Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024
20.1 C
Athens

Γερμανική ύφεση απειλεί την ΕΕ – Ο κίνδυνος για την ελληνική οικονομία

Εκτιμήσεις για διόγκωση της ύφεσης στη Γερμανία «φουντώνουν» το σενάριο που λέει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πάρα πολύ πιθανό να έλθει αντιμέτωπη με ακόμη πιο σοβαρά οικονομικά προβλήματα το επόμενο χρονικό διάστημα.

Το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK), εκτίμησε ότι η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί και το 2024. Μετά από έρευνα η οποία διεξήχθη σε περισσότερες από 27.000 εταιρείες από όλους τους τομείς και τις περιφέρειες της χώρας, το εν λόγω επιμελητήριο προβλέπει πτώση του γερμανικού ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος) κατά 0,5% το 2024. Πρόκειται για μείωση πάνω σε μείωση, καθώς είχε ήδη μειωθεί κατά 0,3% το 2023.

Η γερμανική ύφεση και πώς επηρεάζει τις χώρες της Ευρώπης

Σύμφωνα με την Deutsche Welle, μετά από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο μία φορά έχει ξανασυμβεί συρρίκνωση της γερμανικής οικονομία επί δύο συναπτά έτη: την περίοδο 2002-2003. Αναλυτές λένε ότι η γερμανική οικονομία παραπαίει επειδή οι συνδυασμένες επιπτώσεις της κακοδιαχείρισης συγκρούονται με μια γραφειοκρατική κουλτούρα που δυσκολεύει τις επενδύσεις και την καινοτομία.

Οιωνοί για το 2024 υπάρχουν, αρκεί να δει κανείς πώς η συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ το 2023 επηρέασε τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ρουμανίας. Το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε απροσδόκητα κατά 0,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, διαψεύδοντας τις προσδοκίες για αύξηση.

Παράλληλα, η ανάπτυξη παρέμεινε στάσιμη στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Οι επιδόσεις των τριών από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής αποτελούν απόδειξη του πόσο ισχυρά συνδεδεμένες είναι με τη Γερμανία. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος για τις χώρες της ανατολικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ένα πέμπτο με το ένα τέταρτο των εξαγωγών τους. Για φέτος, η περιοχή θα αναζητήσει στήριξη στους εγχώριους καταναλωτές, καθώς η αδύναμη εξωτερική ζήτηση εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη για τις εργοστασιακές παραγγελίες.

Η επιβράδυνση της Γερμανίας έπληξε περισσότερο την Ουγγαρία πέρυσι. Η οικονομία κατέγραψε τέσσερα τρίμηνα συρρίκνωσης, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση έκοψε την πρόσβαση στη χρηματοδότηση λόγω των παραβιάσεων του κράτους δικαίου από την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν. Ο υπουργός Οικονομικών της Ουγγαρίας, Μάρτον Νάγκι, δήλωσε ότι η πτώση της οικονομίας προκλήθηκε από την αδυναμία της Γερμανίας, καθώς και από τα υψηλά επιτόκια που πίεσαν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να προβεί σε σειρά εκτιμήσεων για το εάν και πώς θα επηρεαστεί η οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών από αυτήν τη δεύτερη και δη συνεχόμενη συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας.

Bundesbank: Ήδη σε ύφεση η γερμανική οικονομία

Η Γερμανία είναι πιθανόν σε ύφεση τώρα, καθώς η εξωτερική ζήτηση είναι ασθενής, οι καταναλωτές παραμένουν επιφυλακτικοί και οι εγχώριες επενδύσεις συγκρατούνται από το υψηλό κόστος δανεισμού, ανέφερε η Bundesbank στην τακτική μηνιαία έκθεσή της που δόθηκε τη Δευτέρα στη δημοσιότητα. Η Γερμανία δυσκολεύεται από τότε που η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 ανέβασε το ενεργειακό κόστος και η τεράστια, βαριά για τη βιομηχανία οικονομία της βρίσκεται τώρα στο τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο μηδενικής ή αρνητικής ανάπτυξης, επιβαρύνοντας όλη την ευρωζώνη. «Δεν υπάρχει ακόμη ανάκαμψη για τη γερμανική οικονομία», ανέφερε η Bundesbank. «Η παραγωγή θα μπορούσε να υποχωρήσει ξανά ελαφρά το πρώτο τρίμηνο του 2024. Με τη δεύτερη συνεχόμενη πτώση της οικονομικής παραγωγής, η γερμανική οικονομία θα βρεθεί σε τεχνική ύφεση».

Όπως επισημαίνει το Reuters, αυτή η αδύναμη επίδοση έχει εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του γερμανικού οικονομικού μοντέλου και οι επικριτές υποστηρίζουν ότι μεγάλο μέρος της βαριάς βιομηχανίας που βασίζεται στην ενέργεια έχει πλέον τιμολογηθεί από τις διεθνείς αγορές, γεγονός που δικαιολογεί έναν οικονομικό μετασχηματισμό. Η κυβέρνηση, ωστόσο, απώθησε τις ζοφερές προβλέψεις, υποστηρίζοντας ότι είναι απλώς μια τέλεια καταιγίδα υψηλού ενεργειακού κόστους, αδύναμης κινεζικής ζήτησης και ραγδαίου πληθωρισμού που εμποδίζει προσωρινά την ανάπτυξη, αλλά δεν αμφισβητεί ουσιαστικά την οικονομική στρατηγική. Προς το παρόν, η αδυναμία θα παραμείνει, υποστηρίζει η Bundesbank. Και προσθέτει, ότι οι εταιρείες συγκρατούν τις επενδύσεις, εν μέρει επειδή το κόστος χρηματοδότησης έχει αυξηθεί απότομα από τότε που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέβασε τα επιτόκια σε επίπεδο ρεκόρ για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Η υψηλή αύξηση των ονομαστικών μισθών επηρεάζει επίσης τις επιχειρήσεις και οι απεργίες σε βασικούς τομείς, όπως οι μεταφορές, θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν την ανάπτυξη το τρίμηνο. Ωστόσο, η διακοπή της ναυτιλίας στην Ερυθρά Θάλασσα δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο, επειδή υπάρχει άφθονη πλεονάζουσα χωρητικότητα στη ναυτιλία και επειδή το κόστος μεταφοράς είναι μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού κόστους των αγαθών, ανέφερε η Bundesbank. Αν και οι προοπτικές είναι αδύναμες, η τράπεζα δήλωσε ότι δεν αναμένει σημαντική επιδείνωση στην αγορά εργασίας, η οποία έχει μονώσει την οικονομία μέχρι στιγμής και η Γερμανία δεν αντιμετώπιζε μια ευρεία, παρατεταμένη ύφεση. «Η αδύναμη φάση της γερμανικής οικονομίας που συνεχίζεται από την αρχή του ρωσικού επιθετικού πολέμου κατά της Ουκρανίας θα συνεχιστεί έτσι», πρόσθεσε η τράπεζα.

Ελλάδα

Από την πλευρά της χώρας μας, το παραγωγικό μοντέλο που έχει επιλέξει, αλλά και η σημαντική εξάρτηση της σταθερότητας της οικονομίας της από το Ταμείο Ανάκαμψης, την καθιστούν ευάλωτη απέναντι σε γεγονότα που αλλάζουν άρδην τα οικονομικά δεδομένα στον πλανήτη. Τα καταγεγραμμένα δεδομένα μαρτυρούν πως η χώρα μας εξακολουθεί να έχει χαμηλούς δείκτες παραγωγικότητας. Κατά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2022 κατέλαβε μόλις την 37η θέση στην παραγωγικότητα μεταξύ 40 χωρών. Σύμφωνα, δε, με τη Eurostat, το 2022 ήταν ο απόλυτος ουραγός στην ΕΕ των 27. Επιπροσθέτως, το ποσοστό επενδύσεων στην ελληνική οικονομία φθάνει μόλις το 13% του ΑΕΠ – έναντι του 23% στην Ευρώπη και πάνω από 25% στην Τουρκία.

Επιπλέον, το 2022 αυξήθηκε το εμπορικό έλλειμμα -και όχι μόνο στην ενέργεια- από την άνοδο της κατανάλωσης, την οποία δεν μπορούσε να καλύψει η εγχώρια παραγωγή. Τ’ ότι η χώρας μας δεν είναι κατάλληλα θωρακισμένη αποδείχτηκε και από το γεγονός ότι, ενώ λόγω διεθνών αναταραχών τα δικά της καύσιμα, τρόφιμα κ.ο.κ. εκτοξεύτηκαν σε δραματικά επίπεδα, δεν συνέβη το ίδιο στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, με τις δικλίδες ασφαλείας τους ν’ απορροφούν κατά μείζονα βαθμό τους κραδασμούς των εν λόγω κρίσεων.

Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής, η μεταποίηση, η βιοτεχνία, η βιομηχανία και άλλα πεδία της οικονομίας έχουν υποβαθμιστεί στη χώρα μας, η οποία εξαρτάται όσο καμία άλλη στη Ευρώπη από τα χρήματα που ξοδεύουν όσοι την επισκέπτονται. Εκείνο που μας κατέδειξε η πανδημία, αλλά και οι πόλεμοι που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια, είναι ότι μια χώρα οφείλει να έχει αυτάρκεια ικανή να της επιτρέψει ν’ αντεπεξέλθεις έναντι παντός απευκταίου ενδεχομένου. Θα πρέπει να έχει εργαστεί συστηματικά πάνω σε αυτό, να έχει επενδύσει ως κράτος. H νόσος COVID-19, επί παραδείγματι, κατέδειξε και ότι εάν μια χώρα δεν έχει επενδύσει αρκετά χρήματα στη Δημόσια Υγείας της τότε μια πανδημία θα της κοστίσει πάρα πολύ ακριβά σε ανθρώπινες ζωές.

Επί του παρόντος, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει στραφεί στο πανάκριβο αμερικανικό LNG ούτως ώστε να μην αγοράζει ρωσικό φυσικό αέριο, τα ναύλα στις θαλάσσιες μεταφορές να έχουν εκτοξευθεί εξαιτίας των συγκρούσεων οι οποίες μαίνονται στην Ερυθρά Θάλασσα, και την ευρύτερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή να απειλεί με περαιτέρω βάθυνση της υφιστάμενης ενεργειακής και γενικότερα οικονομικής κρίσης, η χώρα μας μοιάζει ευάλωτη.

Και αυτό διότι στη χώρα μας διατηρείται ο δυσμενής παράγοντας μιας τρομακτικής ακρίβειας, η οποία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι μισθοί παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, δημιουργεί  εκρηκτικό μείγμα που απειλεί με κατάρρευση τις εγχώριες κοινωνικές ισορροπίες. Η οικονομίας μας είναι εύθραυστη ενώ η κυβέρνηση να επιδίδεται εδώ και πάρα πολύ καιρό σε μιαν άκρατη επιδοματική πολιτική, χρησιμοποιώντας την ως πανάκεια, ούτως ώστε να παρακάμψει την κατάρρευση ενός σημαίνοντος τμήματος της κοινωνίας της χώρας μας.

Και δεν είναι μόνον οι πολλαπλές και πανίσχυρες εκρήξεις των τιμών στα τρόφιμα, τα φάρμακα, την ενέργεια και πολλά ακόμη βασικά αγαθά όσα ταλανίζουν στους ανθρώπους που διαβιούν στην Ελλάδα, παρά και μια στεγαστική κρίση που έχει κάνει απλησίαστη την ενοικίαση ακινήτων. Και πράγματι οι διεθνείς συνθήκες επηρεάζουν τις οικονομίες αλλά το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται μονίμως στις χειρότερες θέσεις πανευρωπαϊκώς, μοιραίως ενδυναμώνει τη σκοπιά που λέει ότι η εν λόγω ιστορία επαναλαμβάνεται διότι η πρόληψη καθώς και η ευημερία των πολλών είναι θέμα πολιτικής βούλησης – και άρα σε αυτήν εντοπίζεται το πρόβλημα.

Κι επειδή εκείνο τ’ οποίο διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο είναι το παραγωγικό μοντέλο που έχεις επιλέξει και το πεδίο όπου έχεις επιλέξει να επενδύσεις, η «ανάσα» του Ταμείου Ανάκαμψης, του οποίου η χρήση ελέγχεται (βλ. όλες τις απεντάξεις που έχουν καταγγελθεί εκ μέρους της αντιπολίτευσης), φαντάζει ως πολύ μικρή για να επιλύσει βαθύρριζα ζητήματα και δη να επηρεάσει καθοριστικά έναν νέο έξωθεν τορπιλισμό της οικονομίας μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA