Περίπου στους 450 ανέρχονται οι συνταξιούχοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης οι οποίοι επηρεάζονται από τις πρόσφατες πιλοτικές αποφάσεις της μείζονος Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες έκριναν ότι η Διοίκηση πρέπει να επαναφέρει τις συντάξεις των δικαστών στα επίπεδα πριν το νόμο Κατρούγκαλου αλλά ανοίγει ο δρόμος και για άλλους.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, διευκρινίζει ότι η απόφαση της Ολομέλειας είναι πιλοτική και δεν αφορά μόνο στους τρεις προσφεύγοντες πρώην ανώτατους δικαστές. «Υπενθυμίζεται ότι με τις πιλοτικές δίκες ως οι ανωτέρω επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων» αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η πιλοτική αυτή απόφαση δεν κάνει τίποτα άλλο από το να εφαρμόζει την απόφαση του Μισθοδικείου, το οποίο «όταν δικάζει μεταξύ άλλων διαφορές από συντάξεις δικαστικών λειτουργών, συγκροτείται κατά πλειοψηφία από μη δικαστικούς λειτουργούς».
Οι υπ’αριθμ. 1330 έως 1332/2023 κρίσεις του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου που αφορούν στον πρώην αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και νυν πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο, στον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ρωμύλο Κεδίκογλου και στον πρώην πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικολάο Αγγελάρα, επηρεάζουν περισσότερες από 400 πρόσφυγες.
Διευκρινίσεις από το Ελεγκτικό Συνέδριο
Όπως υπενθυμίζει άλλωστε το Ελεγκτικό Συνέδριο σε ανακοίνωσή του, με τις πιλοτικές δίκες όπως οι συγκεκριμένες, επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων.
Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κι άλλοι δικαστές, εισαγγελείς ή μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να διεκδικήσουν την αναδρομική επιστροφή των συντάξεων τους στα επίπεδα του 2012.
Άλλωστε το Ελεγκτικό Συνέδριο υιοθέτησε την απόφαση του Μισθοδικείου του 2021 (υπ. αριθμ. 255/2021) που είχε κρίνει ότι «το Σύνταγμα επιβάλει σταθερή αναλογία των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών».
Συγκεκριμένα, το Μισθοδικείο έκρινε στις εν λόγω αποφάσεις του ότι «η υπαγωγή για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών στη νομοθεσία περί ΕΦΚΑ είναι αντισυνταγματική λόγω του υπερβολικά χαμηλού ποσοστού αναπλήρωσης που προκύπτει και ότι, μετά τη θέση εκποδών ως αντισυνταγματικής της εν λόγω νομοθεσίας, εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών η προϊσχύσασα νομοθεσία».
Να σημειωθεί ότι η μειοψηφία της μείζονος Ολομέλειας έθεσε ως ζήτημα το χρόνο εκτέλεσης της απόφασης. Ειδικότερα, τρία μέλη είχαν την άποψη ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να εφαρμοστούν τουλάχιστον ένα έτος μετά την ημερομηνία δημοσίευση τους, έτσι ώστε να δοθεί το χρονικό περιθώριο στην Κυβέρνηση, για «να δυνηθεί ο νομοθέτης, επανεκτιμώντας τα δημοσιονομικά δεδομένα, να ανεύρει τρόπο συμμόρφωσης με τα κριθέντα, ως προς τις αναδρομικές αξιώσεις».
Μάλιστα, κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, «σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται κατά το Σύνταγμα να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού Δικαστηρίου, που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία. Μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης για επανακανονισμό της σύνταξης δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών. Εφαρμοστέες για τον κανονισμό της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών εκκαλούντος είναι οι προϊσχύσασες του ν. 4387/2016 διατάξεις, ενώ το καταβλητέο ποσό της σύνταξής τους υπόκειται μόνο στις περικοπές και τις κρατήσεις που δεν αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από το εν λόγω ειδικό Δικαστήριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο».