Το δώρο Χριστουγέννων αποτελεί θεμελιωμένο δικαίωμα όλων των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και διασφαλίζεται από την Εθνική Γενική ΣΣΕ του 2010…
Μαζί με το δώρο Πάσχα και το επίδομα αδείας, εντάσσεται στις υποχρεώσεις κάθε εργοδότη που απασχολεί προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της σύμβασης, το ωράριο ή το είδος απασχόλησης.
Οι ανώτερες διατάξεις του πλαισίου καθιστούν άκυρη κάθε συμφωνία που θα επιχειρούσε να το περιορίσει ή να οδηγήσει σε παραίτηση του εργαζομένου από αυτή την αξίωση.
Δικαιούχοι είναι όλοι οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, πλήρους, μερικής, ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Το ύψος του δώρου εξαρτάται από το πώς αμείβεται ο εργαζόμενος – με μισθό ή ημερομίσθιο – καθώς και από το διάστημα πραγματικής ή νόμιμα δικαιολογημένης παρουσίας στην εργασία μεταξύ 1ης Μαΐου και 31ης Δεκεμβρίου. Όσοι εργάστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του χρονικού πλαισίου λαμβάνουν ολόκληρο δώρο, δηλαδή έναν μηνιαίο μισθό ή 25 ημερομίσθια.
Σε περιπτώσεις που η εργασιακή σχέση δεν κάλυψε όλο το διάστημα, το δώρο μειώνεται αναλογικά. Ο γενικός κανόνας προβλέπει 2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες εργασιακής σχέσης. Ακόμη και όσοι εργάστηκαν λιγότερο από 19 ημέρες δικαιούνται αναλογικό κλάσμα, ενώ υπολογίζονται και ορισμένες νόμιμες απουσίες όπως άδεια, άδεια μητρότητας και τα «τριήμερα ασθενείας» που δεν καλύπτονται από επίδομα. Αντίθετα, αφαιρούνται τα διαστήματα που ο εργαζόμενος λάμβανε επίδομα ασθενείας.
Η καταβολή του δώρου Χριστουγέννων πρέπει να γίνει έως τις 21 Δεκεμβρίου, αν και ο εργοδότης μπορεί να το πληρώσει και νωρίτερα. Το ποσό υπόκειται σε εισφορές ΙΚΑ και φόρο μισθωτών υπηρεσιών, ενώ δεν επιτρέπεται να καταβληθεί σε είδος. Οι σχετικές απαιτήσεις παραγράφονται μετά από πενταετία, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα. Σε περίπτωση μη καταβολής, οι εργαζόμενοι οφείλουν να απευθυνθούν στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία έχει υποχρέωση να κινήσει διαδικασίες άμεσης παρέμβασης και αυτοφώρου εφόσον χρειαστεί.
Για μεγαλύτερη ευκολία, το ΚΕ.Π.Ε.Α. διαθέτει online εφαρμογή όπου κάθε εργαζόμενος μπορεί να υπολογίσει γρήγορα το ποσό που δικαιούται βάσει των πραγματικών του αποδοχών και του χρόνου εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται ότι οι υπολογισμοί γίνονται με ακρίβεια και σύμφωνα με τη νομοθεσία.
