Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024
20.1 C
Athens

Ακρίβεια: Έξι στους δέκα «μόλις τα βγάζουν πέρα» – Κλιμάκωση των προβλέψεων για άνοδο των τιμών

Στοιχειώνει τα ελληνικά νοικοκυριά η ακρίβεια κάτι που αποτυπώνεται στην τελευταία έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας από το Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (ΙΟΒΕ) για τον μήνα Απρίλιο.

Χαρακτηριστικό είναι πως ο θετικός δείκτης για τις προβλέψεις μεταβολών στις τιμές τους προσεχείς δώδεκα μήνες κλιμακώθηκε τον Απρίλιο και διαμορφώθηκε στις +28,6 μονάδες, έναντι +23,0 μονάδων τον Μάρτιο. Οι πληθωριστικές πιέσεις στα προϊόντα και τις υπηρεσίες αν και έχει περιοριστεί το τελευταίο διάστημα δεν έχει απομακρύνει τα βαριά σύννεφα πάνω από τα νοικοκυριά που σε ποσοστό 56% (από 52%) προβλέπουν άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και μόνο το 17% (από 16%) αναμένει σταθερότητα. Οι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις +12,3 και +11,6 μονάδες αντίστοιχα, με τις αποκλίσεις από την «ελληνική πραγματικότητα» να είναι σημαντικές.

Στο 12% το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους

Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» διαμορφώθηκε στο 61% (από 64%), ενώ στο 12% από 11% ενισχύθηκε το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δήλωσαν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ αποτελούν το 19% (από 18%) του συνόλου, ενώ το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι «έχουν χρεωθεί» διαμορφώθηκε εκ νέου στο 7-8%.

Ένας ακόμα δείκτης που φανερώνει τις οικονομικές δυσκολίες αφορά την πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.). Ο δείκτης υποχώρησε ελαφρά και διαμορφώθηκε στις -46,0 (από -40,9) μονάδες. Το 55% (από 49%) των καταναλωτών προέβλεψε ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 5% (από 4%) αναμένει το αντίθετο. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις -16,4 μονάδες στην ΕΕ και στις -17,4 μονάδες στην Ευρωζώνη.

Μια μικρή χαραμάδα αισιοδοξίας, μέσα στην απαισιοδοξία

Με τα γκρίζα σύννεφα να έχουν πολλαπλασιαστεί και το κλίμα να παραμένει βαρύ ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ενισχύθηκε ελαφρά τον Απρίλιο και διαμορφώθηκε στις -41,7 μονάδες, έναντι -44,7 μονάδες τον Μάρτιο. Όμως, και αυτόν τον μήνα οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται ως οι περισσότερο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, με τους καταναλωτές στην Εσθονία (-29,8) και την Κύπρο (-26,6) να ακολουθούν.

Το βασικότερο πρόβλημα παραμένουν οι υψηλές τιμές, αν και η μείωση της ανεργίας, αλλά και η έναρξη της τουριστικής περιόδου δημιουργεί εισοδήματα και θετικότερες προσδοκίες. Στις χαμηλότερες θέσεις αυτής της κατάταξης, για τέταρτη φορά μέσα στο 2024 βρίσκεται η Λιθουανία (+2,8) αλλά και η Πολωνία (+1,3) με την τιμή του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης να συνεπάγεται ουσιαστικά αισιοδοξία από τους καταναλωτές της χώρας. Οι μέσοι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις -13,7 μονάδες στην ΕΕ και στις -14,7 μονάδες στην Ευρωζώνη.

Λίγο καλύτερα είναι τα πράγματα όσον αφορά τις προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους τους προσεχείς 12 μήνες. Ενισχύθηκαν ήπια τον Απρίλιο, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -36,7 (από -42,3) μονάδες τον Μάρτιο. Ωστόσο, η πλειοψηφία (51%) των νοικοκυριών αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ το 6% προβλέπει μικρή βελτίωση. Οι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις -3,1 και -4,0 μονάδες αντίστοιχα.

59% προβλέπει εκ νέου ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας

Μικρή υποχώρηση σημείωσε και ο αρνητικός δείκτης των προβλέψεων των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας το προσεχές 12μηνο. Τον Απρίλιο και διαμορφώθηκε στις -41,0 (από -42,3) μονάδες. Σχεδόν έξι στους δέκα καταναλωτές (59%) προέβλεψε εκ νέου ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, έναντι του 22% (από 19%) το οποίο αναμένει σταθερότητα. Οι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις -23,7 και -25,6 μονάδες αντίστοιχα.

Ο βαθμός αβεβαιότητας υποχωρεί αλλά τα ποσοστά παραμένουν αποκαρδιωτικά

Στο ερώτημα το οποίο αξιολογεί το βαθμό αβεβαιότητας των νοικοκυριών ως προς τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, το 48% έκρινε τον Απρίλιο ότι η οικονομική κατάστασή του μπορεί να προβλεφθεί δύσκολα ή σχετικά δύσκολα, από 59% τον προηγούμενο μήνα.

Κατασκευή κατοικίας; Δύσκολο στις μέρες μας

Η έρευνα εξετάζει σε τριμηνιαία βάση την πρόθεση για μείζονες αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών (αυτοκίνητο, κατοικία) και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως πρόδρομοι δείκτες για την ιδιωτική κατανάλωση. Τα ποσοστά είναι αποκαρδιωτικά (αν και παρουσιάζουν μια μικρή βελτίωση).

Αναλυτικά: 

Μικρή βελτίωση παρουσίασε τον Απρίλιο η πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου εντός των επόμενων 12 μηνών, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -90,0 (από -93,2 τον Ιανουάριο) μονάδες. Αυτή η επίδοση παραμένει αισθητά δυσμενέστερη από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες, οι οποίοι διαμορφώθηκαν στις -65,6 (από -66,7) και – 67,3 (από -68,4) μονάδες, στην ΕΕ και την Ευρωζώνη αντίστοιχα. Το 96,0% (από 97,6%) των καταναλωτών στην Ελλάδα δηλώνει ότι δεν είναι πιθανό να αγοράσει αυτοκίνητο εντός του προσεχούς 12μήνου.

Ενίσχυση σημειώθηκε στην πρόθεση για αγορά ή κατασκευή κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -90,2 (από -94,5) μονάδες, ισοζύγιο επίσης αρκετά χειρότερο από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες, καθώς αυτός διαμορφώθηκε στην ΕΕ στις -78,6 (από -79,1) και στην Ευρωζώνη στις -80,2 (από – 80,8) μονάδες. Το 4,5% (από 2,4%) των νοικοκυριών εγχωρίως δηλώνει ότι ίσως να προβεί σε αγορά ή κατασκευή κατοικίας τον επόμενο χρόνο.

Οριακή βελτίωση καταγράφηκε στο δείκτη της πρόθεσης πραγματοποίησης σημαντικών δαπανών για βελτίωση/ανανέωση της κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών, ο οποίος διαμορφώθηκε τον Απρίλιο στις -76,6 (από -77,5) μονάδες. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες κινήθηκαν αντίθετα στην ΕΕ και διαμορφώθηκαν στις -49,0 (από -48,6) μονάδες και στις – 51,7 (από -51,6) μονάδες στην Ευρωζώνη. Το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που δηλώνει ότι είναι αρκετά ή πολύ πιθανό να πραγματοποιήσει σημαντικές δαπάνες αυτού του είδους εντός ενός έτους υποχώρησε στο 10,6% (από 11,0%).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA