Σε κατάσταση συναγερμού εξακολουθούν να βρίσκονται οι Αρχές για την ευλογιά προβάτων, με την ελληνική κτηνοτροφία να αντιμετωπίζει μία από τις πιο παρατεταμένες και σύνθετες επιζωοτίες που την έχουν φέρει στα όριά της καθώς σχεδόν μισό εκατομμύριο ζώα έχουν ήδη θανατωθεί.
Από το 2024, η ελληνική αιγοπροβατοτροφία βιώνει παρατεταμένη επιζωοτία με πρωτόγνωρα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά
Η πρωτοφανής σε διάρκεια και ένταση επιζωοτία πλήττει την αιγοπροβατοτροφία από τον Αύγουστο του 2024, με τους κτηνοτρόφους να βρίσκονται σε οριακή οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Τα περιοριστικά μέτρα της ΕΕ, η αβεβαιότητα γύρω από τον εμβολιασμό και η αδυναμία άμεσης ανασύστασης του ζωικού κεφαλαίου έχουν καταστήσει τη ζωονόσο ένα από τα βασικά ζητήματα των αγροτικών κινητοποιήσεων.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η αναπληρώτρια γενική διευθύντρια Κτηνιατρικής του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κατερίνα Μαρίνου, η ευλογιά δεν αποτελεί άγνωστη νόσο για τους αιγοπροβατοτρόφους της ακριτικής Ελλάδας.
Για δεκαετίες, σε περιοχές όπως ο Έβρος και η Λέσβος, η εμφάνιση των χαρακτηριστικών δερματικών αλλοιώσεων οδηγούσε στην άμεση εφαρμογή ενός αυστηρού και δοκιμασμένου πρωτοκόλλου: καθολική θανάτωση του κοπαδιού, υγειονομική ταφή, δημιουργία ζώνης προστασίας τριών χιλιομέτρων και ζώνης επιτήρησης επτά επιπλέον χιλιομέτρων, με εντατικούς κλινικούς ελέγχους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η νόσος δεν ξεπερνούσε τα γεωγραφικά όρια της περιοχής και η επιζωοτία έληγε σχετικά γρήγορα.
Ευλογιά: Η γεωγραφική εξάπλωση
Η πρώτη σοβαρή διαφοροποίηση καταγράφηκε το 2014, όταν η ευλογιά εξαπλώθηκε σε ευρύτερες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, φτάνοντας έως και την Πιερία. Εκείνη η επιζωοτία διήρκεσε περίπου έξι μήνες και επιβεβαίωσε στην πράξη τη μεγάλη ανθεκτικότητα του ιού, ο οποίος μπορεί να επιβιώσει στο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα και να μεταφερθεί μηχανικά.
Ακολούθησαν ακόμα δύο επιζωοτίες, στη Λέσβο και – για πρώτη φορά – στη Φθιώτιδα, οι οποίες ωστόσο περιορίστηκαν ταχύτατα. «Η σημερινή κατάσταση, όμως, είναι διαφορετική», εξηγεί η κ. Μαρίνου. Από τις 21 Αυγούστου 2024 έως σήμερα, η ελληνική αιγοπροβατοτροφία βιώνει μια εξαιρετικά παρατεταμένη επιζωοτία με πρωτόγνωρα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν τη Δευτέρα από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και την Εθνική Επιστημονική Επιτροπή Διαχείρισης και Ελέγχου της Ευλογιάς (ΕΕΕΔΕΕ) , έως και την περασμένη Δευτέρα είχαν καταγραφεί 1.911 κρούσματα σε 2.365 εκτροφές, οδηγώντας στη θανάτωση περισσότερων από 441.000 αιγοπροβάτων. Σε ολόκληρες περιοχές έχει χαθεί η συντριπτική πλειονότητα των κοπαδιών, με τους κτηνοτρόφους να εκφράζουν έντονη αγωνία για την επιβίωση των εκμεταλλεύσεών τους.
Όπως σημειώνει η κ. Μαρίνου «η έκταση και η διάρκεια της επιζωοτίας, σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί στη χώρα με διαδοχικές εκτελεστικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουν φέρει τη διαχείριση της ευλογιάς στο επίκεντρο των αγροτικών κινητοποιήσεων» προσθέτοντας ότι «είναι η πρώτη φορά που μια νόσος των ζώων εντάσσεται με τόσο έντονο τρόπο στη διεκδικητική ατζέντα των παραγωγών».
Ο εμβολιασμός
Κυρίαρχο αίτημα των κτηνοτρόφων που συμμετέχουν στα μπλόκα είναι η άμεση εφαρμογή εμβολιασμών κατά της ευλογιάς, ώστε να σταματήσουν οι μαζικές θανατώσεις αιγοπροβάτων. Ωστόσο, η κ. Μαρίνου υπογραμμίζει ότι «ο εμβολιασμός δεν αποτελεί μια απλή ή αυτονόητη λύση. Υπάρχουν κρίσιμα πρακτικά και επιστημονικά ερωτήματα που απαιτούν τεκμηριωμένες απαντήσεις: ποιο εμβόλιο είναι κατάλληλο για τις φυλές που εκτρέφονται στην Ελλάδα, ποια είναι η αποτελεσματικότητα και η διάρκεια της ανοσίας, πόσες δόσεις απαιτούνται, σε ποιες ηλικίες και για ποιο χρονικό διάστημα».
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και το ερώτημα αν μπορεί να εντοπιστεί ο φυσικός ιός σε έναν εμβολιασμένο πληθυσμό καθώς, όπως εξηγεί η ίδια, η δυνατότητα αυτή επηρεάζει άμεσα την ανάκτηση του καθεστώτος απαλλαγής από τη νόσο.
«Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων (WOAH), όταν δεν εφαρμόζεται εμβολιασμός, αρκούν έξι μήνες από το τελευταίο κρούσμα για την υποβολή αίτησης απαλλαγής. Αντίθετα, μετά από εμβολιαστική εκστρατεία απαιτείται διάστημα τουλάχιστον τριών ετών, προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν κυκλοφορεί φυσικός ιός στα κοπάδια», υπογραμμίζει η κ. Μαρίνου.
Για να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να υπάρχει εργαστηριακή μέθοδος που να διαχωρίζει τα αντισώματα του εμβολίου από εκείνα της φυσικής μόλυνσης. Μέχρι σήμερα, όπως σημειώνει, μια τέτοια τεχνική δεν έχει αναπτυχθεί, γεγονός που δυσχεραίνει σημαντικά την απόφαση για την εφαρμογή εμβολιασμού, όπως ζητούν οι κτηνοτρόφοι.
Παράλληλα, ξεκαθαρίζεται ότι ο εμβολιασμός, ακόμα και αν εφαρμοστεί, δεν υποκαθιστά τα μέτρα εκρίζωσης και τους περιορισμούς που προβλέπει το ενωσιακό πλαίσιο για νοσήματα κατηγορίας Α. Σε κάθε επιβεβαιωμένο κρούσμα από το Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς, θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της θανάτωσης της πληγείσας εκτροφής και της επιβολής ζωνών προστασίας και επιτήρησης.
Η ανασύσταση του ζωικού κεφαλαίου
Όσον αφορά το αίτημα για ανασύσταση των εκτροφών που επλήγησαν από την ευλογιά, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου δεν έχουν εμφανιστεί κρούσματα εδώ και μήνες, η κ. Μαρίνου επισημαίνει ότι αυτό δεν είναι ακόμα δυνατό. «Η ισχύουσα εκτελεστική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απαγορεύει ρητά την ανασύσταση του ζωικού κεφαλαίου χωρίς να προβλέπει χρονικό ορίζοντα άρσης, καθώς δεν έχει επιτευχθεί ακόμη δραστική μείωση ή μηδενισμός των ενεργών κρουσμάτων» είπε.
Καταλήγοντας, τόνισε ότι η αυστηρή τήρηση των περιορισμών μετακίνησης, των μέτρων βιοασφάλειας από όλους τους εμπλεκόμενους, οι εντατικοί έλεγχοι από τις κτηνιατρικές υπηρεσίες και η επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων στους παραβάτες αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τον άμεσο περιορισμό της διασποράς και την προστασία της ελληνικής κτηνοτροφίας από ένα επίμονο νόσημα που, όπως υπογραμμίζει, «πρέπει να εκριζωθεί εδώ και τώρα».
