Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου 2025
13.6 C
Athens

Αμφιθυμία για τις Συλλογικές Συμβάσεις – Τις αλήθειες και τα ψέματα της Συμφωνίας εξηγεί στο in ο καθηγητής Αρις Καζάκος

Ευρύ φάσμα αντιδράσεων και πλήθος ερωτημάτων σημειώνεται στον κόσμο της εργασίας σχεδόν δέκα ημέρες μετά την πανηγυρική ανακοίνωση της «Κοινωνικής Συμφωνίας» που παρουσίασε το υπουργείο Εργασίας ύστερα από μήνες διαπραγματεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους. Υπενθυμίζεται ότι η ανακοίνωση εξήγγειλε την επιστροφή για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, με τη Συμφωνία να «βάζει τέλος στους μνημονιακούς περιορισμούς», ισχυρισμός που έχει δεχθεί έντονη αμφισβήτηση από μερίδα των φορέων εκπροσώπησης των εργαζομένων, αλλά και από ειδικούς.

Μάλιστα, με κοινή ανακοίνωσή τους, οι Ομοσπονδίες εργαζομένων σε μία σειρά κλάδων, από τους Ιδιωτικούς Υπαλλήλους, μέχρι τους Οικοδόμους και τους Λογιστές, πραγματοποιούν κοινή συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου στις 11 πμ έξω από το υπουργείο Εργασίας. Στην ανακοίνωσή τους, οι υπογράφουσες Ομοσπονδίες καταγγέλουν τη ΓΣΕΕ ότι «εμφανίστηκε για να ξεπλύνει την Κυβέρνηση υπογράφοντας τον ενταφιασμό των κλαδικών συμβάσεων» και την κυβέρνηση ότι φέρει την ευθύνη για τις «κλαδικές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί [και] δεν γίνονται υποχρεωτικές».

Άλλες Ομοσπονδίες ωστόσο, φαίνονται πιο δεκτικές στις ανακοινώσεις, τονίζοντας τις επιμέρους βελτιώσεις που αναμένεται να φέρουν ως προς την κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αν και οι περισσότεροι επισημαίνουν ότι μέχρι να μπει το περιεχόμενο της Κοινωνικής Συμφωνίας σε νόμο, η επιτυχία της δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη.

Το πρόβλημα

Βάσει κύκλων των κοινωνικών εταίρων, αλλά και συνδικαλιστικών φορέων και ειδικών με τους οποίους συνομίλησε το in, η Κοινωνική Συμφωνία έρχεται να καλύψει μία βεντάλια πολλών διαφορετικών στόχων.

Το βασικό πρόβλημα που επιχειρεί να διορθώσει αφορά το πολύ χαμηλό ποσοστό της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που -κυμαινόμενο στη ζώνη του 24%- απέχει παρασάγγας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ακόμα περισσότερο από τον στόχο κάλυψης κατά 80% που έχει θέσει η ΕΕ με την κοινοτική οδηγία 2022/2041.

Ωστόσο, δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα: οι αλγεινές συνθήκες στην αγορά εργασίας φαίνεται πως έχουν αρχίσει να δημιουργούν πρόβλημα στην ανεύρεση εργαζομένων σε μία σειρά κλάδων. Μια σειρά επιχειρήσεων που ρίχνουν στα τάρταρα το κόστος της εργασίας, έχουν αρχίσει να δημιουργούν ένα περιβάλλον αθέμιτου ανταγωνισμού. Η πληθωριστική κρίση και η καλπάζουσα ακρίβεια των τελευταίων ετών έχουν αρχίσει να δημιουργούν ένα σωρευτικό πρόβλημα στην κατανάλωση. Και τέλος, από τις αρχές της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα, ο αριθμός των εργαζομένων που αμοίβονται με τον κατώτατο μισθό έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί.

Από την άλλη, οποιαδήποτε παρέμβαση επιχειρείται, έρχεται σε σύγκρουση από τη μία με μνημονιακούς περιορισμούς που ακόμα είναι σε ισχύ, αλλά και με μια συνολικά αντεργατική κατεύθυνση της νομοθέτησης τα τελευταία χρόνια, για την οποία δεν διαφαίνεται απόλυτη προθυμία από την πλευρά της κυβέρνησης να αλλάξει.

Σε πρώτο επίπεδο, καθίσταται σαφές ότι οι μνημονιακοί περιορισμοί που αφορούν στον κατώτατο μισθό θα παραμείνουν εν ισχύ και το ύψος του εξακολουθεί να καθορίζεται με νόμο – και άρα η διαπραγμάτευση γι’ αυτόν δεν επιστρέφει στις διαπραγματεύσεις των εργαζομένων με τους εργοδότες, αλλά εξακολουθεί να επαφίεται στην κυβέρνηση.

Παράλληλα, δεν επαναφέρεται πλήρως το δικαίωμα των συνδικαλιστικών φορέων να προσφεύγουν μονομερώς στη διαιτησία που καταργήθηκε με μνημονιακό νόμο του 2012. Βάσει των μέχρι τώρα ανακοινωθέντων, το πρώτο στάδιο διαμεσολάβησης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών αντικαθίσταται με την εξέταση των υποθέσεων μία τριμελή επιτροπή, η λειτουργία της οποίας θα ξεκαθαριστεί στην πράξη. Πολλοί επιχαίρουν την αντικατάσταση της μέχρι τώρα διαδικασίας δύο βαθμών για προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, ενώ άλλοι εκφράζουν τους φόβους τους ότι η επιτροπή θα λειτουργήσει σαν «κόφτης» των προσφυγών.

Οι αντιδράσεις

Διαφορετικοί κλάδοι που αυτή τη στιγμή δεν καλύπτονται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αναμένεται ότι θα αξιοποιήσουν την αναγγελθείσα δυνατότητα συνυπογραφής της ΣΣΕ με τη ΓΣΕΕ σε περίπτωση που δεν καλύπτουν την προβλεπόμενη μάζα εργαζομένων που υπάγεται στα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα. Η διοίκηση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Επισιτισμό-Τουρισμό φερ’ ειπείν, αναμένει ότι θα μπορέσει να θέσει επί τάπητος τέσσερις ΣΣΕ που την αφορούν, δυνατότητα την οποία δεν είχε ως τώρα.

Αντίστοιχα, στον κλάδο της μεταλλουργίας, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου σκοπεύει να κάνει χρήση της συνυπογραφής για να επεκτείνει τις υπάρχουσες κλαδικές ΣΣΕ που πέτυχε στη Βιομηχανία και τη Βιοτεχνία προκειμένου να τις καταστήσει γενικώς υποχρεωτικές.

«Χωρίς την επέκταση, οι Συμβάσεις θα κάλυπταν περίπου το 55-60% των επιχειρήσεων, δηλαδή μόνο όσες είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων», τονίζει μιλώντας στο in ο πρόεδρος της ΠΟΕΜ, Παναγιώτης Δούκας. «Με την κήρυξη των Συμβάσεων ως γενικώς υποχρεωτικών, διασφαλίζεται ότι το 100% των εργαζομένων, είτε εργάζονται σε μικρή μεταλλουργική Βιοτεχνία είτε σε μεγάλη Βιομηχανική μονάδα, θα έχουν κοινά κατώτατα όρια αμοιβών και ίσα δικαιώματα».

Από την άλλη, οι Ομοσπονδίες που καλούν στη συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα και πολλοί ειδικοί βλέπουν παγίδες αλλά και λόγους ανησυχίας στις εξαγγελίες. Ο κλάδος των εμποροϋπαλλήλων για παράδειγμα, με όλη την κινητικότητα που τον διέπει, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση κλάδου, οι εργαζόμενοι του οποίου θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποκτήσουν επιτέλους κάλυψη μέσω της συνυπογραφής ΣΣΕ με τη ΓΣΕΕ.

Δριμεία είναι, ωστόσο, η κριτική που ασκεί απέναντι στις εξαγγελίες του υπουργείου Εργασίας η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας. Σε ανακοίνωσή της στις αρχές της εβδομάδας, η ΟΙΥΕ χαρακτηρίζει τον «νέο ρόλο» της ΓΣΕΕ ως «αυτόν του πορτιέρη της εργοδοσίας» που «θα ελέγχει για λογαριασμό των εργοδοτών ποια Σύμβαση “περνάει” και ποια όχι». Σε συνομιλία με το in, η πρόεδρος της ΟΙΥΕ, Ντίνα Γκογκάκη, θέτει το ερώτημα γιατί να μη δοθεί το δικαίωμα διαπραγμάτευσης των ΣΣΕ απευθείας στις Ομοσπονδίες, χωρίς να απαιτείται η συνυπογραφή της ΓΣΕΕ;

Σύμφωνα με την ΟΙΥΕ, η βάση στην οποία θα γίνουν οι διαπραγματεύσεις της είναι «όλοι οι νόμοι που τσάκισαν τις συλλογικές συμβάσεις και τα όποια κατοχυρωμένα δικαιώματα σε αυτές, χτύπησαν το 8ωρο, πετσόκοψαν τους μισθούς κι έχουν διαμορφώσει μια εργασιακή κόλαση».

Όπως χαρακτηριστικά τονίζει η κ. Γκογκάκη, οι διαπραγματεύσεις των διαφόρων ΣΣΕ πατούσαν πάντα στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση που καθόριζε τον κατώτατο μισθό, η οποία θα εξακολουθήσει να επαφίεται στο υπουργείο Εργασίας. Κι αυτό ενώ οι μισθοί στον κλάδο των εμποροϋπαλλήλων κυμαίνονται ακόμα στα επίπεδα του 2009 και μόλις πέρυσι, το υπουργείο Εργασίας είχε εξαγγείλει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού με… αλγόριθμο που θα συνυπολόγιζε τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη.

Για την κ. Γκογκάκη, ακόμα και η επαναφορά της μετενέργειας που χαιρετίστηκε ως θετικό μέτρο, εξακολουθεί να αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο για την πρόσληψη νέων εργαζομένων με ατομικές συμβάσεις την περίοδο της μετενέργειας, που δεν θα καλύπτονται από αυτή.

Εκτός, όμως από τους συνδικαλιστικούς φορείς, επιφυλάξεις εκφράζουν και οι ειδικοί. Σε άρθρο που απέστειλε στο in και το οποίο δημοσιεύεται παρακάτω, ο Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, Άρις Καζάκος, τονίζει τα ανεπαρκή μέτρα για την επεκτασιμότητα των ΣΣΕ, τα κενά στην επαναφορά της μετενέργειας και θεωρεί ότι «παραμένει ακρωτηριασμένο» το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία.

Αλήθειες και ψέματα του Υπουργείου Εργασίας σε σχέση με την τριμερή Συμφωνία των κορυφαίων συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών

Άρις Καζάκος
Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ
Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω

Περιμένοντας τις λεπτομέρειες της Συμφωνίας, όπως θα αποτυπωθούν και στο Σχέδιο Νόμου που θα ακολουθήσει, στις οποίες λεπτομέρειες συνήθως κρύβεται ο διάβολος, μπορούμε ήδη με βάση τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Εργασίας να αξιολογήσουμε τα κύρια σημεία της Συμφωνίας. Προφανώς η Συμφωνία είναι προϊόν συμβιβασμού, συμβιβασμός που, από ό,τι λέγεται, έχει θετικά στοιχεία σε ό,τι αφορά το δίκαιο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αυτά τα στοιχεία ωστόσο δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη. Όμως στο δίκαιο των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας τα θετικά στοιχεία είναι λιγοστά, ενώ σημειώνεται στασιμότητα ή και οπισθοχώρηση ακόμη σε σχέση με τη λειτουργία των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ.

Πρώτος άξονας

Με βάση τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Εργασίας ο πρώτος άξονας «αφορά «στη διευκόλυνση που παρέχεται στην επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ώστε πολλοί περισσότεροι εργαζόμενοι να προστατεύονται από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή μειώνεται το απαιτούμενο ποσοστό κάλυψης από 50% σε 40%, δημιουργείται νέα δυνατότητα για την επέκταση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, καθώς το ποσοτικό κριτήριο του 40% δεν θα εξετάζεται καθόλου όταν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας συνυπογράφουν Εθνικοί Κοινωνικοί Εταίροι και δίνεται η δυνατότητα στη ΓΣΕΕ να μπορεί να συνάπτει ή να συνυπογράφει κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας επικουρικά εφόσον προσκληθεί από μέλος της να το κάνει, ώστε να εφαρμόζεται η νέα δυνατότητα της επέκτασης.»

Αξιολόγηση

Οι προϋποθέσεις για την επέκταση εφαρμογής των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών) γίνονται με τη Συμφωνία λιγότερο αυστηρές. Το ποσοστό κάλυψης 50% + 1 ως προϋπόθεση της επέκτασης μειώνεται στο 40%, επομένως η επέκταση ισχύος κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ γίνεται πιο εύκολη, ενώ το ποσοτικό κριτήριο του 40% δεν θα εξετάζεται καθόλου, όταν τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας συνυπογράφουν οι κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, ενώ δίνεται η δυνατότητα στη ΓΣΕΕ να μπορεί να συνάπτει ή να συνυπογράφει κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, εφόσον προσκληθεί από μέλος των ΣΣΕ.

Η χαλάρωση των προϋποθέσεων για την επέκταση εφαρμογής των ΣΣΕ με απόφαση του Υπουργού Εργασίας είναι επιτακτική, προκειμένου αφενός η κάλυψη και η προστασία των εργαζομένων να είναι καθολική και αφετέρου να αντιμετωπίζεται ο «βρόμικος» ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων του κλάδου (καρτελική λειτουργία των κλαδικών ΣΣΕ) με τελικά θύματα τους εργαζόμενους. Επίσης η ανάγκη χαλάρωσης των προϋποθέσεων επέκτασης γίνεται μεγαλύτερη εξαιτίας της πρακτικής των εργοδοτών να «δραπετεύουν», με ποικίλους τρόπους, από το πεδίο εφαρμογής των ΣΣΕ, όπως και από το πεδίο εφαρμογής του Εργατικού Δικαίου, γενικά (π.χ. με ψευδεπίγραφες συμβάσεις έργου, ανεξάρτητων υπηρεσιών κ.ο.κ). Χωρίς την αποτελεσματική επέκταση εφαρμογής των ΣΣΕ κυρίαρχο εργαλείο για τη ρύθμιση των όρων εργασίας παραμένει η ατομική σύμβαση εργασίας. Η χώρα έγινε και συνεχίζει να είναι χώρα φτηνής και επισφαλούς εργασίας. Οι ΣΣΕ εξαρθρώνονται, το (συνταγματικό κατά την Ολομέλεια του ΣτΕ 2307/2014) δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία του ΟΜΕΔ ακρωτηριάζεται και η ρύθμιση των κρίσιμων όρων εργασίας παραδίδεται στον εργοδότη μέσω της ενίσχυσης της ατομικής σύμβασης εργασίας και του διευθυντικού δικαιώματος. Γιατί η ατομική σύμβαση εργασίας είναι μια ανελεύθερη για τον εργαζόμενο σύμβαση. Ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να συνάψει μια σύμβαση εργασίας, δεν είναι ωστόσο ελεύθερος να μη τη συνάψει. Γιατί δεν είναι ελεύθερος όποιος ενεργεί υπό το κράτος της ανάγκης βιοπορισμού του. Η ατομική σύμβαση εργασίας είναι η παρένδυση της βίας και της ανομίας στις εργασιακές σχέσεις, ο εργοδότης υπαγορεύει τους όρους εργασίας που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του, συχνά πάνω και πέρα από τους περιορισμούς της εργατικής νομοθεσίας. Η επέκταση εφαρμογής των ΣΣΕ αποτελεί ένα θεσμό που εγγράφεται στην αποτελεσματική λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας και επομένως και στην εγγύηση του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος. Οι ΣΣΕ βρίσκονται στον αντίποδα της βίας της ατομικής διαπραγμάτευσης και άρα και της ατομικής σύμβασης εργασίας. Η ανάγκη περιορισμού της εμβέλειας της ατομικής σύμβασης εργασίας επιτάσσει τη μεγιστοποίηση της εμβέλειας των ΣΣΕ, συμπεριλαμβανομένης και της επέκτασης της εφαρμογής τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη και η Γερμανία έχει καταργήσει το ποσοστό κάλυψης ως προϋπόθεση για την επέκταση των ΣΣΕ (βλ. § 5 του γερμανικού νόμου για τις ΣΣΕ / TVG).

Όπου, με βάση την τριμερή Συμφωνία, απαιτείται για την επέκταση των ΣΣΕ ποσοστό κάλυψης κατά 40%, το βήμα που γίνεται αποδεικνύεται συχνά ανεπαρκές. Το μέτρο της μείωσης του ποσοστού κάλυψης είναι ανεπαρκές και μπορεί να το ματαιώσει π.χ. η αποχώρηση των εργοδοτών από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια τη συνακόλουθη «δραπέτευση» των εργοδοτών από τις ΣΣΕ σε όσες περιπτώσεις δεν θα επιτυγχάνεται πλέον κάλυψη εργοδοτών, που απασχολούν ποσοστό 40% + 1 των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.

Δεύτερος άξονας

Ο δεύτερος άξονας της Συμφωνίας «αφορά στην «πλήρη προστασία των εργαζομένων μετά τη λήξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας», βεβαιώνει το Υπουργείο: «Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η σταθερότητα και η ασφάλεια του εργασιακού περιβάλλοντος, αφού διατηρούνται στο ακέραιο τα δικαιώματα των εργαζομένων μέχρι τη σύναψη νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή, όλοι οι όροι μιας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη λήξη της. Αρχικά, δίνεται μία παράταση τριών μηνών στην ισχύ της. Μετά την παρέλευση αυτού του χρόνου εξακολουθούν να ισχύουν όλοι οι όροι της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μέχρι τη σύναψη νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας. Καταργείται η μνημονιακή ρύθμιση για τη μερική μετενέργεια που ισχύει από το 2012 και επαναφέρεται το προμνημονιακό καθεστώς της πλήρους μετενέργειας. Επίσης, καλύπτονται από την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και όσοι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται κατά την τρίμηνη παράτασή της».

Αξιολόγηση

Δεν είναι αλήθεια ότι με τη Συμφωνία επιτυγχάνεται η «πλήρης προστασία των εργαζομένων μετά τη λήξη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας». Θετικό στοιχείο της Συμφωνίας είναι η αποκατάσταση της μετενέργειας (δηλαδή η εξακολούθηση της ισχύος των κανονιστικών όρων των ΣΣΕ μετά τη λήξη τους και τη λήξη της εκ του νόμου τρίμηνης επέκτασής τους), για όλους τους όρους εργασίας και όχι μόνο για τον βασικό μισθό και τέσσερα επιδόματα, που είχε επιβάλει το δεύτερο Μνημόνιο και το εφαρμοστικό του νομοθέτημα (ΠΥΣ 6/2012). Αρνητικό στοιχείο ωστόσο είναι η διατήρηση της (μόνο) 3μηνης επέκτασης της ισχύος των κανονιστικών όρων (αντί της 6μηνης του προϊσχύσαντος δικαίου), διάστημα ανεπαρκές για τη σύναψη διάδοχης ΣΣΕ. Αρνητικό ακόμη είναι και το ότι μετά τη λήξη της εκ του νόμου 3μηνης επέκτασης η ατομική σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να παραμένει εργαλείο χειροτέρευσης των όρων εργασίας μέχρι τη σύναψη διάδοχης ΣΣΕ, αν και όταν συναφθεί. Η λύση εδώ είναι, όπως είχα την ευκαιρία να προτείνω πριν από ενάμιση μήνα περίπου, η επέκταση της ισχύος των κανονιστικών όρων των ΣΣΕ μέχρι τη σύναψη διάδοχων ΣΣΕ. Με μια τέτοια νομοθετική επιλογή τους όρους εργασίας δεν θα μπορεί πλέον να υπαγορεύει ο εργοδότης με εργαλείο την ατομική σύμβαση εργασίας.

Τρίτος άξονας

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας «ο τρίτος άξονας αφορά στην επιτάχυνση των διαδικασιών σε περίπτωση διαφωνίας εργαζομένων και εργοδοτών: «Θεσπίζονται καλύτερες και ταχύτερες διαδικασίες για την επίλυση διαφορών μέσω του Ο.ΜΕ.Δ. Συγκεκριμένα, η Κοινωνική Συμφωνία προβλέπει μηχανισμό προελέγχου των προϋποθέσεων για μονομερή προσφυγή στη Μεσολάβηση και στη Διαιτησία από τριμελή επιτροπή που θα συσταθεί στον Ο.ΜΕ.Δ. Επίσης, καταργείται ο δεύτερος βαθμός Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ για τη γρηγορότερη επίλυση διαφορών, ενώ διατηρείται η δυνατότητα δικαστικής προσβολής της διαιτητικής απόφασης»…».

Αξιολόγηση

Στην επίμαχη Συμφωνία θετικό στοιχείο είναι η κατάργηση του δεύτερου βαθμού Διαιτησίας του ΟΜΕΔ, που παρατείνει αχρείαστα την εκκρεμότητα στη συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας. Κατά τα λοιπά ωστόσο το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία παραμένει ακρωτηριασμένο και μετά την τριμερή Συμφωνία. Πρόκειται για μια ανωμαλία που μας κληροδότησε το παρα-σύνταγμα του δεύτερου Μνημονίου και που συνεχίζεται μέχρι σήμερα χωρίς πλέον τους καταναγκασμούς των Μνημονίων. Και όλο αυτό παρά το γεγονός ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ 2307/2014 διέγνωσε ότι το δικαίωμα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2). Ιδίως μετά τη λήξη των Μνημονίων εκκρεμεί η επαναφορά του συνταγματικού δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία (σε αρμονία με την ΟλΣτΕ 2307/2014), για όλα τα ζητήματα που ρυθμίζονται με ΣΣΕ. Χωρίς το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, που σήμερα είναι ακρωτηριασμένο, ούτε οι ΣΣΕ μπορούν να λειτουργήσουν, οπότε η ρύθμιση των όρων εργασίας μεταφέρεται στην ατομική σύμβαση εργασίας, δηλαδή στον εργοδότη. Η λειτουργία της συλλογικής αυτονομίας (μέσω ΣΣΕ ή, στην ανάγκη, με τη στήριξη της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ) ως πρωτογενούς μηχανισμού διανομής του παραγόμενου πλούτου, είναι απολύτως αναγκαία όχι μόνο για την προστασία και προαγωγή των υλικών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζόμενων αλλά και για την ίδια την οικονομία, η οποία τροφοδοτείται κατά κύριο λόγο από την εσωτερική ζήτηση. Γιατί ο ΑΕΠ της χώρας προέρχεται κατά τα 2/3 από την εσωτερική ζήτηση.

Σ΄ αυτό το ακρωτηριασμένο συνταγματικό δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, που είναι κλειδί για τη λειτουργία των ΣΣΕ, έρχεται να προστεθεί τώρα με την επίμαχη Συμφωνία ένας ακόμη «κόφτης»: Ο νέος κόφτης είναι η Τριμελής Επιτροπή – μηχανισμός προελέγχου των προϋποθέσεων για μονομερή προσφυγή στη Μεσολάβηση και στη Διαιτησία που θα αποφασίζει για το αν υπάρχει το δικαίωμα, αφαιρώντας τη σχετική αρμοδιότητα από τους Διαιτητές. Αν μάλιστα η Επιτροπή θα αποφασίζει ομόφωνα κατά το πρότυπο του ΔΣ του ΟΜΕΔ, τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα.

Η θεσμοθέτηση του νέου οργάνου δεν είναι ανύποπτη από την άποψη της πολιτικής εργασίας της κυβέρνησης. Ο νέος «κόφτης» έρχεται για να ανασχέσει την επέκταση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία που επιτυγχάνεται ήδη με τη βοήθεια της ευρείας ερμηνείας των σχετικών διατάξεων που κάνουν διαιτητικές αποφάσεις και η νομολογία των δικαστηρίων. Χάρη σε αυτή την εξέλιξη που ανακόπτεται τώρα το συνταγματικό δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία άρχισε να «ανασαίνει». Αν δεν αλλάξει η επίμαχη Συμφωνία στο θέμα της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ, θα έχουμε τη συνέχιση του παρα-συνταγματικού καθεστώτος του δεύτερου Μνημονίου για τη Διαιτησία και μετά τη λήξη του.

Γνωρίζουμε ωστόσο ότι χωρίς Διαιτησία δεν υπάρχουν ΣΣΕ καθώς και ότι «χωρίς ΣΣΕ δεν υπάρχει Εργατικό Δίκαιο». Χωρίς Διαιτησία και χωρίς ΣΣΕ αυτό που πριμοδοτείται ως παράγοντας ρύθμισης των όρων εργασίας είναι το προ-εργατοδικαιϊκό καθεστώς της βίας και της ανομίας της ατομικής σύμβασης εργασίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA