Εκατοντάδες τρακτέρ «έπνιξαν» το κέντρο των Βρυξελλών την Πέμπτη, ενώ εξαγριωμένοι αγρότες πέταξαν αυγά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Και παρότι η γεωργία δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη της Συνόδου Κορυφής των ηγετών της ΕΕ, που πραγματοποιήθηκε λίγο πιο πάνω, οι πολιτικοί μπορεί να βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να διαπιστώσουν ότι αγνοούν τα αιτήματα του αγροτικού κλάδου με μεγάλο ρίσκο για… τη δική τους επιβίωση, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Guardian.
Τι κρύβεται, όμως, πίσω από τις διαμαρτυρίες των αγροτών που σαρώνουν την Ευρώπη εδώ και μήνες σε Ελλάδα, Γερμανία, Πορτογαλία, Πολωνία και στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε αυτή την εβδομάδα από τον αποκλεισμό των αυτοκινητοδρόμων του Παρισιού.
Ορισμένες ανησυχίες, όπως το σχέδιο του Βερολίνου να καταργήσει σταδιακά τις φορολογικές ελαφρύνσεις στο γεωργικό ντίζελ για την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού, ή η απαίτηση στην Ολλανδία να μειωθούν οι εκπομπές αζώτου, είναι ειδικές για κάθε χώρα. Πολλές όμως είναι κοινές σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Οι αγρότες αντιμετωπίζουν πτώση των τιμών πώλησης, αύξηση του κόστους, βαριές ρυθμίσεις, ισχυρούς και κυρίαρχους λιανοπωλητές, χρέος, κλιματική αλλαγή και φθηνές εισαγωγές από το εξωτερικό – και όλα αυτά, στο πλαίσιο ενός γεωργικού συστήματος της ΕΕ που βασίζεται στην παραδοχή ότι «το μεγαλύτερο είναι καλύτερο».
Το κόστος αυξάνεται, οι τιμές μειώνονται
Το κόστος για τους αγρότες – κυρίως για ενέργεια, λιπάσματα και μεταφορές – έχει αυξηθεί σε πολλές χώρες της ΕΕ, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις και οι έμποροι λιανικής πώλησης, έχοντας υπόψη τους τις επιπτώσεις της κρίσης του κόστους ζωής στους καταναλωτές, έχουν προχωρήσει σε κάποιες μειώσεις στις τιμές των τροφίμων, που εξακολουθούν, ωστόσο, να καλπάζουν – ειδικά στην Ελλάδα.
Οι τιμές παραγωγού – η βασική τιμή που λαμβάνουν οι αγρότες για τα προϊόντα τους – μειώθηκαν κατά σχεδόν 9% κατά μέσο όρο μεταξύ του τρίτου τριμήνου του 2022 και της ίδιας περιόδου πέρυσι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που αναλύθηκαν από το Politico, με λίγα μόνο προϊόντα – συμπεριλαμβανομένου του ελαιολάδου, που πλήττεται από ελλείψεις – να αντιστρατεύονται τη γενική τάση.
Οι εισαγωγές είναι επίσης ένας βραχνάς, ιδίως στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όπου μια «πλημμύρα» φθηνών γεωργικών προϊόντων από την Ουκρανία – για τα οποία η ΕΕ κατάργησε τις ποσοστώσεις και τους δασμούς μετά την εισβολή της Ρωσίας – έχει συμπιέσει τις τιμές και έχει αυξήσει τη δυσαρέσκεια για αθέμιτο ανταγωνισμό.
«Να φύγουν τα ουκρανικά σιτηρά από την Ευρώπη»
Οι Πολωνοί αγρότες άρχισαν να αποκλείουν δρόμους από την Ουκρανία σε ένδειξη διαμαρτυρίας ήδη από την περασμένη άνοιξη, και παρόλο που οι Βρυξέλλες επέβαλαν σύντομα περιορισμούς στις εξαγωγές του Κιέβου προς τους κοντινούς του γείτονες, μόλις έληξαν οι περιορισμοί, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία ανακοίνωσαν ο καθένας τους δικούς του.
«Τα ουκρανικά σιτηρά πρέπει να πάνε εκεί όπου ανήκουν, στις ασιατικές ή αφρικανικές αγορές, όχι στην Ευρώπη», δήλωσε τον περασμένο μήνα το συνδικάτο των Πολωνών αγροτών.
Σε άλλες χώρες στην Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία, οι φθηνές εισαγωγές από μακρινές περιοχές αποτελούν πηγή αυξανόμενης οργής. Η εισαγωγή προϊόντων από χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία και η Χιλή προκαλούν οργή, επειδή δεν χρειάζεται να συμμορφώνονται με τους ίδιους αυστηρούς κανονισμούς όπως οι αγρότες της ΕΕ.
Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας ευρείας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και του εμπορικού μπλοκ «Mercosur» της Νότιας Αμερικής αποτέλεσαν στόχο μεγάλης αγανάκτησης, με τους Ευρωπαίους αγρότες να είναι δυσαρεστημένοι με την προοπτική αθέμιτου ανταγωνισμού στη ζάχαρη, τα σιτηρά και το κρέας.
Αύξηση της θερμοκρασίας, αύξηση και των εντάσεων
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή επηρεάζουν όλο και περισσότερο την παραγωγή: ορισμένοι ταμιευτήρες νερού στη νότια Ισπανία έχουν χωρητικότητα μόνο 4%, ενώ οι πυρκαγιές κατέστρεψαν πέρυσι περίπου το 20% των ετήσιων εσόδων των ελληνικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
Η Νότια Ευρώπη έχει δει μέχρι στιγμής σχετικά λίγες διαμαρτυρίες, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει καθώς οι κυβερνήσεις, ιδίως στην Ισπανία και την Πορτογαλία, εξετάζουν έκτακτους περιορισμούς νερού εν μέσω ξηρασίας ρεκόρ.
Παράλληλα, στην Ελλάδα τα μέτρα που ανακοίνωσε την Παρασκευή ο Κυριάκος Μητσοτάκης… επεστράφησαν ως απαράδεκτα από τους αγρότες, που τα θεωρούν «ασπιρίνες» για τον πονοκέφαλο, ενώ οι ίδιοι καταγγέλλουν πως απειλούνται με εξόντωση.
Ευρύτερα, πέρα από το γεγονός ότι οι αγρότες αισθάνονται πως καταδιώκονται από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, που γνωρίζει ελάχιστα για τις δραστηριότητές τους, πολλοί παραπονιούνται ότι αισθάνονται παγιδευμένοι ανάμεσα στις προφανώς δίκαιες απαιτήσεις του κοινού για φθηνά τρόφιμα και στις φιλικές προς το κλίμα διαδικασίες της «περίφημης» πράσινης μετάβασης των κυβερνήσεων.
Η ΚΑΠ το «κερασάκι στην τούρτα»
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), το σύστημα επιδοτήσεων ύψους 55 δισ. ευρώ ετησίως, στο οποίο στηρίζεται η επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης για περισσότερα από 60 χρόνια, έχει ιστορικά βασιστεί στην οικονομία κλίμακας: μεγαλύτερες εκτάσεις γης, μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις, κοινά πρότυπα.
Αυτό ενθάρρυνε την ενοποίηση – ο αριθμός των αγροκτημάτων στην ΕΕ έχει μειωθεί κατά περισσότερο από το ένα τρίτο από το 2005 – αφήνοντας πολλές μεγάλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις με υψηλά επίπεδα χρέους, σε μια επιχείρηση που έχει εξ ορισμού χαμηλό περιθώριο κέρδους, και τις μικρότερες όλο και λιγότερο ανταγωνιστικές.
Πιο πρόσφατα, ο αγροτικός τομέας, ο οποίος ευθύνεται για το 11% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ, ανησυχεί όλο και περισσότερο από τους κανόνες της στρατηγικής της ΕΕ «από το αγρόκτημα στο πιρούνι», που αποτελεί μέρος της βασικής ευρωπαϊκής «πράσινης» συμφωνίας, με στόχο να καταστεί το μπλοκ κλιματικά ουδέτερο έως το 2050.
Οι στόχοι περιλαμβάνουν τη μείωση των φυτοφαρμάκων στο μισό μέχρι το 2030, τη μείωση της χρήσης λιπασμάτων κατά 20%, την αφιέρωση περισσότερης γης σε μη γεωργική χρήση – για παράδειγμα, αφήνοντάς την σε αγρανάπαυση ή φυτεύοντας μη παραγωγικά δέντρα – και τον διπλασιασμό της βιολογικής παραγωγής στο 25% του συνόλου των γεωργικών εκτάσεων της ΕΕ.
Πολλοί αγρότες παραπονιούνται ήδη ότι οι υφιστάμενοι κανόνες της ΕΕ, σε τομείς όπως η άρδευση και η καλή μεταχείριση των ζώων, ερμηνεύονται υπερβολικά αυστηρά, ενώ υποστηρίζουν ότι οι επερχόμενες πράσινες πολιτικές είναι άδικες, μη ρεαλιστικές, οικονομικά μη βιώσιμες και τελικά θα είναι αυτοκαταστροφικές.
Τι κάνουν οι πολιτικοί για να καταστείλουν τις διαμαρτυρίες;
Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν λάβει κάποια μέτρα: Το Παρίσι, για παράδειγμα, ακύρωσε την αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο κίνησης, καθυστέρησε άλλα μέτρα που είχε σκοπό να εφαρμόσει και υποσχέθηκε βοήθεια ύψους 150 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα οι αγροτικές ενώσεις να καλέσουν τα μέλη τους να αναστείλουν τη διαμαρτυρία τους.
«Παντού στην Ευρώπη τίθεται το ίδιο ερώτημα: πώς θα συνεχίσουμε να παράγουμε περισσότερα αλλά καλύτερα; Πώς μπορούμε να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την κλιματική αλλαγή; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τον αθέμιτο ανταγωνισμό από ξένες χώρες;», δήλωσε την Πέμπτη ο Γκαμπριέλ Ατάλ, ο Γάλλος πρωθυπουργός.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο, τα νέα δεν είναι και τόσο καλά, αφού ναι μεν η Κομισιόν πρότεινε τον περιορισμό των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων από την Ουκρανία μέσω ενός «φρένου έκτακτης ανάγκης» και την απαλλαγή των αγροτών για το 2024 από την υποχρέωση να διατηρούν το 4% της γης τους σε αγρανάπαυση, ενώ εξακολουθούν να λαμβάνουν και επιδοτήσεις, ουσιαστικά, όμως, δεν δόθηκε καμία συγκεκριμένη δέσμευση για το μέλλον τους και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, τα οποία απαιτούν μόνιμες κι όχι προσωρινές λύσεις.
Επιπλέον και πιο ανησυχητικό, με τους αγρότες να αντλούν όλο και μεγαλύτερη υποστήριξη από τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης, τα οποία αναμένεται να σημειώσουν σημαντικά κέρδη στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα διεξαχθούν τον Ιούνιο, οι κυβερνήσεις, αν δεν προχωρήσουν σε ουσιαστικές παραχωρήσεις, θα εισπράξουν τα «αντίποινα» στην κάλπη…