Μπορεί οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες της Δύσης, Fed, ΕΚΤ και BoE να διατήρησαν αμετάβλητα τα επιτόκια με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων τους στις τελευταίες συνεδριάσεις, ωστόσο οι δηλώσεις με τις οποίες συνόδευσαν τις αποφάσεις τους δεν έδωσαν μια ενιαία και σαφή εικόνα για την πολυαναμενόμενη αντίστροφη πορεία προς τη μείωση των επιτοκίων.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προκάλεσε την Τετάρτη ένα ράλι στα περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου, όταν παράλληλα με τη διατήρηση του βασικού επιτοκίου στο τρέχον εύρος από 5,25% έως 5,5%, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς αποκάλυψε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σχεδιάζουν τουλάχιστον τρεις περικοπές το επόμενο έτος και τέσσερις ακόμη μέσα στο 2025.
Οι αγορές στοιχηματίζουν τώρα σε μια πρώτη μείωση 25 μονάδων βάσης τον Μάρτιο και αναμένουν ότι το επιτόκιο της Fed θα είναι περίπου 150 μονάδες βάσης χαμηλότερο μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, σύμφωνα με το εργαλείο FedWatch του Ομίλου CME, αναφέρει το CNBC.
Αν και οι τρεις περικοπές για τις οποίες ήδη έδωσε σήμα η αμερικανική κεντρική τράπεζα εξακολουθούσαν να υπολείπονται των προσδοκιών της αγορά, παρουσίασε μια απίστευτη έκπληξη που έστειλε τον Dow Jones σε υψηλό ρεκόρ και τις αποδόσεις του 10ετούς των ΗΠΑ να πέφτει κάτω από το 4% για πρώτη φορά από τον Ιούλιο.
Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έφτασε στο 3,1%, υψηλότερο μεν από τον στόχο του 2% της Fed, αλλά μειωμένος σημαντικά από την κορύφωση του 9,1% τον Ιούνιο του 2022.
Ωστόσο, ο δομικός πληθωρισμός επέμεινε στο 4%.
Η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε εξαιρετικά ανθεκτική, με το ΑΕΠ να αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 5,2% το τρίτο τρίμηνο.
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, αναγνώρισε ότι οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν αρχίσει να «εμφανίζονται», ωθώντας αρκετούς οικονομολόγους και μεγάλες τράπεζες να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους για τις επόμενες αποφάσεις της ομοσπονδιακής τράπεζας.
Μεταξύ αυτών, Αμερικανοί οικονομολόγοι της Barclays, οι οποίοι προηγουμένως προέβλεπαν μόνο μία μείωση επιτοκίων τον Δεκέμβριο του 2024, αλλά τώρα αναμένουν τρεις, ξεκινώντας από τον Ιούνιο.
Πιο δύσκολα στο Ηνωμένο Βασίλειο
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όμως, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Τόσο η Τράπεζα της Αγγλίας όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την Πέμπτη εμφανίστηκαν πιο «σφιχτοί» απέναντι στις προσδοκίες της αγοράς, εφιστώντας την προσοχή στις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις και στις αυξήσεις μισθών.
Η Τράπεζα της Αγγλίας διατήρησε το βασικό της επιτόκιο αμετάβλητο στο 5,25%, αλλά δεν άφησε να διαφανεί ούτε υποψία μείωσης, λέγοντας ότι μακριά από το να βάλει στο τραπέζι μειώσεις επιτοκίων. Τουναντίον, ξεκαθάρισε ότι η νομισματική πολιτική «πιθανότατα θα χρειαστεί να παραμείνει περιοριστική για παρατεταμένη χρονική περίοδο».
Ο πληθωρισμός της Βρετανίας υποχώρησε στο 4,6% τον Οκτώβριο, το χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δύο ετών, αλλά πολύ πάνω από τον στόχο του 2% της Τράπεζας. Σε συνδυασμό με την αύξηση των μισθών πάνω από 7% είναι δύσκολο για την κεντρική τράπεζα να αποφασίσει να κάνει το βήμα της νομισματικής χαλάρωσης.
Η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της BOE σημείωσε ότι «οι βασικοί δείκτες του πληθωρισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν αυξημένοι», αν και η αυστηρότερη νομισματική πολιτική οδηγεί σε χαλαρότερη αγορά εργασίας και επιβαρύνει τη δραστηριότητα στην πραγματική οικονομία.
Και πράγματι, το πραγματικό ΑΕΠ παρέμεινε σταθερό το τρίτο τρίμηνο, αλλά η οικονομία συρρικνώθηκε απροσδόκητα κατά 0,3% από μήνα σε μήνα τον Οκτώβριο.
Ο οικονομολόγος Raj Badiani είπε ότι η ψηφοφορία 6-3 υπέρ της διατήρησης των επιτοκίων την Πέμπτη, με τα τρία διαφωνούντα μέλη να τάσσονται υπέρ άλλης μιας αύξησης 25 μονάδων βάσης, δείχνει ότι η MPC δεν είναι ακόμη έτοιμη να εξετάσει το ενδεχόμενο περικοπών επιτοκίων. Ο ίδιος τοποθετεί χρονικά την πρώτη μείωση τον Αύγουστο του 2024, και πάλι με ερωτηματικά.
Η ΕΚΤ θα παραμείνει «αρκετά σφιχτή»
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατήρησε επίσης επιτόκια καθώς αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό και ανακοίνωσε τα σχέδιά της για επιτάχυνση της συρρίκνωσης του ισολογισμού της.
«Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί», ανέφερε η ΕΚΤ στην ανακοίνωσή της.
Την ίδια στιγμή, όμως, στην αναφορά της στον πληθωρισμό, μετέτρεψε την προηγούμενη διατύπωση ότι «αναμένεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό», σε μια πρόβλεψη ότι «θα μειωθεί σταδιακά κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους».
Άλλωστε τα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά: ο ετήσιος πληθωρισμός της ευρωζώνης υποχώρησε από 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 σε 2,4% τον Νοέμβριο, καθιστώντας εφικτό τον στόχο του 2% της ΕΚΤ, παρόλο που αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι οι μισθολογικές πιέσεις και η αστάθεια της αγοράς ενέργειας θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναζωπύρωση.
Αν και υπήρξαν βραχυπρόθεσμες υποβαθμίσεις στις προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, ο δομικός πληθωρισμός του 2025 αναθεωρήθηκε εντυπωσιακά προς τα πάνω.
«Παρά τα επιθετικά μηνύματα στη συνεδρίαση [της Πέμπτης], ο χαμηλότερος από τον αναμενόμενο πληθωρισμός, η στροφή της Fed, καθώς και η άμβλυνση της ρητορικής από ορισμένα εξέχοντα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, έχουν αλλάξει την ισορροπία των κινδύνων γύρω από η πολιτική τροχιά της ΕΚΤ», σχολίασε ο Peter Schaffrik, παγκόσμιος μακροστρατηγός της RBC Capital Markets.
«Ενώ συνεχίζουμε να αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια το 2024, πιστεύουμε ότι οι πιθανότητες κλίνουν τώρα σταθερά προς πιο σύντομες μειώσεις επιτοκίων».
Ωστόσο, τα όσα είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, προκάλεσε διαφορετικές ερμηνείες. Αν και γείωσε τις προσδοκίες της αγοράς για μια πρώτη κίνηση ήδη από τον Μάρτιο, ορισμένοι οικονομολόγοι θεώρησαν ότι το γενικό μήνυμα ανοίγει την πόρτα για μειώσεις επιτοκίων κάποια στιγμή μέσα στο 2024.
«Προφανώς, η δήλωση νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ δεν άλλαξε τη διατύπωση σχετικά με τις προοπτικές των επιτοκίων. Όπως και πριν, η ΕΚΤ δεσμεύτηκε να ορίσει τα επιτόκια σε «επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί», για να διασφαλίσει την επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο του 2%. Συνεχίζουμε να περιμένουμε μια πρώτη μείωση 25 bp το τρίτο τρίμηνο του 2024», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenger, Holger Schmieding.
Πηγή: ΟΤ