επιλέγοντας αντ’ αυτού να βασίζονται σε εύθραυστους, εποχικούς τομείς και σε μέτρα λιτότητας που έχουν πλήξει τους μισθούς και την ποιότητα των θέσεων εργασίας.
Ο πιο καταστροφικός αντίκτυπος της διαρθρωτικής κρίσης της απασχόλησης πέφτει απευθείας στους ώμους των νέων της χώρας. Για όσους είναι ηλικίας 15 έως 24 ετών, το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε καταστροφικά υψηλά επίπεδα, αγγίζοντας περίπου έναν στους τέσσερις νέους.
Αυτή η εικόνα, μολονότι φαντάζει πιο βελτιωμένη εν συγκρίσει μ’ εκείνες των σχετικών αρνητικών ρεκόρ της τελευταίας δεκαετίας, που ήταν ακόμη πιο εφιαλτικές, αποτελεί σαφή ένδειξη μιας γενεακής θυσίας και μιας βαθιάς συστημικής αποτυχίας.
Αναντιστοιχία δεξιοτήτων
Μια από τις κύριες αιτίες αυτής της κρίσης που ταλανίζει τους νέους έγκειται σε μια θεμελιώδη αναντιστοιχία δεξιοτήτων που επιδεινώθηκε, αντί να επιλυθεί, από την πρόσφατη οικονομική αναδιάρθρωση.
Η Ελλάδα παράγει σταθερά έναν από τους πιο υψηλά μορφωμένους νεανικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, ωστόσο, πολλοί πτυχιούχοι διαπιστώνουν ότι τα προχωρημένα τους πτυχία είναι ουσιαστικά άχρηστα στην εγχώρια αγορά.
Το πανεπιστημιακό σύστημα, ιστορικά προσανατολισμένο στην προετοιμασία φοιτητών για την είσοδο στον συρρικνωμένο, πλέον, δημόσιο τομέα ή στα παραδοσιακά ελεύθερα επαγγέλματα, παραμένει σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεδεμένο από τις πραγματικές ανάγκες της ιδιωτικής οικονομίας.
Κατά συνέπεια, μια τεράστια ομάδα υψηλά καταρτισμένων νέων αντιμετωπίζει ένα διπλό πρόβλημα: είναι ταυτόχρονα υπερ-καταρτισμένοι για τις χαμηλών δεξιοτήτων θέσεις εργασίας που είναι πραγματικά διαθέσιμες (κυρίως στον τουρισμό και τις υπηρεσίες) και υπο-καταρτισμένοι σε συγκεκριμένους, περιζήτητους τομείς -όπως η υψηλή τεχνολογία, η εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών και πρακτικών στη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας, και οι ψηφιακές υπηρεσίες- που άπτονται της πραγματικής ανάπτυξης στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Αυτή η συστημική αποτυχία σημαίνει ότι ενώ αναφέρονται ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού σε συγκεκριμένα τεχνικά πεδία, υπάρχει ταυτόχρονα μαζική ανεργία μεταξύ των αποφοίτων πανεπιστημίων, ένα κραυγαλέο παράδοξο που υποδηλώνει την έλλειψη παραγωγικής πολυπλοκότητας στην εγχώρια οικονομία.
Το βάρος της επισφαλούς απασχόλησης
Οι λιγοστές θέσεις εργασίας που είναι διαθέσιμες για τους νέους αποτελούν συχνά μια παγίδα επισφάλειας. Η πρόσφατη -στατιστική- οικονομική ανάκαμψη, η οποία επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον εποχικό τουρισμό και τις υπηρεσίες χαμηλής αξίας, παράγει απασχόληση που είναι προσωρινή, μερική και συχνά ακούσια.
Η αποσάθρωση των εργατικών νόμων, που θεσπίστηκε κατά τη διάρκεια των ετών της μνημονιακής επιτροπείας, δημιούργησε μια δυαδική αγορά εργασίας, όπου οι εργοδότες έχουν κίνητρο να προσλαμβάνουν νεότερους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και με χαμηλότερους μισθούς.
Αυτή η δομή παρέχει ευελιξία στις επιχειρήσεις, αλλά στερεί από τους νέους εργαζομένους τη σταθερότητα, τα οφέλη και τις προοπτικές μιας μακροχρόνιας καριέρας. Πολλοί νέοι εγκλωβίζονται σε ένα σπιράλ αλλεπάλληλων βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, γεγονός που τους καθιστά ανίκανους να αποταμιεύσουν, να φτιάξουν οικογένεια ή να γίνουν οικονομικά αυτόνομοι.
Η κανονικοποίηση των χαμηλών μισθών, που καθιερώθηκε αρχικά από τις απότομες μειώσεις του κατώτατου μισθού που στόχευαν τους νέους κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, εξακολουθεί να κρατά σε πού χαμηλά επίπεδα τον πρώτο μισθό των νέων.
Για έναν νέο πτυχιούχο, η προοπτική μιας χαμηλόμισθης, προσωρινής εργασίας χωρίς μονοπάτι προς την ανέλιξη συχνά δεν μπορεί να τον κρατήσει τη χώρα.
Brain drain
Η πιο τραγική συνέπεια αυτού του επισφαλούς περιβάλλοντος είναι το λεγόμενο brain drain. Εκατοντάδες χιλιάδες από τους πιο «φωτεινούς», καλύτερα μορφωμένους και πιο φιλόδοξους νέους επαγγελματίες της χώρας έχουν μεταναστεύσει, κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Βόρεια Αμερική.
Δεν φεύγουν λόγω έλλειψης ταλέντου, αλλά επειδή η εγχώρια οικονομία -παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο δραστηριοτήτων χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλών αμείβων- δεν μπορεί να τους προσφέρει τη σταθερότητα και την ανταμοιβή που αντιστοιχεί στις δεξιότητές τους.
Αυτή η έξοδος αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη αιμορραγία του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας. Μειώνει μόνιμα τη μελλοντική παραγωγική ικανότητα της και εμποδίζει τη δημιουργία ενός ντόπιου οικοσυστήματος καινοτομίας.
Ενώ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πανηγυρίζουν για τη μικρή αύξηση των αριθμών απασχόλησης, παραβλέπουν βολικά το γεγονός ότι οι άνεργοι που φεύγουν δεν υπολογίζονται πλέον στα στατιστικά στοιχεία, κάτι που μειώνει -χαλκεύοντας- το ποσοστό της ανεργίας, ενώ αποδυναμώνουν θεμελιωδώς τη μακροπρόθεσμη οικονομία.
Περιθωριοποιημένοι βετεράνοι
Αν οι νέοι υποφέρουν από μια επισφαλή εκκίνηση, οι εργαζόμενοι ηλικίας 45 ετών και άνω αντιμετωπίζουν μια διαφορετική, εξίσου βάναυση μοίρα: τον εγκλωβισμό στη μακροχρόνια ανεργία. Αυτή η ομάδα αντιπροσωπεύει τη βαθιά διαρθρωτική ζημιά που προκλήθηκε από την οικονομική ύφεση της τελευταίας δεκαετίας.
Ενώ το συνολικό ποσοστό ανεργίας τους (ως μέρος της ομάδας 25-74) είναι χαμηλότερο από αυτό των νέων, η βασική μέτρηση για αυτή την ομάδα είναι η διάρκεια της ανεργίας τους.
Ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός βετεράνων εργαζομένων βρίσκεται εκτός εργασίας για περισσότερο από δώδεκα μήνες, δημιουργώντας έναν θλιβερό στρατό μακροχρόνια ανέργων. Για αυτά τα άτομα, η ανεργία παύει να είναι μια μεταβατική κατάσταση και γίνεται μόνιμο χαρακτηριστικό της ζωής τους.
Η μακροχρόνια ανεργία οδηγεί στην προοδευτική απομείωση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι δεξιότητες σκουριάζουν και καθίστανται ξεπερασμένες, τα κοινωνικά δίκτυα ατροφούν και το ηθικό καταρρέει.
Οι εργοδότες είναι δυστυχώς απρόθυμοι να προσλάβουν βετεράνους εργαζομένους με κενά πολλών ετών στα βιογραφικά τους, θεωρώντας τους στοίχημα που ενέχει περισσότερο ρίσκο εν συγκρίσει με τις νεανικότερες και συνάμα φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις.
Ψηφιακό χάσμα
Πολλοί βετεράνοι εργαζόμενοι απολύθηκαν από παραδοσιακούς τομείς που άλλοτε προστατεύονταν -βιομηχανία, κατασκευές ή δημόσια διοίκηση- κατά την κορύφωση της κρίσης. Η επαγγελματική τους εμπειρογνωμοσύνη ως επί το πλείστον δεν μεταπήδησε ιδανικά στους λίγους αναδυόμενους τομείς – ιδιαίτερα στην ταχέως ψηφιοποιούμενη οικονομία.
Αυτή η διαρθρωτική αλλαγή, σε συνδυασμό με τη συνεχή έλλειψη αποτελεσματικών, στοχευμένων προγραμμάτων επανεκπαίδευσης ενηλίκων, έχει δημιουργήσει μια μεγάλη δεξαμενή τεχνολογικά περιθωριοποιημένων εργαζομένων.
Θεωρούνται άκαμπτοι, ακριβοί και δύσκολοι στην επανεκπαίδευση, καθιστώντας τους τα προεπιλεγμένα θύματα εταιρικών αναδιαρθρώσεων, ενώ το σύστημα υποστήριξης της απασχόλησης τους προσφέρει ελάχιστα ως βιώσιμο μονοπάτι επιστροφής στην αγορά εργασίας.
Μια κρίσιμη, συχνά παραβλεπόμενη ομάδα είναι οι αποθαρρυμένοι εργαζόμενοι, κυρίως μεταξύ των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων. Πρόκειται για άτομα που έχουν σταματήσει να αναζητούν ενεργά εργασία επειδή πιστεύουν ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη θέση για αυτούς.
Επισήμως ταξινομούνται ως «εκτός του εργατικού δυναμικού» και ως εκ τούτου αποκλείονται από το ποσοστό ανεργίας, συμβάλλοντας άμεσα στην ψευδαίσθηση της ανάκαμψης της χώρας. Οι τελευταίες σχετικές έρευνες καταδεικνύουν ότι το πραγματικό μέγεθος της υποαπασχόλησης και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι πολύ πιο μεγάλο από αυτό που παρουσιάζεται.
Η απόφαση αυτών των συμπολιτών μας σταματήσουν την αναζήτηση εργασίας δεν αποτελεί επιλογή τρόπου ζωής: είναι το αποκορύφωμα ετών αποτυχημένων αναζητήσεων εργασίας, οικονομικού άγχους και κοινωνικής απόρριψης, σηματοδοτώντας μια μόνιμη αποχώρηση από την παραγωγική ζωή.
Η επιμονή αυτών των σοβαρών κρίσεων στην αγορά εργασίας -η επισφάλεια των νέων και η μακροχρόνια ανεργία των βετεράνων- συνδέεται εγγενώς με τον υποκείμενο χαρακτήρα της τρέχουσας οικονομικής «ανάπτυξης», την οποία πολλοί ειδικοί χαρακτηρίζουν ως εικονική και μη βιώσιμη.
Επένδυση σε μη παραγωγικούς τομείς
Η αληθινή, βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη βασίζεται σε ένα θεμέλιο μεταποίησης, εξαγωγών υψηλής αξίας, τεχνολογικής καινοτομίας και παραγωγικών κεφαλαιουχικών επενδύσεων. Ο τρέχων κινητήρας ανάπτυξης της Ελλάδας βασίζεται πρωτίστως σε δύο πυλώνες: τον τουρισμό και την κατανάλωση, οι οποίοι παράγουν θέσεις εργασίας χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Η εξάρτηση από τον τουρισμό, αν και αποτελεί πηγή συναλλάγματος, ενισχύει την εποχικότητα, τους χαμηλούς μισθούς και την επισφαλή απασχόληση, αποτυγχάνοντας να δημιουργήσει τους υψηλής εξειδίκευσης ρόλους, σε πόστα δωδεκάμηνης απασχόλησης, που απαιτούνται από τους μορφωμένους νέους της χώρας.
