Σάββατο, 23 Νοεμβρίου 2024
20.1 C
Athens

Ανάλυση: Η φυγή του καπιταλισμού από τις ΗΠΑ επαναφέρει ένα κρίσιμο σοσιαλιστικό ερώτημα

Ο πρώιμος καπιταλισμός των ΗΠΑ επικεντρώθηκε στη Νέα Αγγλία. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, η επιδίωξη του κέρδους οδήγησε πολλούς καπιταλιστές να εγκαταλείψουν αυτή την περιοχή και να μεταφέρουν την παραγωγή στη Νέα Υόρκη και στις πολιτείες του μέσο-Ατλαντικού (στη φωτογραφία του AP Photo/Damian Dovarganes, επάνω, γυναίκα τρώει έξω από τη σκηνή της σε καταυλισμό αστέγων του Λος Αντζελες).

«Ζώνη σκουριάς»

Μεγάλο μέρος της Νέας Αγγλίας έμεινε με εγκαταλελειμμένα κτίρια εργοστασίων και πόλεις στις οποίες οι καταθλιπτικές εικόνες είναι εμφανείς μέχρι σήμερα.

Τελικά, οι εργοδότες μετακόμισαν ξανά, εγκαταλείποντας τη Νέα Υόρκη και τον Ατλαντικό, για τις Μεσοδυτικές Πολιτείες. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε όταν το κέντρο του καπιταλισμού μεταφέρθηκε στις πιο δυτικές πολιτείες (Φαρ Ουεστ), στον Νότο και στις νοτιοδυτικές περιοχές.

Περιγραφικοί όροι όπως «Ζώνη σκουριάς», «αποβιομηχάνιση» και «βιομηχανική έρημος» χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά σ’ όλο και περισσότερα τμήματα του καπιταλισμού των ΗΠΑ.

Οσο οι μετακινήσεις του παρέμεναν ως επί το πλείστον εντός των τειχών, οι ανησυχίες που ήγειραν τα εγκαταλελειμμένα θύματά του περιορίζονταν σε περιφερειακό επίπεδο, χωρίς να γίνονται ακόμη εθνικό ζήτημα, γράφει σε ανάλυσή του ο Richard Wolff.

Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, πολλοί καπιταλιστές έχουν μεταφέρει εγκαταστάσεις παραγωγής και επενδύσεις εκτός των ΗΠΑ, σε άλλες χώρες, ειδικά στην Κίνα.

Συνεχείς διαμάχες και πολύ μεγαλύτερες ανησυχίες συνοδεύουν αυτήν την καπιταλιστική έξοδο. Ακόμη και οι περίφημοι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας, αναμφισβήτητα το μοναδικό εναπομείναν ισχυρό κέντρο του καπιταλισμού των ΗΠΑ, έχουν επενδύσει πολλά αλλού.


«Βιομηχανική έρημος» στην πόλη Κάμντεν της πολιτείας Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ (φωτογραφία Wikimedia Commons)

Από τη δεκαετία του 1970, οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλότεροι στο εξωτερικό και οι αγορές αναπτύσσονταν ταχύτερα και εκεί.

Ολο και περισσότεροι αμερικανοί καπιταλιστές έπρεπε να φύγουν ή να διακινδυνεύσουν να χάσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα έναντι εκείνων (Ευρωπαίων και Ιαπώνων, καθώς και Αμερικανών) που είχαν μετακομίσει νωρίτερα στην Κίνα και εμφάνιζαν εκπληκτικά βελτιωμένα ποσοστά κέρδους.

Το σύστημα ανταμείβει τους ήδη πλούσιους

Πέρα από την Κίνα, άλλες χώρες της Ασίας, της Νότιας Αμερικής και της Αφρικής παρείχαν επίσης κίνητρα χαμηλών μισθών και αναπτυσσόμενων αγορών, που τελικά ώθησαν τους αμερικανούς, και άλλους, καπιταλιστές να μεταφέρουν επενδύσεις εκεί.

Τα πλεονεκτήματα από αυτές τις μετακινήσεις τόνωσαν το ενδιαφέρον και πρόσφεραν το κίνητρο για ακόμη περισσότερες τέτοιες επενδύσεις. Τα αυξανόμενα κέρδη επέστρεψαν στις ΗΠΑ για να εκτοξεύσουν τα αμερικανικά χρηματιστήρια, αποδίδοντας τεράστιους πόρους σε εισόδημα και πλούτο.

Αυτό ωφέλησε κυρίως τους ήδη πλούσιους μετόχους των εταιρειών και τα κορυφαία στελέχη τους. Με τη σειρά τους χρηματοδότησαν την προώθηση ιδεολογικών ισχυρισμών ότι η καπιταλιστική «μετανάστευση» από τις ΗΠΑ ήταν στην πραγματικότητα μεγάλο κέρδος για την αμερικανική κοινωνία στο σύνολό της.

Αυτοί οι ισχυρισμοί, κατηγοριοποιημένοι υπό τους τίτλους «νεοφιλελευθερισμός» και «παγκοσμιοποίηση», χρησίμευσαν για να κρύψουν ή να συγκαλύψουν ένα βασικό γεγονός: Τα υψηλότερα κέρδη κυρίως για τους πιο πλούσιους ήταν ο βασικός στόχος και το αποτέλεσμα της φυγής των κεφαλαιοκρατών από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν μια νέα εκδοχή της παλιάς οικονομικής θεωρίας που αιτιολογούσε τις «ελεύθερες επιλογές» τους ως το απαραίτητο μέσο για την επίτευξη βέλτιστης αποτελεσματικότητας για το σύνολο της οικονομίας.

«Παγκοσμιοποίηση»

Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη άποψη, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ελαχιστοποιούν κάθε ρύθμιση ή άλλη παρέμβαση στις αποφάσεις των καπιταλιστών που στοχεύουν στην επίτευξη κέρδους.

Ο νεοφιλελευθερισμός ανακήρυξε πανηγυρικά την «παγκοσμιοποίηση», όρος που προτιμήθηκε ειδικά για την επιλογή των καπιταλιστών να μεταφέρουν την παραγωγική διαδικασία στο εξωτερικό. Αυτή η «ελεύθερη επιλογή» ειπώθηκε ότι επιτρέπει την «πιο αποτελεσματική» παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών επειδή θα μπορούσαν ν’ αξιοποιηθούν παγκόσμιοι πόροι.

Το νόημα και το ισχυρό μήνυμα που εκπορευόταν από την εξύψωση του νεοφιλελευθερισμού, τις ελεύθερες επιλογές των καπιταλιστών και την παγκοσμιοποίηση ήταν ότι όλοι οι πολίτες ωφελήθηκαν όταν ο καπιταλισμός εξαπλώθηκε.

Μ’ εξαίρεση μερικούς διαφωνούντες (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων συνδικάτων), πολιτικοί, μέσα μαζικής ενημέρωσης και ακαδημαϊκοί συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στις έντονες επευφημίες για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίησή του.

Η κερδοσκοπική μετακίνησή του, ωστόσο, προκάλεσε την τρέχουσα κρίση του στα παλιά κέντρα του (Δυτική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Ιαπωνία).


 Παραγωγή αμερικανικής σημαίας σε βιοτεχνία της Κίνας (φωτογραφία Natalie Behring/Reuter)

Η Κίνα έχει το πλεονέκτημα

Πρώτον, οι πραγματικοί μισθοί εκεί έμειναν στάσιμοι. Οι εργοδότες που μπορούσαν να εξάγουν θέσεις εργασίας (ειδικά στον τομέα της μεταποίησης) το έκαναν. Εργοδότες που δεν μπορούσαν (ειδικά στους τομείς των υπηρεσιών) τις αυτοματοποίησαν.

Καθώς οι ευκαιρίες απασχόλησης στις ΗΠΑ σταμάτησαν να αυξάνονται, το ίδιο συνέβη με τους μισθούς. Δεδομένου ότι η παγκοσμιοποίηση και η αυτοματοποίηση ενίσχυσαν τα εταιρικά κέρδη και τα χρηματιστήρια ενώ οι μισθοί έμειναν στάσιμοι, στα παλιά κέντρα του καπιταλισμού σημειώθηκε ακραία διεύρυνση του χάσματος μεταξύ εισοδήματος και πλούτου. Ακολούθησαν βαθύτερες κοινωνικές διαιρέσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν τώρα κατά την καπιταλιστική κρίση.

Δεύτερον, σ’ αντίθεση με πολλές άλλες φτωχές χώρες, η Κίνα διέθετε την ιδεολογία και την οργάνωση για να εξασφαλίσει ότι οι επενδύσεις των καπιταλιστών εξυπηρετούσαν το αναπτυξιακό σχέδιο και την οικονομική στρατηγική της.

Η Κίνα απαιτούσε από τους νεοαφιχθέντες επενδυτές το μοίρασμα των προηγμένων τεχνολογιών (σ’ αντάλλαγμα για την πρόσβασή τους στη χαμηλόμισθη κινεζική εργασία και τις ταχέως αναπτυσσόμενες κινεζικές αγορές). Οι καπιταλιστές που εισέρχονταν στις αγορές του Πεκίνου έπρεπε επίσης να διευκολύνουν τις συνεργασίες των δικτύων διανομής στις χώρες καταγωγής τους με τους κινέζους παραγωγούς.

Κόμμα και κράτος

Η στρατηγική του να δώσει προτεραιότητα στις εξαγωγές σήμαινε ότι έπρεπε να διασφαλίσει την πρόσβαση σ’ αυτά τα συστήματα διανομής (και επομένως στ’ αντίστοιχα δίκτυα που ελέγχονται από τους κεφαλαιοκράτες) στις στοχευμένες αγορές της. Αναπτύχθηκαν αμοιβαία κερδοφόρες συνεργασίες μεταξύ της Κίνας και παγκόσμιων διανομέων όπως η Walmart.

Ο «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» του Πεκίνου περιλάμβανε ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα και κράτος με επίκεντρο την ανάπτυξη. Από κοινού επόπτευαν και έλεγχαν μια οικονομία που συνδύαζε τον ιδιωτικό με τον κρατικό καπιταλισμό.

Σ’ αυτό το μοντέλο, οι ιδιώτες εργοδότες και οι κρατικοί εργοδότες κατευθύνουν ο καθένας μάζες εργαζομένων στις αντίστοιχες επιχειρήσεις τους. Η λειτουργία και των δύο συνόλων εργοδοτών υπόκειται στις στρατηγικές παρεμβάσεις ενός κόμματος και μιας κυβέρνησης που είναι αποφασισμένες να επιτύχουν τους οικονομικούς στόχους τους.

Ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο όρισε και λειτούργησε την οικονομία του, το Πεκίνο κέρδισε περισσότερα (ειδικά στην αύξηση του ΑΕΠ) από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση απ’ ό,τι η Δυτική Ευρώπη, η Βόρεια Αμερική και η Ιαπωνία. Η Κίνα αναπτύχθηκε αρκετά γρήγορα ώστε να ανταγωνίζεται τώρα τα παλιά καπιταλιστικά κέντρα.

Η κοντόφθαλμη απάντηση των ΗΠΑ

Η αρνητική στάση των ΗΠΑ μέσα σε μια μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομία έχει συμβάλει στην κρίση του αμερικανικού καπιταλισμού. Για την αμερικανική αυτοκρατορία που αναδύθηκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κίνα και οι σύμμαχοί της BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Νότια Αφρική) αντιπροσωπεύουν την πρώτη σοβαρή, διαρκή οικονομική πρόκληση.

Η επίσημη αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ αυτές τις αλλαγές χαρακτηρίζεται μέχρι στιγμής από ένα συνδυασμό δυσαρέσκειας, πρόκλησης και άρνησης. Σίγουρα, δεν συνιστά λύση απέναντι στην κρίση ούτε επιτυχημένη προσαρμογή σε μια μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.


Αιθίοπες εργάτες φτιάχνουν παπούτσια σε εργοστάσιο κινεζικής εταιρείας στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας (φωτογραφία Elias Meseret/AP)

Τρίτον, ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει αποκαλύψει βασικές επιπτώσεις των γεωγραφικών μετακινήσεων του καπιταλισμού και της επιταχυνόμενης οικονομικής παρακμής των ΗΠΑ σε σχέση με την οικονομική άνοδο της Κίνας. Ετσι, ο πόλεμος κυρώσεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας απέτυχε να συντρίψει το ρούβλι ή να προκαλέσει την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας.

Απιαστο «το αμερικανικό όνειρο»

Αυτή η αποτυχία σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την κρίσιμη υποστήριξη που έλαβε η Μόσχα από τις συμμαχίες (BRICS) που έχουν ήδη συγκροτηθεί γύρω από την Κίνα. Αυτές οι συμμαχίες, που εμπλουτίστηκαν από τις επενδύσεις τόσο των ξένων όσο και των εγχώριων καπιταλιστών, ειδικά στην Κίνα και την Ινδία, παρείχαν στις ρωσικές εξαγωγές εναλλακτικές αγορές όταν οι κυρώσεις έκλεισαν τις δυτικές.

Το προϋπάρχον χάσμα μεταξύ εισοδήματος και πλούτου στις ΗΠΑ, που επιδεινώθηκε από την εξαγωγή και την αυτοματοποίηση υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, υπονόμευσαν την οικονομική βάση αυτής της «τεράστιας μεσαίας τάξης» στην οποία τόσο πολλοί εργαζόμενοι πίστευαν ότι ανήκαν.

Τις τελευταίες δεκαετίες, το αυξημένο κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών έκανε τους εργαζόμενους που πίστευαν ότι θ’ απολαύσουν «το αμερικανικό όνειρο» να συνειδητοποιήσουν πως αυτό είναι πέρα από τις δυνατότητές τους. Τα παιδιά τους, ειδικά εκείνα που αναγκάστηκαν να δανειστούν για να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο, βρέθηκαν σε παρόμοια κατάσταση ή σε χειρότερη.

Αντεπίθεση

Αναπτύχθηκαν κάθε είδους αντιστάσεις (συνδικαλιστική καθοδήγηση, απεργίες, αριστεροί και δεξιοί «λαϊκισμοί») καθώς οι συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης συνέχιζαν να χειροτερεύουν. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πανηγύρισαν τον εντυπωσιακό πλούτο εκείνων των λίγων που επωφελήθηκαν περισσότερο από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Στις ΗΠΑ, φαινόμενα όπως ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο ανεξάρτητος γερουσιαστής του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς, η λευκή υπεροχή, η συνδικαλιστική οργάνωση, οι απεργίες, ο ξεκάθαρος αντικαπιταλισμός, οι «πολιτισμικοί» πόλεμοι και ο συχνά αλλόκοτος πολιτικός εξτρεμισμός αντανακλούν τις βαθύτερες κοινωνικές διαιρέσεις.

Αισθάνονται προδομένοι

Πολλοί στις Ηνωμένες Πολιτείες αισθάνονται προδομένοι αφού εγκαταλείφθηκαν από τον καπιταλισμό. Οι διαφορετικές εξηγήσεις τους γι’ αυτή την προδοσία επιδεινώνουν την ευρέως διαδεδομένη αίσθηση κρίσης στο έθνος.

Η παγκόσμια μετεγκατάσταση του κεφαλαίου βοήθησε στην αύξηση του συνολικού ΑΕΠ των εθνών των BRICS (Κίνα + σύμμαχοι) πολύ πάνω από αυτό της Ομάδας των Επτά (ΗΠΑ + σύμμαχοι). Για όλες τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, οι εκκλήσεις τους για αναπτυξιακή βοήθεια μπορούν πλέον να απευθύνονται σε δύο πιθανούς αποδέκτες (Κίνα και ΗΠΑ), όχι μόνο σε αυτόν στη Δύση.

Οταν οι κινεζικές οντότητες επενδύουν στην Αφρική, φυσικά οι επενδύσεις τους είναι δομημένες ώστε να βοηθούν τόσο τους δωρητές όσο και τους αποδέκτες. Το αν η μεταξύ τους σχέση είναι ιμπεριαλιστική ή όχι εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητές της και το ισοζύγιο καθαρών κερδών της.

Κέρδη για τους BRICS

Αυτά τα κέρδη για τους BRICS θα είναι πιθανότατα σημαντικά. Η ανάγκη προσαρμογής της Ρωσίας μετά τις κυρώσεις εναντίον της που σχετίζονται με την Ουκρανία όχι μόνο την οδήγησε να στηριχθεί περισσότερο στους BRICS, αλλά ενέτεινε επίσης τις οικονομικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών τους.


Οι εργαζόμενοι έχουν αρχίσει να αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα και να κινούνται εναντίον του (φωτογραφία του David Zalubowski/AP από απεργία δασκάλων στις ΗΠΑ).

Οι υπάρχοντες οικονομικοί δεσμοί και τα κοινά προγράμματα ανάμεσά τους αυξήθηκαν. Τα νέα διαδίδονται γρήγορα. Ετσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι και άλλες χώρες στον Παγκόσμιο Νότο ζήτησαν πρόσφατα να γίνουν μέλη στους BRICS.

Ο καπιταλισμός έχει μετακινηθεί, εγκαταλείποντας τα παλιά του κέντρα, με αποτέλεσμα η όξυνση των προβλημάτων και των διαιρέσεών του να οδηγεί σε κρίση. Επειδή τα κέρδη εξακολουθούν να ρέουν πίσω στα παλιά κέντρα, εκείνοι που τα συγκεντρώνουν παραπλανούν τις χώρες τους και τους εαυτούς τους ότι όλα είναι καλά στο εσωτερικό αλλά και για τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Επειδή, όμως, αυτά τα κέρδη επιδεινώνουν απότομα τις οικονομικές ανισότητες, οι κοινωνικές κρίσεις εκεί βαθαίνουν.

Για παράδειγμα, το κύμα εργατικού ακτιβισμού που σαρώνει σχεδόν όλες τις βιομηχανίες των ΗΠΑ αντανακλά θυμό και δυσαρέσκεια ενάντια σ’ αυτές τις ανισότητες. Η υστερία με τον αποδιοπομπαίο τράγο των διαφόρων μειονοτήτων από δεξιούς δημαγωγούς και κινήματα είναι μια άλλη αντανάκλαση των δυσκολιών που επιδεινώνονται.

Ακόμα ένα είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι το πρόβλημα, στη ρίζα του, είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Ολα αυτά συνιστούν στοιχεία της σημερινής κρίσης.

Ενα κρίσιμο σοσιαλιστικό ερώτημα

Ακόμη και στα νέα δυναμικά κέντρα του καπιταλισμού, ένα κρίσιμο σοσιαλιστικό ερώτημα επιστρέφει για να ταράξει το μυαλό των ανθρώπων. Είναι η οργάνωση των χώρων εργασίας των νέων κέντρων – διατηρώντας το παλιό καπιταλιστικό μοντέλο εργοδοτών έναντι εργαζομένων τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις κρατικές επιχειρήσεις – επιθυμητή ή βιώσιμη;

Είναι αποδεκτό για μια μικρή ομάδα εργοδοτών να λαμβάνει αποκλειστικά και αλόγιστα τις περισσότερες βασικές αποφάσεις στον χώρο εργασίας (τι, πού και πώς να παράγει και τι να κάνει με τα κέρδη);

Αυτό είναι ξεκάθαρα αντιδημοκρατικό. Οι εργαζόμενοι στα νέα κέντρα του καπιταλισμού αμφιβάλλουν ήδη για το σύστημα και ορισμένοι έχουν αρχίσει να το αμφισβητούν και να κινούνται εναντίον του.

Οπου σ’ αυτά τα νέα κέντρα αναδεικνύονται εναλλακτικές του σοσιαλισμού, το πιο πιθανό (και το συντομότερο) είναι οι εργαζόμενοι να εναντιωθούν στην υποταγή τους σε υπολείμματα του καπιταλισμού στους χώρους εργασίας τους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA