Κυριακή, 24 Νοεμβρίου 2024
9.9 C
Athens

Αυξήσεις τιμών με μισθούς Μνημονίων

Αυξάνονται οι δυσμενείς προβλέψεις- ή ορθότερα οι φόβοι -για επικείμενες αυξήσεις τιμών στα κόστη παραγωγής των ελληνικών επιχειρήσεων καθιστώντας έτσι το χειμώνα ως μία ακόμα σεζόν “στοίχημα” για όλους τους κλάδους.

Οι εκτιμήσεις είναι απογοητευτικές αφού οι εγχώριες επιχειρήσεις για τους επόμενους 12 μήνες σχεδιάζουν νέες αυξήσεις τιμών και μόλις το 10% αναμένει μείωση κόστους.

Οι εξελίξεις έρχονται σε μία συγκυρία ήδη υψηλών τιμών, όπου η πορεία της  οικονομίας, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ανησυχιών για τους πολίτες.

Μολονότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων δείχνει ανησυχία για τις επιπτώσεις στην ανάπτυξή τους, από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος καταναλωτών, τελικά προχωρήσει σε ανατιμήσεις μετακυλίοντας τις τελικές τιμές. Και όλα αυτά, ενώ στην Ελλάδα παρατηρείται ότι το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν.

Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ.

Οι μισθοί ακόμα δεν επέστρεψαν στα χρόνια πριν από την κρίση

Τα «επιδόματα» δεν αποτελούν επιλογή, σύμφωνα με τις μελέτης, για τους εργαζομένους και η πρόσθετη ακρίβεια βγάζει εκ νέου στο προσκήνιο τη μάχη για τις αυξήσεις των αποδοχών.

Το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε σε 16.000 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9%  του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους.

Προσαρμόζοντας τη διαχρονική εξέλιξη του μέσου ονομαστικού μισθού στην Ελλάδα στις μεταβολές του μέσου σταθμισμένου επιπέδου των τιμών,  δηλαδή του πληθωρισμού, καθίσταται ακόμα πιο έκδηλη η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους. Κατά τα οποία έτη ο πληθωρισμός παρέμενε θετικός παρά την πτώση των εισοδημάτων.

Η μετά-κρίση ανάκαμψη των πραγματικών μισθών, σύμφωνα με μελέτη της Eurobank, κορυφώθηκε το 2021 (στο 68,4% του επιπέδου του 2009) και αντιστράφηκε το 2022 με την πτώση των πραγματικών μισθών κατά 5,1% λόγω του υψηλού ρυθμού αύξησης του επιπέδου των τιμών (ΕνΔΤΚ:+9,3%).

Το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο μέσος πραγματικός μισθός ήταν αυξημένος κατά 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022 (+6,6% σε ονομαστικούς όρους).

Ανατιμήσεις σχεδιάζουν οι επιχειρήσεις, τρώνε από τις καταθέσεις οι καταναλωτές

Οι ανοδικές τάσεις στις διεθνείς τιμές, και ειδικά στα εμπορεύματα, προμηνύουν μία πρόσθετη ακρίβεια και οι επιπτώσεις αποτυπώνονται έντονα στους μισθούς.

Σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ το 90% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών διατροφής. Την ίδια στιγμή, το 65% αναφέρει ότι δεν έχει λάβει κάποια αύξηση στο μισθό του, ενώ το 25% ότι εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του -και εξ αυτών το 48% ότι δεν αμείβεται για αυτό.

Η αγωνία για την κατανάλωση και τις εξαγωγές είναι διάχυτη όπου το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι το 30% δηλώνει ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις. Παράλληλα, ένα 37% αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις του, για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών.

Την ίδια ώρα, το 64% των εργαζομένων σημειώνει ότι δεν έλαβε καμία αύξηση στον μισθό του κατά το έτος 2023 και το 34% επισημαίνει ότι έλαβε κάποια αύξηση.

Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που δήλωσαν ότι έλαβαν κάποια αύξηση, είναι αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ο οποίος αυξήθηκε κατά το έτος 2023.

Ως προς το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου, το 43% δηλώνει ότι είναι η αύξηση των μισθών, το 33% η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης, το 24% ο έλεγχος τιμών. Η επιλογή «επιδόματα» δεν επιλέχθηκε από κανέναν ερωτώμενο (0%).

Το 24% δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω από το ωράριο

Το 72% δηλώνει ότι δεν εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του, ενώ το 24% δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω. Το 48% αυτών που αναφέρουν ότι εργάζονται παραπάνω από το κανονικό ωράριό τους δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις υπερωρίες του.

Από την έρευνα της Grant Thornton «Greek Business Pulse» προκύπτει ότι το 54% των επιχειρήσεων θεωρεί, ως μεγαλύτερο εμπόδιο για τις προοπτικές ανάπτυξης, τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις καθώς μειώνουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Άλλο ένα 36% θεωρεί αρκετά σημαντικό το θέμα. Εξαιτίας των προσδοκιών ανόδου στις τιμές πρώτων υλών, οι επιχειρήσεις αναμένουν αύξηση στο κόστος λειτουργίας τους.

  • 6 στους 10 επιχειρηματίες, που συμμετείχαν στην έρευνα της Grant Thornton, περιμένουν αύξηση του κόστους παραγωγής,
  • 2 στους 10 από αυτούς δηλώνουν ότι η αύξηση του κόστους θα υπερβεί το 10%,
  • Το 80% των επιχειρήσεων που αναμένει αύξηση του κόστους παραγωγής, προτίθεται να ενσωματώσει την επιβάρυνση στις τελικές τιμές προϊόντων. Δηλαδή, προτίθεται να προχωρήσει σε διορθωτικές αυξήσεις τιμών, για να συντηρήσει τα περιθώρια κέρδους του.

Μόλις το 27% των επιχειρήσεων προτίθεται να προβεί σε νέες επενδύσεις

Οι έλληνες επιχειρηματίες εμφανίζονται λιγότερο αισιόδοξοι για αύξηση των εξαγωγών (54% έναντι 59% πέρσι αναμένει αύξηση εξαγωγών τους επόμενους 12 μήνες), αναβάλλουν νέες επενδύσεις και επικεντρώνονται στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, επιδιώκοντας να μειώσουν κόστη και να βελτιώσουν την εσωτερική τους λειτουργία.

Πρόκειται για ενδείξεις τάσης αποφυγής ρίσκου, η οποία τεκμηριώνεται και από άλλα στοιχεία, όπως η κατακόρυφη υποχώρηση φέτος του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης, σε σχέση με το 2022.

Η έρευνα καταγράφει υποχώρηση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (50% από 60%) της πρόθεσης χρήσης κινήτρων του αναπτυξιακού νόμου και υποχώρηση 5 ποσοστιαίων μονάδων (48% από 53%) στην πρόθεση χρήσης πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Μόλις το 27% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι προτίθεται να προβεί σε νέες επενδύσεις σε κτήρια και γη (34% πέρσι), ενώ υποχώρηση καταγράφει και η πρόθεση αύξησης δαπανών για ψηφιακό μετασχηματισμό (53% από 61%).

Πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA