Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024
11.9 C
Athens

Ελληνική οικονομία: Τι κρύβεται κάτω από το «χαλί» ανόδου του ελληνικού ΑΕΠ

Μπορεί να παρατηρείται πρόοδος στην ανάκαμψη της οικονομίας, ωστόσο υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα, τα οποία δείχνουν ότι η Ελλάδα – παρά την όποια ανάπτυξη σημειώνεται – απέχει ακόμη πάρα πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άλλωστε, τίθεται και το ερώτημα του κατά πόσο αυτή η ανάπτυξη είναι διατηρήσιμη για τα επόμενα χρόνια, καθότι η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς (και μάλιστα πιο γοργούς) κατά την περίοδο πριν από τος Ολυμπαικούς Αγώνες του 2004 αλλά και μετά. Πάντως, τα εισοδήματα στην χώρα μας εξακολουθούν να απέχουν από την αρχή της κρίσης το 2009.

Το ελληνικό ΑΕΠ ανεβαίνει, ωστόσο υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση που πρέπει να γεφυρωθεί για να καλυφθούν όλες οι απώλειες της παρατεταμένη κρίσης που έπληξε την χώρα μας. Αποτέλεσμα; Η Ελλάδα να βρίσκεται μόνο πάνω από την Βουλγαρία σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και να υστερεί έναντι πολλών χωρών όπως η Πορτογαλία, η Σλοβακία, η Πολωνία, η Ρουμανίες κλπ.

Εισοδήματα και κατανάλωση

Η Ελλάδα απέχει κατά 33 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το 2022, όπως και το 2020 και το 2021, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία κατέγραψαν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, 156% και 135% αντίστοιχα πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Μετά το Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία ακολουθεί η Δανία (36% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.), η Ολλανδία (30% πάνω), η Αυστρία (24% πάνω) και το Βέλγιο (20% πάνω).

Αρνητική κατάταξη και στην ατομική κατανάλωση (AIC) για την Ελλάδα το 2022, αφού κατατάχτηκε στην 25η θέση πανευρωπαϊκά μαζί με την Εσθονία και 22 μονάδες κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Τα χαμηλότερα επίπεδα ατομικής κατανάλωσης AIC καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (31% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.), στην Ουγγαρία (29% κάτω), στην Κροατία και Λετονία (και οι δύο 24% κάτω), στη Σλοβακία (23% κάτω) και στην Ελλάδα και Εσθονία (22% κάτω).

Ανεργία και Απσχόληση

Την ίδια στιγμή, η ανεργία μειώνεται στην Ελλάδα, όμως η χώρα παραμένει στη 2η χειρότερη θέση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την Ισπανία, ενώ κάτι αντίστοιχο ισχύει και στην απασχόληση, μετά τη γειτονική Ιταλία. Υπενθυμίζεται ότι αρκούσε μόλις μια τετραετία -από το 2009 έως το 2013- για να φθάσει το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας από μονοψήφιο ποσοστό στο δυσθεώρητο 28,1% και συνολικά 14 δύσκολα χρόνια για να φθάσει μόλις τον περυσινό Οκτώβριο στο 9,6%, κάτω από το «ψυχολογικό» ότι του 10%.

Οπως επισημαίνει μάλιστα πρόσφατη έκθεση της Alpha Bank, παρά την τάση δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας που υπαγορεύεται από την ισχυρή δυναμική των επενδύσεων, το ποσοστό της ανεργίας προσεγγίζει το φυσικό του επίπεδο, δηλαδή εκείνο που οφείλεται στη διαρθρωτική ανεργία και όχι σε διαταραχές του οικονομικού κύκλου.

Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, καθότι για να συνεχιστεί η μείωση της ανεργίας χρειάζεται να αντιμετωπιστούν πολλά προβλήματα της αγοράς εργασίας, προβλέποντας πως η μείωση της ανεργίας θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη.

Παράλληλα, η εικόνα της απασχόλησης στη χώρα μας δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού. Αφενός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, στα 4,257 εκατ. άτομα, αφετέρου είναι σημαντικά μειωμένη, κατά περίπου 300.000 εργαζομένους, σε σχέση με τον αριθμό των 4,551 εκατ. κατά τον Αύγουστο του 2009.

Υπολείπονται κατά 23,9% οι μισθοί σε σχέση με το 2009

Ζητούμενο παραμένει και η αύξηση των μισθών, με την κυβέρνηση να έχει υποσχεθεί ότι ο μέσος μισθός θα βρεθεί στα 1.500 ευρώ μέχρι το τέλος της κυβερνητικής θητείας. Πέραν του ότι μια οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να…διατάξει την άνοδο των μισθών, στην παρούσα φάση, οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χειρότεροι σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16,0 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9%  του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους.

Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα €32,3 χιλ. Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (ΕΖ-20), όπου ό μέσος μισθός ήταν στα €35,2 χιλ., η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση.

Αγοραστική δύναμη

Παρατηρείται ότι το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της ΕΖ-20 και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην ΕΖ-20 και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ.

Η παραγωγικότητα

Την ίδια ώρα καταγράφεται πως τόσο η παραγωγικότητα της εργασίας όσο και οι πραγματικοί μισθοί σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες σημείωσαν αξιοσημείωτη άνοδο το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000. Με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η παραγωγικότητα υπέστη ισχυρό πλήγμα, συμπαρασέρνοντας και τους πραγματικούς μισθούς.

Ενώ όμως στην ΕΖ-20, ανέκαμψε σταδιακά τα μετέπειτα χρόνια, με τους μισθούς να ακολουθούν, στην Ελλάδα που βρισκόταν στην περιδίνηση της δεκαετούς κρίσης χρέους, με υποεπένδυση και έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλής παραγωγικότητας, υπέστη κατάρρευση: το 2019 η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά απασχολούμενο ήταν χαμηλότερη κατά 18,3% σε σχέση με το 2009, ενώ στην ΕΖ-20 είχε αυξηθεί κατά 7,9%.

Μετά τo πλήγμα λόγω της πανδημίας COVID-19, η παραγωγικότητα στη χώρα μας ανέκαμψε, αλλά οι πραγματικοί μισθοί, ελέω της προαναφερθείσας (αναμενόμενης) υστέρησης αλλά και της πληθωριστικής διαταραχής, δεν ακολούθησαν: η παραγωγικότητα της εργασίας το 2022 ήταν αυξημένη κατά 2,6%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν μειωμένοι 1,8% σε σχέση με το 2019. Παρόμοια ήταν και η εικόνα στην ΕΖ-20 (+0,6% και -2,5%  αντίστοιχα).

Φτωχοποίηση

Παράλληλα, παρά τις οριακές βελτιώσεις, παραμένει ένα επίπεδο εκτεταμένης φτωχοποίησης στην Ελλάδα, την ώρα που οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται, πλήττοντας ακόμη περισσότερο τα νοικοκυριά. Η Ελλάδα είναι είτε πρώτη είτε συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις σε όλους ανεξαιρέτως τους δείκτες φτώχειας, υλικής στέρησης και κοινωνικής δυστυχίας στην Ε.Ε. των 27, με την όποια πρόοδο να είναι εξαιρετικά αργή. Άλλωστε, σύμφωνα με τη Eurostat, 7 στους 10 πολίτες νιώθουν πως είναι φτωχοί.

Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο στην Ε.Ε. (81,6%) -δηλαδή μόνο με απολυτήριο Γυμνασίου- που θεωρούνται φτωχά. Ακολουθούν η Βουλγαρία (67,9%) και η Σλοβακία (53,3%). Τα χαμηλότερα νούμερα καταγράφονται στη Φινλανδία (7,3%), στο Λουξεμβούργο (10%) και στη Σουηδία (11,3%). Λιγότερο από ένας στους τρεις Ευρωπαίους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο θεωρείται υποκειμενικά φτωχός το 2022, έναντι τεσσάρων στους πέντε Ελληνες.

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της μελέτης είναι πως στην Ελλάδα καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. ατόμων με μεσαίο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο που θεωρούνται υποκειμενικά φτωχά, με ποσοστά 70% και 49% αντιστοίχως.

Επενδυτικό και παραγωγικό κενό

Παράλληλα, παραμένει ως πρόβλημα για τη χώρα τόσο το επενδυτικό κενό όσο και το αντίστοιχο σε σχέση με την παραγωγικότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι επενδύσεις στην Ελλάδα φτάνουν το 13,7%, απέχοντας 9 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα σε ότι αφορά το κενό στην παραγωγικότητα, καθότι σχετική μελέτη του ΚΕΠΕ, δείχνει πως η ελληνική παραγωγικότητα είναι στο 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Για αυτό, σημαντικό ζήτημα αποτελούν οι επενδύσεις. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει θέσει έναν μεγαλεπήβολο στόχο για επενδυτικές δαπάνες 12,17 δισ. ευρώ το 2024, σε επίπεδα δηλαδή πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία ακόμα και τον καιρό πριν από τα μνημόνια. Σύμφωνα με το κείμενο του προϋπολογισμού, οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν κατά περισσότερο από 15% και την επόμενη χρονιά. Αποτελεί έναν από τους πλέον υπεραισιόδοξους στόχους της επόμενης χρονιάς.

Πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA