Μπορεί η συζήτηση στη Γερμανία γύρω από την οικονομική ανάπτυξη να περιστρέφεται το τελευταίο διάστημα γύρω από τη μείωση του ενεργειακού κόστους μέσω επιδοτήσεων σε βιομηχανίες και επιχειρήσεις.
Όμως για το θέμα δεν υπάρχει σχεδόν ούτε μια λέξη στις 400 και πλέον σελίδες της νέας ετήσιας έκθεσης του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων για την Αξιολόγηση της Συνολικής Οικονομικής Ανάπτυξης.
Λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού, αναφέρουν οι πέντε κορυφαίοι οικονομικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης, η γερμανική οικονομία αναμένεται πράγματι να συρρικνωθεί φέτος κατά 0,4% λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού.
Πρόκειται για εκτίμηση επί τα χείρω, δεδομένου ότι τον Μάρτιο προβλεπόταν ισχνή ανάπτυξη 0,2%.
Για το επόμενο έτος τα πράγματα επίσης δεν προβλέπονται «ρόδινα».
Υπάρχει ωστόσο θετικό πρόσημο, με ανάπτυξη 0,7% σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, 1,3% κατά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που προτιμά να βλέπει το «ποτήρι μισογεμάτο».
Όμως οι βαθύτεροι λόγοι για όλα αυτά αυτά, επισημαίνεται στην έκθεση, είναι μια θεμελιώδης αδυναμία στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας.
Ο τίτλος της έκθεσης είναι τηλεγραφικά κατατοπιστικός: «Ξεπερνώντας την ασθενή ανάπτυξη, επενδύοντας στο μέλλον».
Εξ ου και πέντε μέλη του συμβουλίου επικεντρώνονται περισσότερο σε μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα προβλήματα.
Επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, τη μείωση των επενδύσεων και τη γήρανση της κοινωνίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας.
«Η Γερμανία κατέγραψε τη χαμηλότερη ανάπτυξη όλων των οικονομιών στη ζώνη του ευρώ από την αρχή της πανδημίας του κοροναϊου», υπογραμμίζουν.
«Η οικονομική παραγωγή βρίσκεται επί του παρόντος σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με πριν από σχεδόν τέσσερα χρόνια».
«Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, η οικονομική παραγωγή είναι πιθανό να συρρικνωθεί το τρέχον», παρατηρούν, «και να αναπτυχθεί σημαντικά πιο αργά το επόμενο, από ό,τι τη δεκαετία του 2010».
Όταν η «ατμομηχανή» ξεμένει από… καύσιμα
Εάν δεν ληφθούν μέτρα, προειδοποιεί το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, η χώρα θα πρέπει να προετοιμαστεί για ακόμη πιο αδύναμη ανάπτυξη μακροπρόθεσμα.
Ως βασική αιτία αναφέρουν το γεγονός ότι η λεγόμενη αύξηση του παραγωγικού δυναμικού έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Προειδοποιούν ότι «αν συνεχιστεί η υπάρχουσα δυναμική, μπορεί να αναμένεται δυνητική ανάπτυξη λίγο κάτω από 0,4% ετησίως» για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Ως έχουν δε τα πράγματα, δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι για κλείσιμο της «τρύπας» από την αυτοματοποίηση και την τεχνολογική πρόοδο.
Λόγω της συνεχιζόμενης έλλειψης επενδύσεων υπάρχουν αρκετές παλιές παραγωγικές εγκαταστάσεις, που έχουν μικρότερη απόδοση από τις νέες.
Σε σύγκριση με άλλες χώρες, τονίζεται στην έκθεση, ιδρύονται σχετικά λίγες επιχειρήσεις που «συμβάλλουν σημαντικά στην καινοτομία και στην ανάπτυξη».
Αυτά, ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας και ο μετασχηματισμός της παραγωγής περιγράφεται ως μονόδρομος, λόγω της επικείμενης απεξάρτησης από τον άνθρακα.
Προσώρας όμως, παρά τα υψηλά ποσοστά απασχόλησης, το πραγματικό ΑΠΕ δεν αυξάνεται.
Εν τω μεταξύ η Γερμανία δημογραφικά γερνά.
Όλα αυτά τα εμπόδια «είναι εμφανή εδώ και πολλά χρόνια και δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί επαρκώς», υπογραμμίζουν στην έκθεση οι οικονομολόγοι.
Μέσες-άκρες, μιλούν για έλλειψη μακροπρόθεσμης πολιτικής.
Προς το παρόν, με το βλέμμα στραμμένο στις ευρωεκλογές του Ιουνίου και στην αλματώδη δημοσκοπική άνοδο του ακροδεξιού AfD, η τρικομματική κυβέρνηση Σολτς κάνει στροφή προς μια αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική.
Έπειτα από μια μαραθώνια σύσκεψη με τους πρωθυπουργούς των γερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων, αποφασίστηκε στις αρχές του μήνα η λήψη μέτρων για μείωση της παράτυπης μετανάστευσης.
Για επίσπευση των διαδικασιών ασύλου και των απελάσεων.
Για επιτάχυνση επίσης της ένταξης στην αγορά εργασίας μεταναστών με νομικά ασφαλείς προοπτικές παραμονής.
Κάτι που θα προσθέσει νέα εργατικά χέρια στην ασθμαίνουσα «ατμομηχανή» της Ευρώπης.
Δουλεύοντας μέχρι… τέλους
Τούτων λεχθέντων, οι κορυφαίοι οικονομικοί σύμβουλοι της γερμανικής κυβέρνησης δεν αφήνουν έξω από το «κάδρο» ούτε το συνταξιοδοτικό.
Προειδοποιούν εδώ και χρόνια για αυξανόμενα προβλήματα χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Ήδη υποστηρίζεται με περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Καθώς όμως οδεύουν μαζικά προς τη σύνταξη οι τελευταίες «φουρνιές» της μεταπολεμικής γενιάς των Baby Boomers (σήμερα 57-75 ετών), τα μέλη του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων χτυπούν «καμπανάκι».
Προτείνουν πακέτο μεταρρυθμίσεων, προβλέποντας σε διαφορετική περίπτωση απότομη αύξηση των εισφορών.
Θεωρούν πιθανή μια μελλοντική μείωση συντάξεων για τα υψηλότερα εισοδήματα, πλην όχι ομοφώνως.
Θέτουν ερωτήματα για την ηλικία συνταξιοδότησης, ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Ήδη το όριο αυξάνεται σταδιακά έως το 2031 στα 67 έτη με 40 χρόνια προϋπηρεσίας.
Θα μπορούσε, λένε, για παράδειγμα να ανέβει στα 68 έτη από το 2051 και ενδεχομένως στα 69 μέχρι το 2071.
Ωστόσο ούτε κάτι τέτοιο θα αρκούσε για να καλύψει τις ελλείψεις σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Χρειάζεται, αναφέρουν, στοχευμένη μετανάστευση, αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, κίνητρα για όσους βασίζονται στην πολιτικών παροχών.