Οι ευρωεκλογές τελειώσαν ταρακουνώντας συθέμελα την Ευρώπη. Η ακροδεξιά κατέγραψε άνοδο στα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στη Γαλλία η άνοδος της Λεπέν προκάλεσε πρόωρες εθνικές εκλογές. Στη χώρα μας η αποδοκιμασία στην κυβέρνηση καταγράφηκε με εμφατικό τρόπο. Η αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΟΚ) δεν κατόρθωσε να εισπράξει τη δυσαρέσκεια προς το κυβερνών κόμμα καταγράφοντας «χαμηλές πτήσεις». Η ακροδεξιά αθροιστικά ξεπέρασε το 18% και χτύπησε «καμπανάκια».
Τρεις ημέρες μετά τον πολιτικό σεισμό οι εξελίξεις τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Ιούνιος θεωρείται κρίσιμος μήνας με την Ελλάδα αλλά και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να αναμένουν με αγωνία τους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν από το 2025. Κανόνες που έρχονται να βάλουν τέλος στη δημοσιονομική χαλαρότητα της πανδημικής και μετέπειτα περιόδου.
Μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα θα βρεθεί η κυβέρνηση: Παροχές ή πειθαρχία;
Υπό αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση θα πρέπει να απαντήσει σε ένα νέο μεγάλο δίλημμα που ξεδιπλώνεται μπροστά της. Αλλαγές και διορθωτικές κινήσεις της οικονομικής πολιτικής με πιθανό δημοσιονομικό κόστος ή εγκράτεια και σφίξιμο του ζωναριού για να ικανοποιηθούν οι αγορές και να επιτευχθούν οι στόχοι που επιβάλλει η ΕΕ.
Έρχονται δύσκολες μέρες…
Η απάντηση μπορεί να θεωρηθεί εύκολη όμως δεν είναι. Όλο το τελευταίο διάστημα το οικονομικό επιτελείο έλεγε σε όλους τους τόνους ότι δεν υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για περαιτέρω μέτρα στήριξης, ενώ απέρριπτε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο μειώσεων στην έμμεση φορολογία προκειμένου να υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών.
Το εκλογικό «στραπάτσο» σίγουρα προκαλεί δεύτερες σκέψεις και ο δρόμος κάθε άλλο παρά στρωμένος με ροδοπέταλα δεν είναι… Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να κοινοποιήσει σε όλες τις χώρες-μέλη τους δημοσιονομικούς στόχους που θα πρέπει να επιτύχει η κάθε χώρα για την επόμενη 4ετία. Τα πράγματα είναι δύσκολα ειδικά για τις χώρες που έχουν να διαχειριστούν δημόσιο χρέος που αντιστοιχεί σε πάνω από το 100% του ΑΕΠ (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα).
Στην πολυαναμενόμενη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων που παρουσίασε η Κομισιόν επιχειρεί έναν συμβιβασμό μεταξύ των «σκληρών» απόψεων αυστηρής πειθαρχίας των χωρών του Βορρά από τη μία και της χαλάρωσης των χρονικών ορίων που ζητά ο Νότος από την άλλη.
Μείωση του χρέους και πρωτογενή πλεονάσματα
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το χρέος τους σε σχέση με το ΑΕΠ θα μειωθεί σε -ή θα παραμείνει σε- συνετά επίπεδα και ότι το έλλειμμά τους θα μειωθεί -ή θα διατηρηθεί- κάτω από το 3%.
Επιχειρώντας έναν συμβιβασμό με τις επιταγές των χωρών του Νότου, προτείνεται µια ελάχιστη δηµοσιονοµική προσαρµογή της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ ετησίως ως σηµείο αναφοράς, η οποία θα πρέπει να εφαρµόζεται όσο το έλλειµµα παραµένει πάνω από το 3% του ΑΕΠ.
Έτσι, οι κυβερνήσεις -μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- καλούνται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις και να τηρήσουν λεπτές ισορροπίες: Να αφουγκραστούν το μήνυμα της κάλπης και να μείνουν ταυτόχρονα στο δρόμο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και των αγορών που απαιτούν περισσότερη πειθαρχία.
Όπως γράφει ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» το πλαίσιο είναι λίγο έως πολύ γνωστό, ωστόσο λείπει ακόμη η κρίσιμη παράμετρος του «κόφτη» δαπανών, η οποία θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική οικονομία για τα επόμενο χρόνια. Πλάι σε αυτό, αλλά σε…δεύτερο πλάνο πλέον, έπεται το ζήτημα της επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων, με την Ελλάδα να πρέπει να παράγει πάνω από 2% κάθε έτος.
Δαπάνες με «κόφτη» και πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% ανά έτος
Αυτό το οποίο αναμένει η Ελλάδα είναι το πού θα…κάτσει η «μπίλια» του πλαφόν μεταβολής των καθαρών δαπανών για το διάστημα 2025-2028.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό συνεπάγεται ότι οι επόμενοι προϋπολογισμοί θα συνταχθούν με βάση αυτά τα ποσοστά που θα ανακοινωθούν την 21η Ιούνη και απορρέουν από το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας στο οποίο κατέληξαν οι ευρωπαίοι ηγέτες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, το πιθανότερο είναι ότι για την Ελλάδα το ποσοστό αύξησης των δαπανών θα κυμανθεί στην περιοχή του 2,5% με 3%.
Ασφυκτικά περιθώρια και συνταγή… λιτότητας
Το ποσοστό αυτό θα αφήσει πολύ περιορισμένα περιθώρια για αυξήσεις δαπανών την επόμενη χρονιά, πέραν των ήδη δρομολογημένων όπως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η μόνιμη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο και η αύξηση των συντάξεων.
Δεδομένων των παραπάνω είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε μέτρα κατά της ακρίβειας ή περαιτέρω αύξησης των εισοδημάτων.
Ένα μικρό δείγμα για τι θα επακολουθήσει έδωσε ο πρωθυπουργός δηλώνοντας (Alpha): «Θα αντιμετωπίσουμε την ακρίβεια με τα όπλα που έχουμε στη διάθεσή μας», σημείωσε, επιμένοντας ότι δεν θα προχωρήσει σε μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, ενώ υπογράμμισε ότι το κόστος ζωής «πόνεσε πολλές κυβερνήσεις, όχι μόνο τη δική μας» και αναφέρθηκε στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Να σημειώσουμε πως η μη τήρηση των στόχων οδηγεί στην ενεργοποίηση των διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος, κάτι που εκτός από τις όποιες κυρώσεις προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, θέτει την κάθε χώρα που παραβιάζει τους κανόνες και στο στόχαστρο των αγορών.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η νέα συνταγή δεν οδηγεί σε λιτότητα, αρκετοί αναλυτές εκφράζουν διαφορετική εκτίμηση.
Οι δαπάνες της πλειονότητας των χωρών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, αναμένεται να τις φέρουν σε δύσκολη θέση ενώ λίγες χώρες εκτιμάται ότι μπορούν να αποφύγουν τη λιτότητα μεταξύ των οποίων η Δανία, η Σουηδία και το Λουξεμβούργο.