Ομοίως, η ανάπτυξη που καθοδηγείται από βραχυπρόθεσμα κίνητρα κατανάλωσης, συχνά χρηματοδοτούμενη από χρέος ή προσωρινές εισροές κεφαλαίων, δεν μετουσιώνεται σε μακροπρόθεσμες, σταθερές θέσεις εργασίας για τις μάζες.
Όταν το ΑΕΠ αυξάνεται, αλλά αυτή η ανάπτυξη συγκεντρώνεται σε συναλλαγές ακινήτων, παροδικά κεφαλαιουχικά έργα ή εποχικές θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, παρακάμπτει τις διαρθρωτικές ανάγκες των μακροχρόνια ανέργων και των υψηλά ειδικευμένων.
Πολλοί νέοι δεν μπορούν να αποταμιεύσουν, να φτιάξουν οικογένεια ή να γίνουν οικονομικά αυτόνομοι
Τα οικονομικά προγράμματα της τελευταίας δεκαετίας θέσπισαν μια σαρωτική, επιβλαβή αναδιάταξη σε όλη την αγορά εργασίας. Ενώ οι υποστηρικτές της ισχυρίζονταν ότι αυτό θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα, το αποτέλεσμα ήταν το πετσόκομμα των μισθών και η διάβρωση της συλλογικής διαπραγματευτικής δύναμης.
Μια ανταγωνιστική ανάκαμψη που βασίζεται στην εσωτερική υποτίμηση -δηλαδή τη μείωση των μισθών και του κόστους- είναι εγγενώς αποπληθωριστική και χαμηλής ποιότητας.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και όταν αυξάνονται οι αριθμοί της απασχόλησης, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είθισται να πληρώνουν ανεπαρκώς, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μη αποκολλώνται από τη φτώχεια ή την οικονομική εξάρτηση,
Για τους υψηλά ειδικευμένους που επιλέγουν να παραμείνουν αντιμετωπίζουν «εργασιακή φτώχεια», ήτοι φτώχεια παρά το γεγονός ότι δουλεύουν, αλλά και το γεγονός οι μισθοί τους απέχουν πολύ από την ισοτιμία με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους, κάτι που δημιουργεί μόνιμο κίνητρο για μετανάστευση.
Θεσμική αδράνεια
Στη βάση όλων αυτών των ζητημάτων βρίσκεται μια συνεχιζόμενη αποτυχία εκσυγχρονισμού των βασικών θεσμών.
Διαρθρωτικά εμπόδια όπως ένα διαβόητα αργό και αναποτελεσματικό δικαστικό σώμα, η διεισδυτική διοικητική πολυπλοκότητα και η χρόνια γραφειοκρατική αδράνεια λειτουργούν ως ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας για ξένους και εγχώριους επενδυτές που διαφορετικά θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μακροπρόθεσμα, υψηλού κινδύνου και υψηλής ανταμοιβής παραγωγικά έργα.
Χωρίς μια επιθετική στροφή προς μια δυναμική, καθοδηγούμενη από την καινοτομία οικονομία, η χώρα παραμένει διαρθρωτικά ανίκανη να απορροφήσει το ταλαντούχο εργατικό δυναμικό της.
Η κρίση της απασχόλησης, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, δεν είναι αποτυχία ατομικής προσπάθειας, αλλά αποτυχία του κράτους να μεταβεί από ένα εύθραυστο, επιρρεπές σε κρίσεις μοντέλο σε ένα που βασίζεται στην πραγματική, υψηλής αξίας παραγωγή.
Ως εκ τούτου, το κυβερνητικό αφήγημα, το περιβόητο «success story», είναι απλώς ένα στατιστικό τεχνούργημα οικονομικής δραστηριότητας, το οποίο είναι θεμελιωδώς κενό, την ίδια στιγμή που οι πιο ευάλωτες ηλικιακές ομάδες είναι εγκαταλελειμμένες και οι μελλοντικές γενιές αναγκασμένες να αναζητήσουν ευκαιρίες μακριά από την πατρίδα τους.
