Την αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος στις αγορές σπεύδουν να εκμεταλλευτούν οι ελληνικές τράπεζες, ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και της βελτίωσης της βαθμολογίας για την πιστοληπτική τους ικανότητα από τους οίκους αξιολόγησης.
Μέσω νέων εκδόσεων ομολογιακών τίτλων το τελευταίο διάστημα, έχουν βελτιστοποιήσει σημαντικά την κεφαλαιακή τους θέση και ταυτόχρονα μειώσει το μέσο κόστος εξυπηρέτησης των εν λόγω υποχρεώσεων.
Η στρατηγική αυτή θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, καθώς οι συνθήκες αναμένονται ιδιαίτερα ευνοϊκές για την επιτυχή εφαρμογή της.
Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικοί συστημικοί όμιλοι είχαν να ανέβουν την τελευταία εξαετία ένα Γολγοθά για την ενίσχυση των σχετικών δεικτών, στο πλαίσιο των στόχων που έθεσε ως προς τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB).
Οι εκδόσεις ομολόγων ξεκίνησαν το 2018, σε πολύ πιο δύσκολες για τον εγχώριο κλάδο συνθήκες, καθώς η πρόσβαση στις αγορές ήταν δυσχερέστερη, λόγω της τρωθείσας από την οικονομική κρίση εμπιστοσύνης και των θεμελιωδών αδυναμιών του.
Ελληνικές τράπεζες: Τα επιτεύγματα
Ωστόσο η έξοδος από τα μνημόνια, η εν συνεχεία άρση των capital controls, η βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών, αλλά και ο επιτυχημένος μετασχηματισμός των τραπεζών, μείωσαν τους κινδύνους και το έργο τους επιταχύνθηκε ραγδαία.
Με τον τρόπο αυτό οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να αντλήσουν από τις αγορές έως και σήμερα περί τα 15 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, σε δύο συστημικούς ομίλους, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς, οι δείκτες MREL είναι ήδη υψηλότερα από την περιοχή στην οποία πρέπει να βρίσκονται την Πρωτοχρονιά του 2026.
Από την άλλη σε Eurobank και Εθνική Τράπεζα υπερβαίνουν τα ελάχιστα επίπεδα του 2025 και είναι κοντά στον τελικό στόχο της αμέσως επόμενης χρονιάς.
Όπως λένε αναλυτές που παρακολουθούν τον κλάδο, «πλέον δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η επίτευξή του. Το ζητούμενο σε αυτή τη φάση αποτελεί η εκλογίκευση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων εκδόσεων, καθώς ένα μεγάλο μέρος τους υλοποιήθηκε την περίοδο του ακριβού χρήματος».
Πράγματι, οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν και κατά την περίοδο αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής την εκδοτική τους δραστηριότητα.
Με τον τρόπο αυτό αύξησαν τους δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας, ωστόσο ανέλαβαν χρέη με κουπόνια της τάξης του 7% – 8%.
Μέρος των κεφαλαίων που αντλούνται από τις νέες εκδόσεις χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή παλαιού χρέους με υψηλό κόστος εξυπηρέτησης. Σταδιακά τα ομόλογα με ακριβά κουπόνια θα αποπληρωθούν και τη θέση τους θα πάρουν τα νέα, των οποίων τα επιτόκια θα είναι σημαντικά χαμηλότερα.
Οι νέες συνθήκες
Μετά την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, που συνοδεύτηκε το από ανάλογες αναβαθμίσεις για τις εξυγιασμένες πλέον τράπεζες, το σχετικό κόστος υποχώρησε σημαντικά.
Πλέον, όμως υπέρ των πιστωτικών ιδρυμάτων λειτουργεί και η διαδικασία μείωσης των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ, η οποία ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο και θα συνεχιστεί, όπως όλα δείχνουν, με ικανοποιητικό ρυθμό έως και το τέλος του 2025.
Ως εκ τούτου, οι εγχώριοι όμιλοι έχουν αυτήν τη στιγμή την ευκαιρία να μειώσουν σημαντικό το κόστος αποπληρωμής των ομολόγων που είχαν εκδώσει τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο την κεφαλαιακή τους θέση.
Η συνθήκη αυτή είναι αναγκαία για:
– Την αύξηση του ποσοστού διανομής των κερδών τους
Όσο υψηλότεροι είναι οι κεφαλαιακοί δείκτες, τόσο περισσότερο μειώνονται οι κίνδυνοι.
Το γεγονός αυτό ενισχύει τα αιτήματα των τραπεζικών διοικήσεων προς τον SSM για ακόμη μεγαλύτερη επιβράβευση των μετόχων τους.
Πέρυσι, διανεμήθηκε το 25% του καθαρού αποτελέσματος, ενώ για εφέτος ο στόχος που έχει τεθεί ανεβάζει τον πήχη στο 40% και για το 2025 στο 50%.
– Την ενίσχυση του καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος
Μέρος των κεφαλαίων που αντλούνται από τις νέες εκδόσεις χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή παλαιού χρέους με υψηλό κόστος εξυπηρέτησης.
Σταδιακά τα ομόλογα με ακριβά κουπόνια θα αποπληρωθούν και τη θέση τους θα πάρουν τα νέα, των οποίων τα επιτόκια θα είναι σημαντικά χαμηλότερα.
Με τον τρόπο αυτό θα αναπληρωθεί μέρος των απωλειών που αναπόφευκτα θα προκύψει στα έσοδα από τόκους, λόγω της μείωσης των επιτοκίων στο υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων, όσο η ΕΚΤ θα περικόπτει τους παρεμβατικούς της δείκτες.
Θα προστατευτεί δηλαδή η οργανική και κατ΄ επέκταση η οργανική κερδοφορία για τι ελληνικές τράπεζες.
Πηγή: ΟΤ