Εξέπληξε τους πάντες το Πεκίνο με τα στοιχεία για την ανάπτυξη το τρίτο τρίμηνο που ανακοίνωσε την περασμένη Τετάρτη. Η κινεζική οικονομία έδειξε ότι «ξαναπαίρνει μπροστά». Δύο ημέρες νωρίτερα, τη Δευτέρα, η Κεντρική Τράπεζα της χώρας ανακοίνωσε νέο πακέτο μέτρων για την τόνωση της ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά. Τα μέτρα ανακοινώθηκαν στον απόηχο της σύλληψης του έως τον περασμένο Μάρτιο κεντρικού τραπεζίτη για διαφθορά και παράνομες δανειοδοτήσεις.
Από τα χρόνια του μεταρρυθμιστή ηγέτη Ντενγκ Ξιαοπίνγκ οι αντιφάσεις κυριαρχούν στην Κίνα. Εν προκειμένω οι εξελίξεις των ημερών επιβεβαιώνουν από τη μια πλευρά την πολιτική βούληση του Πεκίνου για κάθαρση, πάταξη της διαφθοράς και γενικότερα για ένα στενότερο έλεγχο στην οικονομία και από την άλλη την προσπάθεια κυβέρνησης και της νομισματικής αρχής να ανακτήσει η χώρα μια μεταπανδημική σταθερότητα στο οικονομικό επίπεδο, όσο είναι αυτό δυνατόν σε μια διεθνή συγκυρία κατά την οποία τα πάντα (γεωπολιτική, διακρατικές σχέσεις και παγκόσμια ειρήνη) είναι απολύτως ρευστά και υπό διαμόρφωση.
Ξεκινώντας από τα πλέον πρόσφατα, ουδείς αναλυτής σε Δύση και Ανατολή περίμενε να καταγραφεί αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ κατά 4,9% το τρίτο τρίμηνο του έτους σε δωδεκάμηνη βέβαια βάση. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αν συνεκτιμηθεί με το ότι το δεύτερο τρίμηνο η κινεζική ανάπτυξη σε ετήσια βάση είχε καταγραφεί 6,3% και το πρώτο 4,5%, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι πιθανότατα το Πεκίνο θα πετύχει τον προϋπολογισθέντα στόχο για ανάπτυξη 5% εφέτος. Τα νέα για την ανάπτυξη συνοδεύθηκαν από εξίσου καλά νέα για τη βιομηχανική παραγωγή, που αυξήθηκε κατά 4,5% σε ετήσια βάση, για τις λιανικές πωλήσεις που αυξήθηκαν κατά 5,5% και για την ανεργία που υποχώρησε στο 5% το Σεπτέμβριο από 5,2% που ήταν τον Αύγουστο.
Πακτωλός γουάν στην αγορά
Τα στοιχεία της Τετάρτης έδειξαν ότι ο κινεζικός Δράκος (ξανα)βρίσκει τα πατήματά του. Δύο ημέρες νωρίτερα, τη Δευτέρα, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας είχε ανακοινώσει νέα ένεση ρευστότητας 789 δισ. γουάν (108 δισ. δολ.) στη διατραπεζική αγορά για να στηρίξει και το τραπεζικό σύστημα της χώρας και το νόμισμα, που υφίσταται πιέσεις όσο η αμερικανική Fed συνεχίζει την πολιτική αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου – τα ετήσια επιτόκια στη διατραπεζική αγορά της Κίνας διατηρήθηκαν στο 2,50%.
Ειδικότερα, το Ταμείο Μεσοπρόθεσμου Δανεισμού μαζί με τα 500 δισ. γουάν των δανείων που ωριμάζουν θα ρίξει στο τραπεζικό σύστημα επιπλέον 289 δισ. γουάν. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ένεση ρευστότητας που ενορχηστρώνει η Κεντρική Τράπεζα της χώρας την τελευταία τριετία, από την εποχή δηλαδή που ξέσπασε η υγειονομική κρίση η οποία θεωρείται εξάλλου η βασική αιτία της γενικότερης οικονομικής αποσταθεροποίησης της χώρας.
Υπενθυμίζεται ότι η εποχή των διψήφιων ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας είχε τερματιστεί από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Το Πεκίνο είχε καταβάλει προσπάθειες για να το πετύχει αυτό, καθώς με ανάπτυξη 10 και 12% πάλευε διαρκώς με την «υπερθέρμανση» της οικονομίας της χώρας. Για τα κινεζικά δεδομένα η επιθυμητή ανάπτυξη που διατηρεί υγιή την παραγωγική διαδικασία δίχως να εκτινάσσει τον πληθωρισμό κυμαίνεται κατά τους ειδικούς μεταξύ 5% και 7%. Ο στόχος αυτός είχε επιτευχθεί μέχρι να ξεσπάσει η πανδημία που αποσυντόνισε τα πάντα στην Κίνα, κυρίως λόγω της πολιτικής μηδενικής ανοχής στην Covid που εφάρμοσε η νομενκλατούρα του Πεκίνου.
Covid και ευσεβείς πόθοι
Η διετία του «άνοιξε-κλείσε» στην κινεζική οικονομία ανέδειξε εγγενή προβλήματα και αδυναμίες που βρίσκονταν σε καταστολή και τέλος πάντων υπό έλεγχο στη χώρα, όπως το πρόβλημα των ακινήτων που δημιουργούσε διαρκείς πονοκεφάλους και στο τραπεζικό σύστημα που χρηματοδοτεί την οικοδομική δραστηριότητα.
Ταυτόχρονα το Πεκίνο αντιμετώπιζε τις ολοένα και πιο αυστηρές εμπορικές κυρώσεις εκ μέρους των ΗΠΑ, που όπως αποδείχθηκε έχουν ένα διακομματικό χαρακτήρα, αφού συνεχίστηκαν και επιτάθηκαν μετά την εκλογή των Δημοκρατικών του Μπάιντεν. Ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος έπληξε τις εξαγωγές, ενώ τα σκαμπανεβάσματα του ρυθμού ανάπτυξης και της εσωτερικής ζήτησης (ανάλογα με το πανδημικό «άνοιξε-κλείσε») επηρέασαν και την εσωτερική κατανάλωση.
Κάποιοι – πλέον πρόσφατα το αμερικανικό περιοδικό Insider Business – προαναγγέλλουν το «τέλος της κινεζικής κυριαρχίας» (συχνά δίχως να έχουν αποδεχθεί ποτέ την απαρχή της), ενώ αναλύσεις επί αναλύσεων εξηγούν διεξοδικά τον κίνδυνο «ιαπωνοποίησης» της κινεζικής οικονομίας.
Για τον κίνδυνο αυτό κάνει λόγο και ανάλυση του ΔΝΤ, παρά τις προβλέψεις του ίδιου του Ταμείου για ανάκαμψη του δείκτη τιμών καταναλωτή από το 0,66%, που εκτιμάται εφέτος, στο 1,69% το 2024, στο 2,16% το 2025 και στο 2,22% το 2026. Με τη γενικότερη έξαρση των φανατισμών και των δαιμονοποιήσεων όμως, που έχουν επιβάλει πολυποίκιλους κατακερματισμούς στον πλανήτη, συχνά η παρατήρηση νοθεύεται από την επιθυμία. Με αποτέλεσμα πολλά συμπεράσματα να εξάγονται και να διατυπώνονται στη λογική του «να πεθάνουν οι εχθροί μας».
Πηγή ΟΤ