Ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών θεωρητικά ήταν ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα εξωγενών κρίσεων: πανδημία, ενεργειακό σοκ, γεωπολιτική αστάθεια. Τα στοιχεία όμως της Τράπεζα της Ελλάδος για το πρώτο εξάμηνο του 2025, δείχνουν ότι η ακρίβεια δεν ήταν απλώς ένα κόστος που οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να απορροφήσουν. Σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυξήθηκαν οι τιμές, διατηρώντας και σε ορισμένες περιπτώσεις ενισχύοντας τα επιχειρηματικά κέρδη.
Το μερίδιο του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων διαμορφώνεται στο 25,7%. Πρόκειται για επίπεδο αισθητά υψηλότερο από τον μέσο όρο της προ πανδημίας περιόδου και ελάχιστα χαμηλότερο από το 2024. Το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο: αν οι αυξήσεις τιμών αντανακλούσαν αποκλειστικά την άνοδο του κόστους, τα περιθώρια κέρδους θα είχαν περιοριστεί. Δεν συνέβη.
Αντίθετα, σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ακρίβειας, πολλές επιχειρήσεις αύξησαν τις τιμές τους επικαλούμενες τον πληθωρισμό, ακόμη και όταν το πραγματικό κόστος δεν αυξανόταν με τον ίδιο ρυθμό. Ο πληθωρισμός λειτούργησε ως «ομπρέλα» τιμολόγησης: κανονικοποίησε τις ανατιμήσεις, περιόρισε τις αντιδράσεις των καταναλωτών και επέτρεψε τη μετακύλιση ή και υπερμετακύλιση του κόστους.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι η δυναμική των τιμών επηρεάστηκε και από τη δομή των αγορών. Σε κλάδους με περιορισμένο ανταγωνισμό και ισχυρή ζήτηση, οι επιχειρήσεις διέθεταν αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ. Έτσι, οι τιμές αυξήθηκαν ταχύτερα από το κόστος παραγωγής, μετατρέποντας την πληθωριστική συγκυρία σε μηχανισμό στήριξης των κερδών.
Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής αποτυπώνεται στην κοινωνία. Οι πραγματικοί μισθοί ανακτούν μόνο σταδιακά τις απώλειες των προηγούμενων ετών, παρά τις αυξήσεις σε ονομαστικούς όρους. Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών πιέζεται, ενώ το βάρος της ακρίβειας κατανέμεται άνισα. Ο πληθωρισμός δεν επηρέασε όλους το ίδιο και δεν μεταφράστηκε συμμετρικά σε κόστος και κέρδη.
Το κρίσιμο ερώτημα πλέον δεν είναι αν οι επιχειρήσεις επηρεάστηκαν από τον πληθωρισμό, αλλά πώς τον χρησιμοποίησαν. Όσο οι αυξήσεις τιμών προηγούνται ή υπερβαίνουν την αύξηση του κόστους, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού καθίσταται δυσκολότερη και λιγότερο βιώσιμη. Η νομισματική πολιτική μπορεί να περιορίσει τη ζήτηση, αλλά δεν αρκεί για να αλλάξει τις πρακτικές τιμολόγησης.
Η συζήτηση για την ακρίβεια δεν μπορεί να εξαντλείται στις διεθνείς κρίσεις ή στους μισθούς. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα επιχειρηματικά κέρδη διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Και όσο αυτό παραμένει εκτός δημόσιας συζήτησης, ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να λειτουργεί όχι μόνο ως οικονομικό φαινόμενο, αλλά και ως εργαλείο τιμολόγησης.
Πηγή: OT
