Η Σλοβενία έγινε η πρώτη χώρα της ευρωζώνης που ενσωμάτωσε στο Σύνταγμά της το δικαίωμα κάθε πολίτη να πληρώνει με μετρητά, σε μια κίνηση που αντανακλά την αυξανόμενη ανησυχία μεγάλων κοινωνικών ομάδων απέναντι στη ραγδαία ψηφιοποίηση των οικονομικών συναλλαγών.
Η συνταγματική αναθεώρηση, όπως αναφέρει η εφημερίδα Delo της Λιουμπλιάνας, εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία: 61 από τους 90 βουλευτές ψήφισαν υπέρ, ενώ δεν υπήρξε ούτε μία ψήφος κατά, στοιχείο που αποκαλύπτει τη διακομματική σύμπνοια στο ζήτημα.
Το δικαίωμα στη χρήση φυσικού χρήματος -χαρτονομισμάτων και κερμάτων- σε όλες τις τραπεζικές και νομικές συναλλαγές καλύπτει για πρώτη φορά θεσμικά έναν τομέα που μέχρι σήμερα αντιμετωπιζόταν κυρίως ως θέμα πρακτικής και όχι συνταγματικής υποχρέωσης.
Η κίνηση αυτή δεν προέκυψε από κυβερνητική πρωτοβουλία, αλλά από τη βάση της κοινωνίας: μια διαδικτυακή καμπάνια που ξεκίνησε στο Facebook το 2023 συγκέντρωσε περισσότερες από 50.000 υπογραφές, ενεργοποιώντας τον μηχανισμό λαϊκής πρωτοβουλίας που προβλέπει το σλοβενικό Σύνταγμα.
Με βάση τη νομοθεσία, μια συνταγματική αλλαγή μπορεί να προταθεί από την κυβέρνηση, από 20 βουλευτές ή από τουλάχιστον 30.000 πολίτες, ενώ για να εγκριθεί απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων των παρόντων βουλευτών.
Φόβος για τα μετρητά
Ο εκπρόσωπος της πρωτοβουλίας, Ίβαν Γιούργκετς, εξήγησε ότι η ανάγκη αυτής της αλλαγής προκύπτει από τον φόβο μιας μελλοντικής κατάργησης των μετρητών.
Για πολλούς πολίτες, τα μετρητά αποτελούν όχι μόνο εργαλείο συναλλαγής, αλλά και στοιχείο ασφάλειας, ελευθερίας και προστασίας προσωπικών δεδομένων.
«Στόχος μας είναι να προστατεύσουμε το φυσικό χρήμα», τόνισε, εκφράζοντας μια ανησυχία που δεν περιορίζεται στη Σλοβενία, αλλά εμφανίζεται σε πολλά κράτη της Ευρώπης, καθώς οι ψηφιακές πληρωμές κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχική αντίδραση της κυβέρνησης του φιλελεύθερου και οικολόγου πρωθυπουργού Ρόμπερτ Γκόλομπ. Η κυβέρνηση είχε ταχθεί κατά της συνταγματοποίησης του δικαιώματος, επικαλούμενη ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ωστόσο, μετά την παρέμβαση συνταγματολόγων που έκριναν πως η κατοχύρωση της χρήσης μετρητών δεν έρχεται σε αντίθεση με το θεσμικό πλαίσιο του ευρώ, η κυβέρνηση εγκατέλειψε την αντίθεσή της, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συναίνεση που τελικά καταγράφηκε στη Βουλή.
Τα πολιτικά κόμματα, τόσο της συγκυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, προέβαλαν ένα κοινό επιχείρημα: η ψηφιακή υποδομή, όσο σύγχρονη κι αν είναι, παραμένει ευάλωτη. Διακοπές ρεύματος, κυβερνοεπιθέσεις, τεχνικά προβλήματα και κρίσεις που διακόπτουν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές καθιστούν τα μετρητά έναν αξιόπιστο «τελευταίο πυλώνα» της οικονομικής λειτουργίας.
Ανάγκη εναλλακτικής
Η πανδημία, αλλά και μεταγενέστερες κρίσεις, ανέδειξαν πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει εναλλακτική όταν τα συστήματα καταρρέουν ή υπερφορτώνονται.Παράλληλα, η κοινωνική διάσταση της απόφασης αποδείχθηκε καθοριστική. Οι νομοθέτες επεσήμαναν ότι σημαντικό μέρος του πληθυσμού -ιδίως ηλικιωμένοι, άτομα με χαμηλή ψηφιακή κατάρτιση ή πολίτες σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές- κινδυνεύει να αποκλειστεί από βασικές υπηρεσίες εάν οι συναλλαγές γίνουν αποκλειστικά ψηφιακές.
Με τη συνταγματική αυτή κατοχύρωση, το κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξασφαλίσει ότι όλοι οι πολίτες θα μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα στην οικονομική δραστηριότητα.
Η απόφαση της Σλοβενίας δημιουργεί ένα σημαντικό προηγούμενο στην ευρωζώνη. Αν και τα περισσότερα κράτη προωθούν συστηματικά τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και την ψηφιακή οικονομία, η Λιουμπλιάνα ανοίγει τον διάλογο για το κατά πόσο οι κοινωνίες είναι έτοιμες να αποδεχθούν μια ενδεχόμενη μετάβαση σε περιβάλλον όπου τα φυσικά χρήματα θα έχουν υποβαθμιστεί ή ακόμη και εξαφανιστεί.
Η συζήτηση αυτή συνδέεται πλέον άμεσα και με τον σχεδιαζόμενο ψηφιακό ευρώ της ΕΚΤ, για τον οποίο αρκετοί ευρωπαίοι πολίτες εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με την ιδιωτικότητα και τον έλεγχο των συναλλαγών.
Σε κάθε περίπτωση, η Σλοβενία έστειλε ένα σαφές μήνυμα: η τεχνολογική πρόοδος δεν μπορεί να επιβάλλεται χωρίς κοινωνική συναίνεση, ούτε να αφήνει περιθώρια αποκλεισμού.
Με τη νέα συνταγματική διάταξη, επιδιώκει να ισορροπήσει ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων, διαμορφώνοντας ένα μοντέλο που ενδέχεται να επηρεάσει τη δημόσια συζήτηση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες
