Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024
21.1 C
Athens

Deja vu κρίσης χρέους α λα 2008 από Παρίσι, Ρώμη

Η πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στη Γαλλία μετά το «χαστούκι» που έδωσε η ευρωκάλπη στον Μακρόν, ο οποίος προκήρυξε βουλευτικές εκλογές στις 30 Ιουνίου και τις 7 Ιουλίου, έχει θορυβήσει τις διεθνείς αγορές αλλά και τα πολιτικά κέντρα της Ευρώπης.

Η πιθανότητα μιας πολιτικής «συγκατοίκησης» με τον Μακρόν στο προεδρικό μέγαρο Ελιζέ και τον ακροδεξιό Ζορτνάν Μπαρντελά ή κάποιο στέλεχος της – ενωμένης, πλέον – Αριστεράς στον πρωθυπουργικό θώκο δημιουργεί ανησυχίες που φέρνουν μνήμες με ελληνικό άρωμα.

Κι αυτό γιατί τόσο ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν όσο και η αριστερή συμμαχία του Νέου Λαϊκού Μετώπου έχουν φιλόδοξα πολιτικά σχέδια με αυξήσεις στις κρατικές δαπάνες, τις οποίες είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να αντέξει η ήδη εύθραυστη γαλλική οικονομία.

Τι θα φέρουν οι εκλογές

Με ρυθμό ανάπτυξης 0,9% του ΑΕΠ το 2023 και προβλεπόμενη ανάπτυξη 0,8% για το 2024, σύμφωνα με την Τράπεζα της Γαλλίας, η οικονομική εικόνα της χώρας δεν μοιάζει καλή. Παράλληλα, η Γαλλία διατηρεί υψηλό δείκτη χρέους προς ΑΕΠ από το 2020, όταν, λόγω κορωνοϊού, το χρέος ανήλθε σε 114,9% του ΑΕΠ της.

Ωστόσο, ενώ οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν μειώσει το χρέος τους σε αποδεκτά επίπεδα, αυτό της Γαλλίας βρέθηκε στο 110,6% του ΑΕΠ το 2023. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει την αύξηση του χρέους τα επόμενα χρόνια, στο 112,4% το 2024 και στο 113,8% το 2025.

Επιπλέον, ακόμα μεγαλύτερο προβληματισμό προκαλεί το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας, που ήταν στο 5,5% το 2023 και αναμένεται να διατηρηθεί σε παρόμοια επίπεδα το 2024 και το 2025, με 5,3% και 5% αντίστοιχα. Είναι σαφές, δε, πως μια ενδεχόμενη πολιτική κυριαρχία της Ακροδεξιάς στις επερχόμενες εκλογές είναι πολύ πιθανό να δυσχεράνει τις εκτιμήσεις για την πορεία της γαλλικής οικονομίας.

Αρνητικές συνέπειες θα έχει μάλλον και μια επικράτηση της Αριστεράς, καθώς το πρόγραμμα των πρώτων 100 ημερών που δημοσίευσε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο αποτιμάται από το υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας στα 286,8 δισ. ευρώ – αν και η συνεργασία των δυνάμεών της με τον Μακρόν αναμένεται λιγότερο συγκρουσιακή και πιο ασφαλής για την πολιτική σταθερότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Το ενδεχόμενο του ντόμινο

Πάντως, η ευρωζώνη έχει μάθει από τις κρίσεις του παρελθόντος, εν πολλοίς στις πλάτες της δικής μας χώρας. Ετσι, έχει δημιουργήσει τις θεσμικές ασφαλιστικές δικλίδες για τον περιορισμό της μεταδοτικότητας μιας κρίσης και ειδικά μιας κρίσης χρέους, όπως είναι αυτή που φαίνεται να απειλεί τη Γαλλία. Μάλιστα, με τη θεσμοθέτηση του Εργαλείου Προστασίας από τη Μετάδοση (Transmission Protection Instrument – ΤΡΙ) το 2022 η ΕΚΤ έχει πλέον στη φαρέτρα της ένα ακόμα όπλο που ουσιαστικά προφυλάσσει τα ευάλωτα κρατικά ομόλογα από πιθανές κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών.

Ωστόσο, μια ενδεχόμενη επιδείνωση της γαλλικής οικονομίας θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στο σύνολο της Ευρώπης. Την ώρα που η «ατμομηχανή» της Γερμανίας έχει κατεβάσει ταχύτητες μετά τη ματαίωση του οικονομικού μοντέλου που βασίστηκε στην εισαγωγή φθηνής ενέργειας από τη Ρωσία, μια πιθανή «κατρακύλα» της Γαλλίας θα δημιουργούσε ένα μεγάλο κενό. Τρίτη μεγαλύτερη οικονομία είναι η Ιταλία, η οποία παραμένει επίφοβη, με δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο 137,3% το 2023, που προβλέπεται να αυξηθεί στο 138,6% το 2024 και στο 141,7% το 2025, και ευμέγεθες δημοσιονομικό έλλειμμα (7,4% το 2023, εκτίμηση για 4,4% και 4,7% το 2024 και το 2025 αντίστοιχα).

Δεδομένου ότι η Ιταλία ύστερα από χρόνια πολιτικής αστάθειας φαίνεται να έχει βρει μια σταθερότητα με την Τζόρτζια Μελόνι στο τιμόνι (παρά τις ακροδεξιές της καταβολές, δύσκολα θα μπορέσει να αναλάβει τον ρόλο του επιταχυντή της ευρωπαϊκής ανάπτυξης), ο κίνδυνος για μια γενική οικονομική καθίζηση στην Ευρώπη είναι ορατός.

Η απειλή για την Ελλάδα

Μια τέτοια εξέλιξη έχει βεβαίως τη δυνατότητα να πλήξει σημαντικά και τη χώρα μας, ακόμα και αν η Ελλάδα παρουσιάζει καλύτερους οικονομικούς δείκτες από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους τα τελευταία χρόνια.

Θεσμικοί φορείς και οίκοι αξιολόγησης της οικονομίας επιμένουν στη σημασία της διατήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της μεταρρυθμιστικής ατζέντας σε κάθε τους αναφορά στην ελληνική οικονομία.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας τόνισε σε πρόσφατη ομιλία του: «Εάν η κυβέρνηση καταφέρει να διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% τα επόμενα χρόνια και κάνει τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν υπάρχει κάτι να φοβηθούμε».

Premium Έκδοση Τα Νέα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA