Σάββατο, 22 Νοεμβρίου 2025
20.3 C
Athens

Έκρηξη της αστεγίας, κρίση κόστους ζωής, συρρίκνωση εισοδημάτων – Η Γερμανία μετατρέπεται σε χώρα νεόπτωχων

Η τελευταία κυβερνητική έκθεση για την αστεγία στη Γερμανία προκάλεσε μέγα προβληματισμό.

Δημοσιευθείσα στις αρχές του έτους, έδειξε ότι 531.600 άνθρωποι ήταν χωρίς μόνιμη κατοικία το 2024, είτε ενοικιαζόμενη, είτε ιδιόκτητη.

Πρόκειται για αύξηση σχεδόν 100% σε σχέση με την προηγούμενη κυβερνητική εκτίμηση, προ τριετίας.

Το γερμανικό υπουργείο Στέγασης, Αστικής Ανάπτυξης και Οικοδομών απέδωσε τότε το φαινόμενο σε έλλειψη επαρκών στοιχείων στην έκθεση του 2022.

Όμως κατά την οργάνωση «Ομοσπονδιακή Ένωση για την Βοήθεια στους Άστεγους» (BAGW), ακόμη και τα νέα, απογοητευτικά επίσημα στοιχεία είναι ελλιπή.

Σε μελέτη της, που παρουσιάστηκε στο άρτι ολοκληρωθέν εθνικό συνέδριό της στο Βερολίνο, καταγράφει μια ακόμη πιο ζοφερή εικόνα.

Στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, τουλάχιστον 1.029.000 άνθρωποι ήταν πέρυσι άστεγοι.

Περίπου το 0,84% του πληθυσμού.

Εξ αυτών, περίπου 56.000 ζούσαν στους δρόμους.

Οι υπόλοιποι ήταν φιλοξενούμενοι σε καταφύγια, κοινωνικά ιδρύματα ή στον καναπέ γνωστών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της BAGW, πρόκειται για ανθρώπους όλων των ηλικιών.

Το 74% είναι ενήλικες. Στις τάξεις τους, οι άνδρες (61%) είναι σαφώς περισσότεροι από τις γυναίκες (39%).

Τα παιδιά και οι νέοι κάτω των 18 ετών αποτελούν το 26% του καταγεγραμμένου άστεγου πληθυσμού.

Ήτοι 264.000 ανήλικοι δεν ζούσαν το 2024 στο δικό τους διαμέρισμα ή σε αυτό των κηδεμόνων τους.

Μακράν η πιο πληττόμενη ομάδα είναι αυτή των προσφύγων και μεταναστών, με τα άτομα χωρίς γερμανική υπηκοότητα να αποτελούν το 81% όλων των αστέγων, ενώ στο 20% επί του συνόλου ήταν όσοι έχουν πολιτογραφηθεί.

Ο λόγος της αστεγίας δεν είναι μόνο η ανεργία -πολλοί από τους άστεγους είναι εργαζόμενοι.

Τα χρέη ενοικίου και ενέργειας, διαμάχες και συγκρούσεις στο χώρο διαμονής, χωρισμοί, διαζύγια και η αλλαγή τόπου διαμονής αναφέρονται από την BAGW μεταξύ των πιο συχνών αιτιών που οδηγούν τους ανθρώπους στην έλλειψη στέγης.

YouTube thumbnail

Στρατιές νεόπτωχων

Υπάρχει λόγος που τα στοιχεία της κυβερνητικής έκθεσης και της οργάνωσης BAGW διαφέρουν τόσο πολύ.

Οφείλεται σε διαφορετικές μεθόδους έρευνας και στη δυσκολία ακριβούς καταγραφής του πραγματικού αριθμού όσων ζουν στο δρόμο, αλλά και των λεγόμενων «κρυμμένων» αστέγων, που μετακινούνται από φιλοξενία σε φιλοξενία.

Αυτό που έκανε λοιπόν η BAGW ήταν να συνυπολογίσει το ποσοστό της «αόρατης» αστεγίας.

Στη Γερμανία, όπως προκύπτει, αφορά περίπου μισό εκατομμύριο ανθρώπους.

Στο φόντο είναι η κρίση κόστους ζωής, η συρρίκνωση των εισοδημάτων και η φτωχοποίηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, οι αυξήσεις στα ενοίκια και η έλλειψη οικονομικά προσιτών κατοικιών, οι συνεχείς περικοπές στο κράτος πρόνοιας.

«Εάν οι πολιτικοί και η κοινωνία δεν λάβουν αποφασιστικά αντίμετρα, ακόμη περισσότεροι άνθρωποι θα χάσουν τα σπίτια τους», προειδοποιεί η πρόεδρος της οργάνωσης BAGW, Ζουζάνε Χάμαν.

Τα στοιχεία γερμανικής Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας μιλούν από μόνα τους.

Από περίπου 11% τη δεκαετία του 1990, σήμερα το 15-17% των Γερμανών βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας.

Περίπου 4,2 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν πέρυσι σε νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα στην πληρωμή των λογαριασμών τους, όπως σε παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

Tο ένα τρίτο του πληθυσμού δεν χρήματα στην άκρη ούτε για «απρόβλεπτα έξοδα».

Ως τέτοια στη Γερμανία νοούνται ποσά έως 1.250 ευρώ.

Είναι αδιανόητα πολλά για τους πολλούς -χαμηλόμισθους, αλλά και μέσου εισοδήματος- που βλέπουν το μηνιάτικο να σώνεται πριν καλά-καλά τελειώσει ο μήνας, καλύπτοντας τις αυξημένες δαπάνες για βασικά είδη πρώτης ανάγκης: ενοίκιο, λογαριασμούς ενέργειας και τρόφιμα.

Για αποταμίευση, ούτε λόγος.

Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μικρά έκτακτα έξοδα μπορούν να τους φέρουν σε δεινή θέση.

Όχι τυχαία, καταγράφεται μεγάλη ζήτηση για μικροδάνεια, κάτω των 1.000 ευρώ.

Από ένα πέμπτο (20,4%) όλων των δανείων που αντιπροσώπευαν το 2020, πέρυσι αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 50%, με όλο και περισσότερα νοικοκυριά να βυθίζονται στα χρέη.

Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς σε συνέντευξη Τύπου, στο Βερολίνο (REUTERS/Nadja Wohlleben)

Βγάζοντας «από τη μύγα ξύγκι»

Από τον Ιανουάριο του 2026, η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον καγκελάριο Φρίντιρχ Μερτς προχωρά σε μεταρρύθμιση του προνοιακού «Επιδόματος του Πολίτη» (Bürgergeld) -περίπου αντίστοιχο με το «Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα» που καταβάλλεται στην Ελλάδα.

Πρακτικά αφορά σε μείωση των παροχών, επηρεάζοντας 5,5 εκατομμύρια πολίτες, άνεργους και εργαζόμενους.

Τα νέα μέτρα περιλαμβάνουν από αυστηρότερες κυρώσεις για την άρνηση εργασίας ή την απουσία από ραντεβού, έως ανώτατο όριο στις επιδοτήσεις στέγασης.

Ο Μερτς μιλά για εξοικονόμηση πέντε δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.

Οι επικριτές του σχεδίου -και είναι πολλοί- προειδοποιούν για τον κίνδυνο αύξησης του αριθμού των αστέγων, ειδικά μεταξύ ευάλωτων ομάδων, όπως οικογένειες με παιδιά, έγκυες και άτομα με αναπηρία.

Στις τάξεις της κυβερνώσας κεντροδεξιάς «Χριστιανικής Ένωσης» (Χριστιανοδημοκράτες και Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές) έχει ανοίξει τώρα εν τω μεταξύ η «όρεξη» και για τις συντάξεις.

Η νεολαία της (JU) έχει ξεσηκωθεί κατά του νομοσχεδίου που θέλει να περάσει η κυβέρνηση για εγγύηση των συντάξεων έως το 2031 στο 48% του καθαρού μισθού που εισέπραττε ως εργαζόμενος έκαστος ασφαλισμένος.

Στους κόλπους της JU ανήκουν 18 βουλευτές στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει πλειοψηφία μόλις 12 εδρών.

Εάν οι 18 επιμείνουν στην απειλή τους να καταψηφίσουν το νομοσχέδιο, η μόνη σωτηρία για την κυβέρνηση Μερτς θα ήταν η στήριξη από κόμματα της αντιπολίτευσης.

Και τα δύο σενάρια θα προκαλούσαν μεγάλη αναταραχή εντός του συνασπισμού, με αβέβαιο αποτέλεσμα, ακόμη και για τη μακροημέρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο.

Η Ακροδεξιά εν τω μεταξύ καραδοκεί.

Ο Δρ. Γιόακιμ Ροκ, οικονομολόγος και διευθύνων σύμβουλος της «Ένωσης Ισότιμης Πρόνοιας» (από τις κορυφαίες ενώσεις ανεξάρτητων οργανώσεων κοινωνικής πρόνοιας στη Γερμανία) ηχεί «καμπανάκι».

«Το αυξανόμενο κόστος ζωής επιβάρυνε ιδιαίτερα τους νέους χωρίς αποταμιεύσεις, τις οικογένειες και τους ηλικιωμένους», προειδοποιεί.

«Ενίσχυσε τη μοναξιά, την απελπισία και τη δυσαρέσκεια με τη δημοκρατία».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA