Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024
19.7 C
Athens

Ποιες χώρες θέλουν να γίνουν οικονομικές υπερδυνάμεις;

Νέες οικονομικές δυνάμεις πρόκειται να αναδειχθούν στον παγκόσμιο χάρτη τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2050, με χώρες όπως η Κίνα και η Ινδονησία, αλλά και η Χιλή και η Μαλαισία να δίνουν μάχη για μια θέση σε αυτόν.

Ο Ναρέντρα Μόντι, ο πρωθυπουργός της Ινδίας, έχει στοχοθετήσει την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας σε επίπεδα πάνω από το κατώφλι του υψηλού εισοδήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας τρία χρόνια νωρίτερα από το 2050.

Οι ηγέτες της Ινδονησίας εκτιμούν ότι έχουν περιθώριο μέχρι τα μέσα του αιώνα (όταν ο γηράσκων πληθυσμός θα αρχίσει να καθυστερεί την ανάπτυξη) για να καλύψουν τη διαφορά με τις πλούσιες χώρες.

Για το 2050 είναι επίσης προγραμματισμένη ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Ο διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας θέλει να μετατρέψει τη χώρα του από παραγωγό πετρελαίου σε μια διαφοροποιημένη οικονομία.

Άλλες μικρότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Χιλής, της Αιθιοπίας και της Μαλαισίας, έχουν αντίστοιχα δικά τους προγράμματα, τα οποία μπορεί να ποικίλλουν, αλλά έχουν ως κοινό παρονομαστή την υψηλή φιλοδοξία.

Οι αξιωματούχοι της Ινδίας υπολογίζουν ότι για την επίτευξη του στόχου που έχει θέσει η κυβέρνηση Μόντι θα χρειαστεί ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 8% ή 1,5 ποσοστιαία μονάδα περισσότερο από ό,τι πέτυχε η χώρα κατά μέσο όρο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Η Ινδονησία θα χρειαστεί ανάπτυξη 7% ετησίως, έναντι μέσου όρου 4,6% την ίδια περίοδο.

Η μη πετρελαϊκή οικονομία της Σαουδικής Αραβίας θα πρέπει να αναπτύσσεται κατά 9% ετησίως, από 2,8% κατά μέσο όρο.

Αν και το 2023 ήταν μια καλή χρονιά και για τις τρεις χώρες, καμία δεν πέτυχε αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ, όπως επισημαίνει ο Economist, καμία χώρα δεν γνώρισε ανάπτυξη με αυτόν τον ρυθμό.

Πολύ λίγες χώρες έχουν διατηρήσει τέτοια ανάπτυξη για πέντε χρόνια, πόσο μάλλον για τριάντα. Ούτε υπάρχει κάποια συνταγή για απρόσμενη ανάπτυξη.

Οι δοκιμασμένες «συνταγές»

Για να τονωθεί η οικονομική ευημερία, οι οικονομολόγοι συνήθως συστήνουν «συνταγές» σε φιλελεύθερη κατεύθυνση, που κατόπιν συστάσεων από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα έχουν δοκιμαστεί από τη δεκαετία του 1980.

Μεταξύ αυτών που υιοθετήθηκαν ευρέως είναι οι «νηφάλιες» δημοσιονομικές πολιτικές και οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Οι σύγχρονοι τεχνοκράτες προτείνουν χαλαρότερους κανόνες ανταγωνισμού και ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, εκτιμούν οικονομολόγοι, αυτές οι προτάσεις αφορούν τελικά την άρση των φραγμών για την ανάπτυξη και όχι τη δυναμική ώθηση της οικονομίας.

Ο William Easterly του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης υπολόγισε ότι, ακόμη και μεταξύ των 52 χωρών που είχαν πολιτικές πιο συνεπείς προς τις συστάσεις των διεθνών οργανισμών, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο μόνο 2% ετησίως από το 1980 έως το 1998. Πολύ μικρό ποσοστό για τους φιλόδοξους στόχους του Μόντι και του πρίγκιπα Muhammad.

Ο στόχος είναι να επιτευχθεί η μετεωρική ανάπτυξη που κατάφεραν οι χώρες της Ανατολικής Ασίας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Η αλληλουχία έχει ως εξής: Καθώς η παγκοσμιοποίηση εξαπλώθηκε, αξιοποίησαν στο έπακρο το μεγάλο, φθηνό και χαμηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό, «στριμώχνοντας» τις αγορές αυτοκινήτων (Ιαπωνία), ηλεκτρονικών ειδών (Νότια Κορέα) και φαρμακευτικών προϊόντων (Σιγκαπούρη).

Οι βιομηχανίες χτίστηκαν πίσω από προστατευτικά τείχη, που περιόριζαν τις εισαγωγές, και στη συνέχεια ευδοκίμησαν όταν ενθαρρύνθηκε το διεθνές εμπόριο.

Οι ξένες εταιρείες έφεραν αργότερα την τεχνογνωσία και το κεφάλαιο που απαιτούνταν για την παραγωγή πιο περίπλοκων και κερδοφόρων προϊόντων, αυξάνοντας την παραγωγικότητα.

Μικρή έκπληξη, λοιπόν, προκαλεί το γεγονός ότι οι ηγέτες σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο παραμένουν θιασώτες της βιομηχανίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2015 ο ινδός πρωθυπουργός ανακοίνωσε σχέδια για αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στο ινδικό ΑΕΠ σε 25%, από 16%. «Πουλήστε οπουδήποτε, αλλά φτιάξτε στην Ινδία», προέτρεψε τους επιχειρηματίες.

Η Καμπότζη ελπίζει να διπλασιάσει τις εξαγωγές των εργοστασίων της, εξαιρουμένων των ειδών ένδυσης, έως το 2025.

Η Κένυα έχει στόχο να αυξηθεί ο μεταποιητικός τομέας της κατά 15% ετησίως.

Η εκβιομηχάνιση έχει αλλάξει χαρακτηριστικά

Σε όλα αυτά υπάρχει ένα εμπόδιο. Η εκβιομηχάνιση είναι πιο δύσκολη υπόθεση σε σύγκριση με 40 ή 50 χρόνια πίσω. Οι τεχνολογικές εξελίξεις σημαίνουν ότι χρειάζονται λιγότεροι εργάτες από ποτέ για να παραχθεί, για παράδειγμα, ένα ζευγάρι κάλτσες. Ενδεικτικά, στην Ινδία απαιτήθηκαν πέντε φορές λιγότεροι εργάτες για τη λειτουργία ενός εργοστασίου το 2007 από ό,τι το 1980.

Σε όλον τον κόσμο, η βιομηχανία λειτουργεί πλέον με δεξιότητες και κεφάλαιο, που έχουν σε αφθονία οι πλούσιες χώρες, και λιγότερο με εργατικό δυναμικό, πράγμα που σημαίνει ότι ένα μεγάλο, φθηνό εργατικό δυναμικό δεν προσφέρει μεγάλη ώθηση  στην ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, ο Μόντι και άλλοι έχουν ένα νέο πλάνο: να ενισχύσουν τη βιομηχανία αιχμής. Γιατί να μπεις στον κόπο να ράψεις κάλτσες όταν μπορείς να χαράξεις ημιαγωγούς, γράφει ο Economist.

Την ίδια στιγμή, για την κυβέρνηση της Ινδίας, είναι πρωταρχικής σημασίας η εγχώρια απορρόφηση προϊόντων “made in India”. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά καιρούς έχουν απαγορευτεί εισαγωγές σε μια σειρά αγαθών.

Την ίδια στιγμή, παρέχονται φορολογικές ελαφρύνσεις για κάθε υπολογιστή ή πύραυλο που κατασκευάζεται στην Ινδία, καθώς και για άλλα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.

Ομοίως, η Μαλαισία δίνει κίνητρα σε εταιρείες δημιουργίας cloud computing και ενισχύσεις για τη δημιουργία εργοαστασίων στη χώρα.

Η Κένυα κατασκευάζει πέντε αφορολόγητα βιομηχανικά πάρκα, τα οποία θα είναι έτοιμα το 2030 και έχει σχέδια για άλλα 20.

Μια καθόλου ευκαταφρόνητη παράμετρος σε όλα αυτά είναι το γεγονός ότι πολυεθνικές εταιρείες που επιδιώκουν να διαφοροποιηθούν από την Κίνα έχουν δελεαστεί από το χαμηλό κόστος, τις επιδοτήσεις για τη μεταποίηση υψηλής τεχνολογίας και τις κρατικές επενδύσεις σε άλλες χώρες.

Αλλού, όμως, τα πράγματα αποδεικνύονται πιο δύσκολα. Στην Ινδία, η μεταποίηση παρέμεινε σταθερή ως ποσοστό του ΑΕΠ – ο Μόντι δεν πρόκειται να πετύχει τον στόχο του 25% μέχρι το επόμενο έτος. Μεγάλα ονόματα όπως η Apple και η Tesla έχουν επενδύσει σε ένα – δυο εργοστάσια, αλλά δεν φαίνονται πρόθυμα να βάλουν τα ποσά που έβαζαν κάποτε στην Κίνα, με τις καλύτερες υποδομές και το πιο μορφωμένο εργατικό δυναμικό.

Ο Economist, δε, εντοπίζει ακόμη τον κίνδυνο λανθασμένων επενδύσεων στην προσπάθεια ορισμένων χωρών, όπως της Ινδίας ή της Ινδονησίας, να πετύχουν και ισχυρότερη γεωπολιτική θέση μέσω της οικονομικής ανάπτυξης.

Άλλες χώρες δοκιμάζουν μια άλλη προσέγγιση: να προσελκύσουν βιομηχανίες που χρησιμοποιούν τους φυσικούς τους πόρους, ειδικά τα μέταλλα και τα ορυκτά που τροφοδοτούν την πράσινη μετάβαση. Οι κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική είναι πρόθυμες να το κάνουν.

Το ίδιο και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και η Ζιμπάμπουε. Αλλά η Ινδονησία πρωτοστατεί, και το κάνει με εντυπωσιακό τρόπο. Από το 2020 η χώρα έχει απαγορεύσει τις εξαγωγές βωξίτη και νικελίου, που αποτελούν το 7% και το 22% της παγκόσμιας προσφοράς.

Οι αξιωματούχοι προσδοκούν ότι με αυτόν τον τρόπο θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον εταιρειών εξόρυξης. Στη συνέχεια, θέλουν να επαναλάβουν την ίδια τακτική, πείθοντας κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας να ακολουθήσει, έως ότου τα πάντα θα κατασκευάζονται στην Ινδονησία από ντόπιους εργάτες, από εξαρτήματα μπαταρίας έως ανεμογεννήτριες.

Παρέχονται επίσης και μια σειρά άλλα κίνητρα από μετρητά μέχρι διάφορες διευκολύνσεις όπως η χρηματοδότηση για τουλάχιστον 27 βιομηχανικά πάρκα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Άλλες χώρες προσφέρουν επίσης κίνητρα. Για παράδειγμα, οι εταιρείες που θέλουν να εγκαταστήσουν ηλιακούς συλλέκτες στη Βραζιλία θα επιδοτηθούν, η Βολιβία εθνικοποίησε τη βιομηχανία λιθίου της, αλλά οι νέοι κρατικοί όμιλοί της της θα έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν κοινοπραξίες με κινεζικές εταιρείες.

Την ίδια στιγμή, οι ωφελούμενες από ορυκτά καύσιμα χώρες  επιχειρούν μια άλλη στρατηγική συνολικά: να επανεφεύρουν το entrepot. Ο Κόλπος θέλει να είναι παρών στις μεγάλες business όλου του κόσμου, ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες στο εμπόριο από όλες τις γωνιές του πλανήτη και παρέχοντας καταφύγιο από τις γεωπολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα μεταξύ Αμερικής και Κίνας. Και, προς αυτή την κατεύθυνση έχουν κινηθεί πολλές χώρες της περιοχής ρίχνοντας πολύ κρατικό χρήμα.

Ένα πράγμα είναι ήδη οδυνηρά ξεκάθαρο: Ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει ακόμη απογειωθεί στον Κόλπο. Σχεδόν το 80% της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης εκτός πετρελαίου τα τελευταία πέντε χρόνια στη Σαουδική Αραβία προήλθε από τις κρατικές δαπάνες.

Ποιοι θα τερματίσουν στην κούρσα

Λίγες χώρες θα φτάσουν στο καθεστώς υψηλού εισοδήματος.

Ίσως οι δαπάνες των ΗΑΕ για την τεχνητή νοημοσύνη να αποδώσουν.

Ίσως η νέα τεχνολογία κάνει τον κόσμο να εξαρτάται περισσότερο από το νικέλιο, προς όφελος της Ινδονησίας.

Ο πληθυσμός της Ινδίας είναι πολύ νέος για να μείνει εντελώς στάσιμη η ανάπτυξη.

Όμως, οι τρεις στρατηγικές που εφαρμόζουν οι χώρες που θέλουν να πλουτίσουν –το άλμα στην κατασκευή υψηλής τεχνολογίας, η εκμετάλλευση της πράσινης μετάβασης και η επανεφεύρεση του entrepot– αποτελούν στοιχήματα, και μάλιστα ακριβά.

Ακόμη και σε αυτό το πρώιμο στάδιο, μπορούν να αντληθούν μερικά μαθήματα, υποστηρίζουν οι αναλυτές.

Το πρώτο είναι ότι το κράτος είναι πλέον πολύ πιο ενεργό στην οικονομική ανάπτυξη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή τις τελευταίες δεκαετίες. Κατά κάποιον τρόπο, μια οικονομία πρέπει να εξελιχθεί από την αγροτική φτώχεια σε διαφοροποιημένες βιομηχανίες που μπορούν να σταθούν απέναντι σε ανταγωνιστές που βρίσκονται σε χώρες που ήταν πλούσιες εδώ και αιώνες.

Για να γίνει αυτό απαιτείται υποδομή, έρευνα και κρατική εμπειρογνωμοσύνη. Μπορεί επίσης να απαιτεί δανεισμό με επιτόκια χαμηλότερα της αγοράς.

Αυτό σημαίνει ότι μια ορισμένη συμμετοχή του κράτους είναι αναπόφευκτη και ότι οι κυβερνώντες θα πρέπει να επιλέξουν κάποιους νικητές.

Σε κάθε περίπτωση, οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν τώρα πολύ περισσότερο από ό,τι πριν, με τις προηγούμενες νουθεσίες ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας να φαίνονται παρωχημένες.

Σήμερα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στον αναπτυσσόμενο κόσμο παίρνουν στοιχεία από την Κίνα και τη Νότια Κορέα.

Το δεύτερο είναι ότι το διακύβευμα είναι μεγάλο. Οι περισσότερες χώρες έχουν χάσει τεράστια ποσά στον δρόμο που επέλεξαν.

Για τις μικρότερες, όπως η Καμπότζη ή η Κένυα, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια οικονομική κρίση εάν τα πράγματα πάνε στραβά.

Στην Αιθιοπία, αυτό έχει ήδη συμβεί, με τη χρεοκοπία να συνοδεύεται από εμφύλιο πόλεμο.

Ακόμη και μεγαλύτερες χώρες, όπως η Ινδία και η Ινδονησία, δεν θα μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα δεύτερο «μαχαίρι» στην ανάπτυξη. Ο λογαριασμός μια αποτυχίας και το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού θα τους αφήσουν χωρίς να μην έχουν δημοσιονομικό χώρο.

Οι πλουσιότερες χώρες έχουν περιορισμούς και από έναν άλλο παράγοντα: τον χρόνο. Η Σαουδική Αραβία πρέπει να αναπτυχθεί πριν μειωθεί η ζήτηση για το πετρέλαιό της, διαφορετικά θα υπάρχουν λίγοι τρόποι για να συντηρήσει τους πολίτες της.

Το τρίτο δίδαγμα είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσονται οι χώρες αλλάζει.

Σύμφωνα με την εργασία του κ. Rodrik, η μεταποίηση ήταν ο μόνος τομέας όπου οι φτωχές χώρες βελτιώνουν την παραγωγικότητά τους με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι οι πλούσιες χώρες και έτσι καλύπτουν τη διαφορά.

Η σύγχρονη βιομηχανία μπορεί να μην προσφέρει το ίδιο όφελος.

Αντί να αφιερώνουν χρόνο προσπαθώντας να κάνουν τις εργοστασιακές διαδικασίες πιο αποτελεσματικές, οι εργαζόμενοι σε χώρες που προσπαθούν να πλουτίσουν εξορύσσουν ολοένα και περισσότερο πράσινα μέταλλα (εργάζονται σε μια βιομηχανία με διαβόητα χαμηλή παραγωγικότητα), εξυπηρετούν τουρίστες (άλλος κλάδος χαμηλής παραγωγικότητας) και συναρμολογούν ηλεκτρονικά είδη (αντί να παράγουν πιο σύνθετα εξαρτήματα).

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η κούρσα προς την ευημερία και την οικονομική παντοδυναμία τον 21ο αιώνα θα είναι πιο εξαντλητική από εκείνη του 20ου αιώνα.

Πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA