Ετήσια πτώση της τάξης του 14% κατέγραψαν στο δεκάμηνο του 2023 οι πωλήσεις νέων δανείων, λόγω της υποχώρησης της ζήτησης από σχεδόν όλες τις κατηγορίες πελατών.
Πρόκειται για μία εξέλιξη που συνδέεται με την άνοδο του κόστους χρήματος στην ευρωζώνη, η οποία κατέστησε πιο ακριβές όλες τις χορηγήσεις στην εγχώρια αγορά, παρά το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα περιόρισαν τα περιθώρια κέρδους τους.
Σύμφωνα με την καταγραφή των νέων χορηγήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στο σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο 6,17% από 3,71% τον Ιούλιο του 2022, πριν ξεκινήσει ο κύκλος αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Δηλαδή το κόστος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 246 μονάδες βάσης έναντι ανόδου των ευρωπαϊκών παρεμβατικών δεικτών κατά 450 μονάδες βάσης το ίδιο διάστημα.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την έλλειψη ορατότητας για την πορεία των επιτοκίων και το κλίμα αβεβαιότητας στην οικονομία, λόγω του ασταθούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος, φαίνεται ότι οδήγησε στην αναβολή σχεδίων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ως αποτέλεσμα, τα νέα τοκοχρεολυτικά δάνεια που συμβασιοποιήθηκαν την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2023, διαμορφώθηκαν στα 14,94 δισ. ευρώ, χαμηλότερα κατά 13,74% ή 2,38 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
Κάμψη στα επιχειρηματικά
Το μεγαλύτερο κομμάτι της πτώσης προέρχεται από την επιχειρηματική πίστη, στην οποία τα νέα δάνεια μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 2,34 δισ. ευρώ.
Όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, πρόκειται για μία φυσιολογική εξέλιξη, λόγω του υψηλού μεριδίου των σχετικών εργασιών στις χρηματοδοτήσεις.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, η υποχώρηση προέρχεται από τις μεγάλες χορηγήσεις, άνω του 1 εκατ. ευρώ.
Ερμηνεύεται δε τόσο από τη στροφή σε ομολογιακές εκδόσεις, όσο και την μείωση της διάθεσης για ανάληψη νέου τραπεζικού χρέους, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων εφέτος.
Αντιθέτως, στα επιχειρηματικά δάνεια έως 250.000 ευρώ, η αξία των νέων συμβάσεων αυξήθηκε κατά 14%, στα 648 εκατ. ευρώ και στις χορηγήσεις από 250.000 έως 1.000.000 ευρώ κατά 6,6% στα 1,04 δισ. ευρώ.
Οι εργασίες λιανικής
Από την άλλη πλευρά, μικτές τάσεις επικράτησαν στη λιανική τραπεζική.
Συγκεκριμένα, ενώ στα καταναλωτικά δάνεια καταγράφηκε ετήσια άνοδος 7%, στα επίπεδα των 1,05 δισ. ευρώ στο δεκάμηνο του 2023, στα στεγαστικά σημειώθηκε πτώση της τάξης του 5% στη ζώνη των 920 εκατ. ευρώ.
Οι βελτιωμένες επιδόσεις στην καταναλωτική πίστη σχετίζονται τόσο με την άνοδο της αγοράς των αυτοκινήτων, όσο και με την αύξηση της ζήτησης για είδη σπιτιού, στο πλαίσιο της ενισχυμένης οικοδομικής δραστηριότητας.
Από την άλλη, η πτώση των χορηγήσεων που χρηματοδοτούν την απόκτηση κατοικιών, αποδίδεται κυρίως στην επιδείνωση της ψυχολογίας των νοικοκυριών λόγω πληθωρισμού και υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού.
Κι αυτό παρ΄ ότι οι τράπεζες αύξησαν σε υποπολλαπλάσιο βαθμό σε σύγκριση με τους διατραπεζικούς δείκτες euribor το κόστος των στεγαστικών δανείων.
Πάντως, τραπεζικά στελέχη υποστηρίζουν ότι η συγκράτηση στις σχετικές πωλήσεις οφείλεται σε αξιοσημείωτο βαθμό και στο υψηλό ποσοστό των συναλλαγών που εξακολουθούν να γίνονται με χρήση ιδίων κεφαλαίων.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, τη διετία 2021 – 2022 το 60% των μεταβιβάσεων πραγματοποιήθηκε χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση, με αποταμιεύσεις των αγοραστών.
Μόνο τυχαία επίσης δεν είναι η μείωση της αξίας των τραπεζογραμματίων που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος κατά 30 δισ. ευρώ σε σχέση με την εποχή των μνημονίων.
Οι προοπτικές του 2024
Για το 2024 οι ίδιοι κύκλοι εκτιμούν ότι οι τάσεις θα αντιστραφούν.
Όπως λένε, η διατήρηση της ανάπτυξης σε υψηλά επίπεδα, η αναμενόμενη συνέχιση των υψηλών πτήσεων στην κτηματαγορά και η διαφαινόμενη αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος, θα οδηγήσουν στην επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης.
Ειδικά για τα στεγαστικά δάνεια τονίζουν ότι τα περιθώρια μεγέθυνσης είναι σημαντικά.
Μπορεί το 2022 να σημειώθηκε υψηλό 8ετίας στις νέες χορηγήσεις, ωστόσο σε απόλυτους αριθμούς η σύγκριση με τα χρυσά χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη καταδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Πέρυσι, οι εκταμιεύσεις έφτασαν τα 1,2 δισ. ευρώ περίπου, ενώ την τετραετία 2005 – 2008 διαμορφώνονταν τουλάχιστον σε αυτό το ύψος σε μηνιαία βάση.
Πηγή: ΟΤ