Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024
19.7 C
Athens

Από τα γαριδάκια στα 2 δισ. ευρώ – Η πορεία του Σπύρου Θεοδωρόπουλου

Γνωστές και άγνωστες λεπτομέρειες για την μακρόχρονη πορεία του στο χώρο των τροφίμων και των επενδύσεων αποκάλυψε ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος στο πλαίσιο των Innovative Greeks Talks του ΣΕΒ.

Ο σημερινός επικεφαλής της Bespoke που περιλαμβάνει επιχειρήσεις όπως η ΙΟΝ και η Νίκας, που στοχεύει στη δημιουργία ενός μεγάλου ομίλου τροφίμων, μίλησε στον Μάρκο Βερέμη για τα πρώτα του βήματα στον επιχειρηματικό στίβο, το δαιμόνιο και το dna που είχε από μικρός, την τόλμη αλλά και τα γυρίσματα της τύχης που τον οδήγησαν στην απόκτηση της Chipita και στο λανσάρισμα καινοτομιών.

Μια ιδέα, ένα προϊόν και η καινοτομία

«Η ιδέα δεν ήταν δική μου», εξομολογείται ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος. «Είχα μια μικρή βιοτεχνία πραλίνας φουντουκιού και υπήρχε μια κρουασαντερί στην Πατησίων, η οποία αγόραζε από μένα μεγάλες ποσότητες. Ήμουν ακόμη φοιτητής στην Ανωτάτη Εμπορική, όταν αποφάσισα να πάω στο μαγαζί εκείνο για να δω τι τις κάνει τις ποσότητες αυτές. Πράγματι, άνοιγε τα φρέσκα κρουασάν και τα γέμιζε με την πραλίνα».

Η εικόνα αυτή του έμεινε στο μυαλό και όταν αργότερα ως ιδιοκτήτης πλέον της Chipita, που έβγαζε μόνο γαριδάκια -ένα προϊόν που όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος άλλοτε ήταν «δόξα τω Θεώ» και άλλοτε «βοήθα Παναγιά»- αποφάσισε να βιομηχανοποιήσει και να τυποποιήσει το προϊόν που είχε δει τότε στην κρουασαντερί της Πατησίων. «Δεν ήταν εύκολο, καθώς έπρεπε ένα φρέσκο προϊόν να το κάνω μακράς διάρκειας αλλά το κυριότερο ήταν ότι δεν είχα τα χρήματα».

Αυτή η κατάσταση τον ανάγκασε να δημιουργήσει μια παρουσίαση για το προϊόν και να επισκέπτεται βιομηχάνους της εποχής για ναπροσελκύσει το επενδυτικό τους ενδιαφέρον. «Έκανα 19 παρουσιάσεις και πήρα 19 όχι. Κάποιος με ρώτησε κιόλας πώς μου ήρθε να κάνω ένα τέτοιο προϊόν. Ε, και στο τέλος πείστηκα και εγώ ότι ήταν όντως μια κακή ιδέα και το εγκατέλειψα», εξηγεί ο κ. Θεοδωρόπουλος για τον 25χρονο τότε εαυτό του. «Ένα χρόνο μετά ο άνθρωπος που μου είχε φτιάξει το υποτυπώδες business plan, με ενημέρωσε για ένα fund που δημιουργήθηκε από τον De Benedetti από την Ιταλία με το Olayan Group και την Alpha Bank, την ΤΙΤΑΝ και κάναμε εκεί ακόμη μια παρουσίαση που έφερε το πολυπόθητο “ναι”. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να πάρουμε τα λεφτά, δεν πίστευα ότι θα ολοκληρωνόταν η επένδυση αυτή. Η 20η προσπάθεια ήταν τελικά και η τυχερή».

«Δεν υπήρχε δυνατότητα για τεστ κιόλας, αφού το τελικό προϊόν δεν το είχαμε στα χέρια μας, οπότε το ρίσκο ήταν μεγάλο και πλήρες. Έπρεπε να φτιάξουμε το εργοστάσιο, να ξεκινήσει η παραγωγή και να έχουμε το προϊόν, ώστε να γίνει το consumer test – που δεν έχει και τόση σημασία στο σημείο εκείνο, αφού έχουν επενδυθεί τα χρήματα. Οπότε βγήκαμε πρώτα στην αγορά και μετά μάθαμε πως αρέσει στους καταναλωτές. Και όχι μόνο στους Έλληνες».

Υπήρχε λόγος προφανώς, όπως τονίζει ο επιχειρηματίας. «Το προϊόν συνδύαζε βασικά υλικά, το ψωμί, το κρουασάν, το αλεύρι με τη σοκολάτα. Και τα δύο προϊόντα ξεχωριστά είναι πολύ αποδεκτά, οπότε το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσαν αυτά να συνδυαστούν και να δώσουν ένα γευστικό αποτέλεσμα και μια χρησιμότητα στους καταναλωτές, ώστε να το αγοράσουν ξανά και ξανά». Έτσι, από είδος πολυτελείας, μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

Το επιχειρηματικό δαιμόνιο και ο συνεταιρισμός

Η δραστηριοποίησή του στον επιχειρηματικό στίβο ήταν στο dna του. «Έχασα τον πατέρα μου στα 16 και ήδη ήξερα πολύ καλά τη δουλειά – από τα 10 μου με κάθε ευκαιρία ήμουν εκεί. Στο δημοτικό είχα πετύχει να πείσω τη μάνα μου να κάθομαι στα συμβούλια και να παρακολουθώ. Βρέθηκα ξαφνικά να πρέπει να τρέξω την επιχείρηση. Ήταν ένα σημαντικό γεγονός που αφενός διατάραξε την οικογενειακή ισορροπία, αφετπέρου αποτέλεσε την αιτία να ακολουθήσω αυτή την πορεία. Από μικρός δουλειά, μάζευα εμπειρίες και όταν πέρασαν τα χρόνια, κατάλαβα ότι ουδέν κακό αμιγές καλού», δηλώνει.

«Ο πατέρας μου μας δίδαξε αρχές που τις ακολουθήσαμε με τον αδερφό μου, όπως ότι κάποια πράγματα δεν παζαρεύονται στη ζωή. Μία δεν άκουσα ποτέ, το “μοναχός σου να χορεύεις και όσο θέλεις να πηδάς”. Δεν έχω κάνει καμία επιχείρηση μόνος μου, πάντα είχα συνεταίρους. Και θεωρώ το συνεταιρισμό, ευλογία.

Η Chipita

«Μόλις τέλειωσα το πανεπιστήμιο στα 22 μου, ασφυκτιούσα στην οικογενειακή επιχείρηση, οπότε αποφάσισα να κρατήσω τις μετοχές μου και αποχώρησα για να πάω να πιάσω δουλειά ως υπάλληλος σε εταιρεία τροφίμων. Εκεί εξελίχθηκα και ήρθα και σε επαφή με το τι σημαίνει διεθνές εμπόριο, πώς παίρνεις τις αντιπροσωπείες. Στα 25 μου με ενημέρωσε ένας φίλος μου πως 1/1/1986 θα έπεφτε το μονοπώλιο γιατί θα μπαίναμε στην τότε ΕΟΚ. Το μονοπώλιο στην Ελλάδα είχε τότε οινόπνευμα, τραπουλόχαρτα, σπίρτα και αλάτι.

Ταξιδεύοντας στο εξωτερικό βρήκα μια εταιρεία με σπίρτα -τα λάθος όμως που άναβαν σε κάθε λεία επιφάνεια- τα έφερα στην Ελλάδα και κατέληξε να πωλείται ως παιχνίδι για παιδιά, με τεράστια ζήτηση. Αυτό κράτησε οκτώ μήνες και στο τέλος, η κυβέρνηση απαγόρευσε τα δικά μου σπίρτα και έτσι βρέθηκα με πολλά χρήματα για τα δικά μου μέτρα, αλλά χωρίς δουλειά. Αναζητώντας τι να κάνω, ανακάλυψα μια εταιρεία στο 2ο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Μοσχάτο που έβγαζε γαριδάκια και την έλεγαν Chipita.

Τόσο εγώ όσο με το 50% και ο συνεταίρος μου βάλαμε όλα μας τα χρήματα και επειδή και πάλι δεν έφταναν, δώσαμε συναλλαγματικές».

«Δεν ξεκινήσαμε να φτιάξουμε μια μεγάλη εταιρεία»

«Θέλαμε να παράγουμε προϊόν με το σωστό τρόπο. Είχαμε αυτόματη γραμμή παραγωγής, χαμηλό κόστος για να είναι προσιτό στον καταναλωτή με την καλύτερη δυνατή ποιότητα με βάση τα όσα γνωρίζαμε», εξηγεί ο κ. Θεοδωρόπουλος. «Δεν είναι τυχαίο πως κάναμε πάνω από 90 βελτιώσεις στο προϊόν. Ο κόσμος όμως δεν είχε κάτι να μας συγκρίνει, οπότε ό,τι του δίναμε ήταν ικανοποιητικό. Κι αυτό είναι το θετικό στην καινοτομία».

Το κρουασάν είναι ένα προϊόν ογκώδες. Στην αρχή λοιπόν μεγαλώσαμε το εργοστάσιό μας και συνεχίσαμε την παραγωγή και τις εξαγωγές. Στην πορεία όμως τα κόστη και τα μεταφορικά ανέβηκαν, οπότε αρχίσαμε να κάνουμε εργοστάσιο σε διάφορες χώρες, Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία…

Πέρασαν πολλά χρόνια και μέσα στην πορεία αυτή, οι άνθρωποι αλλάζουν. «Αλλάζεις υποχρεωτικά νοοτροπία και ως άνθρωπος, καθώς πρέπει να μάθεις πώς να διοικείς επίσης διαφορετικούς ανθρώπους. Αλλιώς λειτουργούν οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές στη Ρωσία απ’ ότι στη Μαλαισία ή το Μεξικό. Δεν χρειάστηκε να αλλάξω μόνο εγώ, αλλά πολλοί μέσα στην εταιρεία, από την  παραγωγή μέχρι τη διαφήμιση. Ήταν ένα εξαιρετικό ταξίδι, ήμασταν περήφανοι για όσα καταφέρναμε με όποιο κόστος υπήρχε. Όλοι κοιμόμασταν τα μισά βράδια σε άλλες πόλεις του κόσμου, οπότε επηρεάστηκε και το θέμα της οικογένειας. Ωστόσο, κρατάω τα καλά και μπορώ να πω πως ήταν μια ωραία εμπειρία».

Οικογένεια, απλή δουλειά ή εμπειρία;

«Την εταιρεία δεν την αισθανόμουν ποτέ ως οικογένεια , αυτό ανήκε στους ανθρώπους της – ήταν πάντα μια δουλειά που μπορούσε να προχωρήσει, όπως και έγινε. Στο τέλος της ημέρας, κατάλαβα πως κάναμε κάτι πολύ καλό, αλλά τελικά αυτό που μένει είναι το ταξίδι. Η ζωή μας είναι μια βόλτα, μια περαντζάδα, χωρίς να χρειάζεται να φτάσουμε κάπου αναγκαστικά. Όπου και να φτάσεις, υπάρχει κι άλλο.

Αυτό που μου έδωσε τη μεγαλύτερη ικανοποίηση ήταν οτι δεν χρειάστηκε να κάνουμε εκτπώσεις στην ποιότητά μας και στον τρόπο που φερόμαστε στους χιλιάδες εργαζόμενους που είχαμε. Ακόμη και την στιγμή της πώλησης – όλοι έχουν συμμετοχή και έπρεπε να ανταμειφθούν όλοι.

Τα δυσάρεστα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζεις όταν το αποτέλεσμα είναι καλό, το πάθημα που γίνει μάθημα, όλα αυτά μετατρέπονται στις πιο όμορφες αναμνήσεις».

Η ανάγκη, η παθογένεια και η περιπέτεια της Ελλάδας

«Από τις αρχές του ’90 που βγήκε το πρώτο κρουασάν μέχρι σήμερα, έχει γίνει τεράστια πρόοδος», επισημαίνει ο κ. Θεοδωρόπουλος. «Η ζωή για μένα εξελίσσεται πάντα θετικά, οι άνθρωποι γίνονται καλύτεροι όπως και η χώρα μας, απλώς αρνούμαστε να το καταλάβουμε λόγω ηλικίας και κάνουμε συγκρίσεις με τις καλύτερες χώρες και βλέπουμε τις ελλείψεις μας. Καλό θα ήταν κάποιες φορές να σταματάμε και να συνειδητοποιούμε τι κάνουμε».

Η ανάγκη είναι που οδηγεί τον άνθρωπο να μάθει πράγματα, να κάνει οικονομία και να γίνει εφευρετικός, να εξελιχθεί. Σιγά σιγά όσο η ανάγκη που μέχρι τώρα μας έχει κάνει να είμαστε αποτελεσματικοί ως Έλληνες υποχωρεί, θα βρούμε άλλα θετικά στοιχεία. Εξάλλου, το περιβάλλον δημιουργεί αντίστοιχες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, οι startups που υπάρχουν σήμερα και η ευκολία για μια νέα εταιρεία που έχει καλές ιδέες, να βρει χρηματοδότηση, είναι σηματικό. Σήμερα η οικονομία έχει ανοίξει πολύ – γκρινιάζουμε για το ότι θα έπρεπε να ανοίξει περισσότερο και καλά κάνουμε, ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει σύγκριση του σήμερα με το τότε.

Ως βασική ελληνική παθογένεια ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, επισημαίνει την έλλειψη σνεργατικότητας και προσοχής. «Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν διδάσκει την έννοια της ομάδας, της αντίθετης άποψης, το ότι μπορούμε να κερδίσουμε από τους άλλους και όχι να επιβληθούμε στους άλλους. Το θέμα δεν είναι η “παπαγαλία”, αλλά να μάθουμε στ παιδιά να αναζητούν τη γνώση και η συνεργασία. Ο ατομικισμός είναι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας, που οδηγεί στον εγωισμό και στο ότι δεν ακούμε τι λέει ο άλλος».

Και η πορεία από εδώ και πέρα; «Η δημιουργία και η ικανοποίηση που παίρνει κανείς από αυτήν, όπως και η κυνική ομολογία “αυτό ξέρω να κάνω”, είναι οι κινητήριες δυνάμεις για το μέλλον. Άνθρωποι σαν εμένα που έχουν μάθει να είναι στη δουλειά και να έχουν λίγο ελεύθερο χρονο, υπάρχει μόνο αυτός ο δρόμος, που είναι βατος για εμένα. Έτσι προέκυψε η Bespoke, έτσι πορεύεται και έτσι δημιουργεί. Και έχει μέλλον».

Πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA