Τρίτη, 22 Οκτωβρίου 2024
15.5 C
Athens

Γαλλία: Χρηματοδότηση 300 δισ. ευρώ θα ζητήσει από τις αγορές το 2025

Η Γαλλία θα πρέπει να εκδώσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών ύψους περίπου 300 δισ. ευρώ το 2025, ένα νέο ρεκόρ μετά από έκδοση 285 δισ. ευρώ το 2024 και 270 δισ. ευρώ το 2023, αναφέρει ειδικό σημείωμα του Γραφείου Ο.Ε.Υ. Παρισίων.

Στο ποσό αυτό των 300 δισ. ευρώ δεν υπολογίζονται οι προεξοφλήσεις χρέους  που γίνονται με πρωτοβουλία της Agence France Trésor (AGF), οργανισμού αντίστοιχου με τον ελληνικό Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, προκειμένου να διασφαλιστούν αναχρηματοδοτήσεις του δημοσίου χρέους ή χρέη με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής, οι οποίες ανήλθαν σε 21,4 δισ. ευρώ το 2024. Οι χρηματοδοτικές αυτές ανάγκες της τάξεως των 300 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του ΑΕΠ.

Παράλληλα, το γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών προβλέπει για το 2025 μία ελαφρά μείωση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού εντόκων κυρίως γραμματίων που αποσκοπεί στην κάλυψη απρόβλεπτων χρηματοδοτικών αναγκών. Το σχέδιο προϋπολογισμού για το έτος 2025 που κατατέθηκε από την κυβέρνηση στις 10 Οκτωβρίου τ.έ. προβλέπει μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών για το επόμενο έτος στα 306,7 δισ. ευρώ.

Γαλλία: Η διάρθρωση του χρέους και οι χρηματοδοτικές ανάγκες

Οι εν λόγω χρηματοδοτικές ανάγκες είχαν φτάσει το 2024 τα 319,4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων λόγω της ολισθηρής πορείας των δημόσιων οικονομικών, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολικά αισιόδοξη πρόβλεψη για τα δημόσια έσοδα σε συνάρτηση με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και τις προβλεπόμενες δημόσιες δαπάνες.

Με βάση το σχέδιο δημοσιονομικών περικοπών και φορολογικών επιβαρύνσεων, οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες που θα καλύψουν οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις θα μειωθούν αισθητά από 166,6 δισ. ευρώ το 2024 σε 135,6 δισ. ευρώ το 2025.

Η Γαλλία θα χρειαστεί 172,7 δισ. ευρώ δάνεια για να αναχρηματοδοτήσει –στην ονομαστική τους αξία- έξι κατηγορίες ομολογιακών δανείων

Αυτό αντιστοιχεί σε 5% του ΑΕΠ για το επόμενο έτος έναντι 6,1% για το τρέχον έτος, ένας λόγος δηλαδή χρέους προς ΑΕΠ αυξημένος κατά 1,8% στο 114,7%, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών οι οποίες βασίζονται σε ένα ρυθμό ανάπτυξης 1,1% το επόμενο έτος. Το γεγονός ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες δε μειώνονται αντίστοιχα με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων χρεών που θα φτάσει τα 174,8 δισ. ευρώ το 2025 έναντι 155,1 δισ. ευρώ το 2024.

Για την ακρίβεια, η Γαλλία θα χρειαστεί 172,7 δισ. ευρώ δάνεια για να αναχρηματοδοτήσει –στην ονομαστική τους αξία- έξι κατηγορίες ομολογιακών δανείων και 2,1 δισ. ευρώ για τίτλους που αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό.

Οικονομολόγοι της τράπεζας Barclays εξέφρασαν ανησυχίες ότι η Γαλλία θα χρειαστεί να εκδώσει το 2025 περισσότερα από 160 δισ. νέα μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα χρέη χωρίς να υπολογίζουμε την εξόφληση ληξιπρόθεσμων δανείων. Στο ποσό αυτό προστίθενται 60 δισ. που θα πρέπει να αντληθούν από ιδιώτες επενδυτές λόγω των επανεπενδύσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που συνδέονται με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω έκτακτων συνθηκών την περίοδο της πανδημίας.

Η χώρα θα χρειαστεί συνεπώς 187 δισ. νέα δάνεια

Σε τελική ανάλυση, με βάση τις ίδιες υποθέσεις, η χώρα θα χρειαστεί συνεπώς 187 δισ. νέα δάνεια τα οποία θα πρέπει να αναζητήσει από τις αγορές το επόμενο έτος και όχι 220 δισ., εκτιμούν οι αναλυτές. Η μείωση των προγραμμάτων αγοράς χρεών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά τη λήξη των επανεπενδύσεων, άρχισε από το 2022 στο πλαίσιο του προγράμματος τακτικών αγορών και αναχρηματοδότησής τους από ιδιώτες επενδυτές, αναφέρει ο Antoine Deruennes, ο Γενικός Διευθυντής της  Agence France Trésor.

Αξιοσημείωτο είναι ότι τα επιτόκια έχουν πτωτική τάση, παρά την άνοδο των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γερμανικά. Μετά την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που οδήγησε σε αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων με παράλληλη αύξηση του βασικού επιτοκίου το μέσο κόστος χρηματοδότησης της Γαλλίας αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ του 2022, όταν ήταν 1,04%, και του 2023 που έφτασε το 3,16%.

Αυτό δεν συνέβη το 2024 παρά την σταδιακή δημοσιονομική εκτροπή που ανησύχησε τις αγορές. Το μέσο κόστος μειώθηκε στο 3,13% φέτος, μετά από μία άνοδο στο 3,33% και στο 3,57% για τις εκδόσεις βραχυπρόθεσμων ομολόγων και μία πτώση από 3,03% σε 2,92% των μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων ομολόγων.

Μέσα σε ένα χρόνο, δηλαδή, τα επιτόκια μειώθηκαν από 3,5% σε 3% και η μέση διάρκεια λήξης του συνολικού χρέους σε 8,5 έτη, κάτι που επέτρεψε την εξομάλυνση της επίδρασης της αύξησης των επιτοκίων. Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους υπολογίζεται ότι θα ανέλθουν σε 45,8 δισ. ευρώ το 2024 ήτοι 1,5%, σύμφωνα με τους όρους του Μάαστριχτ, ενώ το συνολικό ύψος του χρέους ήταν, τον Αύγουστο του 2024, 2.382 δισ.

Για το 2025, το υπουργείο Οικονομικών βασίζεται στην υπόθεση ελαφράς μείωσης των επιτοκίων τρίμηνων των έντοκων γραμματίων μέχρι το 3% έναντι 3,2% σήμερα και με αύξηση των δεκαετών ομολόγων σε 3,6% έναντι του 3,02% σήμερα, γεγονός που θα αυξήσει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους το επόμενο έτος σε 54,4 δισ. Σε ό,τι αφορά στις άλλες πηγές χρηματοδότησης, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ελαφρά μείωση των πόρων που διατίθενται στο Ταμείο Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους και στοχεύουν στην απόσβεση χρέους από 6,5 σε 5,2 δισ.

Σύσταση εξεταστικής επιτροπής

Η Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής αποφάσισε στην πρώτη της συνεδρίαση για την εξέταση του σχεδίου νόμου για τον προϋπολογισμό 2025 να περιβληθεί –κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο στην κοινοβουλευτική πρακτική της χώρας- με τις εξουσίες και τα προνόμια εξεταστικής επιτροπής, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για τη δημοσιονομική εκτροπή της τελευταίας διετίας και την αποσιώπηση κρίσιμων στοιχείων για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.

Σημειώνεται βέβαια ότι όπως συμβαίνει και στη χώρα μας, πολλές εξεταστικές επιτροπές που συγκροτήθηκαν τα περασμένα χρόνια, όπως εκείνη για το 2023 για το θέμα της πυρηνικής ενέργειας ή για την υπόθεση Benalla, του πρώην σωματοφύλακα του Προέδρου Macron το 2018 δεν άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις και δεν κατέληξαν σε σαφή συμπεράσματα.

Αναζητούνται ευθύνες

Η εν λόγω εξεταστική επιτροπή θα προεδρεύεται από τον Eric Coquerel, Πρόεδρο της Επιτροπής ο οποίος ανήκει στο κόμμα της «Ανυπότακτης Γαλλίας» (LFI) και δύο εισηγητές, το Mathieu Lefèvre του κόμματος «Μαζί για τη Δημοκρατία» (EPR) και ένα μέλος του UDR, του κόμματος του Eric Ciotti, συμμάχου της Εθνικής Συσπείρωσης της Marine Le Pen.

Στόχος είναι να γίνει κατανοητό πώς προέκυψε η δημοσιονομική εκτροπή το 2023 και 2024 που υποχρεώνει το νέο πρωθυπουργό Michel Barnier να καταθέσει ένα σχέδιο προϋπολογισμού που περιλαμβάνει αυστηρά μέτρα δημοσιονομικών περικοπών και πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων. Η αίτηση για δημιουργία της επιτροπής θα πρέπει να κατατεθεί στην Πρόεδρο της Βουλής του κόμματος “Αναγέννηση”, Γιαέλ Μπρον Πιβέ, και στη συνέχεια να κονοποιηθεί στην κυβέρνηση και στους προέδρους των κοινοβουλευτικών ομάδων, οι οποίες θα έχουν μία σύντομη προθεσμία να εξετάσουν την πρόταση αυτή.

Ο πρωθυπουργός Michel Barnier δήλωσε ήδη ότι αποδέχεται τη σύσταση της εν λόγω επιτροπής. Οι εργασίες της επιτροπής θα αρχίσουν στα τέλη Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου, σύμφωνα με τον Eric Coquerel. Επισημαίνεται ότι μία πρώτη εισήγηση για το εν λόγω θέμα κατατέθηκε το περασμένο καλοκαίρι από τη Γενική Επιθεώρηση των Δημόσιων Οικονομικών η οποία, ωστόσο, δεν ικανοποιεί την εξεταστική επιτροπή του Κοινοβουλίου, όπως ανέφερε ο Charles de Courson, γενικός εισηγητής για το σχέδιο νόμου του προϋπολογισμού.

Αποκλίσεις δισ. ευρώ ανάμεσα στις εκτιμήσεις εσόδων και στις εισπράξεις

Οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής θα διαρκέσουν έξι μήνες. Ο γενικός εισηγητής του προϋπολογισμού, Charles de Courson, επισημαίνει ότι θα πρέπει να εξηγηθεί με ποιο τρόπο η απερχόμενη κυβέρνηση οδηγήθηκε σε καταφανώς λάθος εκτιμήσεις για την πορεία των δημοσίων εσόδων και αναφέρει ιδιαίτερα ως παραδείγματα την απόκλιση δισεκατομμυρίων ευρώ ανάμεσα στις εκτιμήσεις και τις πραγματικές εισπράξεις δημοσίων εσόδων και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο φόρο εταιρειών, το φόρο εισοδήματος και το φόρο προστιθέμενης αξίας.

Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός Michel Barnier επιθυμεί να χυθεί άπλετο φως και να καθοριστούν τα ακριβή στοιχεία, τα γεγονότα και η αλήθεια που θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της κυβέρνησης στα μάτια του γαλλικού λαού. «Θα απαιτήσουμε να δοθούν όλα τα στοιχεία και έγγραφα για να διαπιστώσουμε αν η κυβέρνηση απέκρυψε σκοπίμως την πραγματικότητα για τη δημοσιονομική κατάσταση τις παραμονές των ευρωπαϊκών εκλογών» ανέφερε ο βουλευτής του κόμματος UDR, Eric Ciotti.

Ο Μακρόν στο στόχαστρο

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής τονίζει ότι είτε πρόκειται για έλλειψη ειλικρίνειας ή για ανικανότητα και τα δύο είναι εξίσου σοβαρά. Ο φόβος των πολιτικών δυνάμεων που πρόσκεινται στον Πρόεδρο Macron είναι ότι η άκρα δεξιά και η άκρα αριστερά θα επιδιώξουν να επωφεληθούν από τη σύσταση αυτής της επιτροπής για να τη χρησιμοποιήσουν ως βήμα για πολιτική καταδίκη της δημοσιονομικής χαλαρότητας που επέδειξε η κυβέρνηση του Προέδρου Macron την τελευταία διετία.

ΜακρόνΜακρόν

Αρκετοί παρατηρητές προσάπτουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι δεν έθεσε ποτέ ως προτεραιότητα την ανόρθωση των δημοσίων οικονομικών από την περίοδο των έκτακτων δαπανών λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Το περιβάλλον του Gabriel Attal που είναι πλέον πρόεδρος του κόμματος «Μαζί για τη Δημοκρατία» (EPR) υπενθυμίζει ότι την περίοδο που ήταν στην πρωθυπουργία η κυβέρνηση έλαβε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για δημοσιονομική προσαρμογή, όπως η ακύρωση 10 δισ. πιστώσεων τον περασμένο Φεβρουάριο και το πάγωμα 16,5 δισ. σε ένα πρώτο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025. Οι ίδιοι επιμένουν ότι η διάλυση του Κοινοβουλίου και η παραίτηση της κυβέρνησης εμπόδισαν τη συνέχιση των προσπαθειών για δημοσιονομική προσαρμογή στα νέα δεδομένα.

Τι λέει ο πρώην υπουργός Οικονομικών

Από την πλευρά του, ο Bruno Le Maire, ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, δηλώνει απόλυτα ήρεμος και ετοιμάζεται να καταθέσει πειστικά επιχειρήματα επικαλούμενος ιδιαίτερα ότι είχε εισηγηθεί την κατάθεση τροποποιητικού σχεδίου προϋπολογισμού, το οποίο όμως αρνήθηκαν τόσο ο Πρόεδρος όσο και ο Πρωθυπουργός. Ο Bruno Le Maire θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της εξεταστικής επιτροπής και δηλώνει έτοιμος να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις με κάθε διαφάνεια, αρνούμενος να αποδεχθεί την ευθύνη για αυτή την πρωτοφανή δημοσιονομική εκτροπή.

Όπως είχε αναφέρει σε δήλωσή του στις 12 Σεπτεμβρίου ενώπιον εκατοντάδων προσκεκλημένων «ποιος θα μπορούσε ειλικρινά να υποστηρίξει ότι οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας για τις οποίες μας κατηγορούν σήμερα, ενώ οι ίδιοι μας προέτρεπαν να αυξήσουμε την περίοδο της μεγάλης κρίσης, δεν ήταν αναγκαίες σε μία οικονομική συγκυρία έκτακτης ανάγκης».

Η ξέφρενη αύξηση των δαπανών

Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει, η έκτακτη ενίσχυση στην τιμή της βενζίνης είχε τεθεί ως προϋπόθεση από το κόμμα Les Républicains για να ψηφίσουν το κόμμα τον προϋπολογισμό του 2023. Αντίστοιχα, οι δαπάνες που ήταν αναγκαίες την περίοδο του κορωνοϊού για τη διατήρηση του επιπέδου απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων οι οποίες θα έπρεπε να έχουν συγκυριακό χαρακτήρα παρέμειναν σε ισχύ για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ο Bruno Le Maire είχε ήδη ασκήσει κριτική στον ξέφρενο καλπασμό των δημοσίων δαπανών σε μία συγκυρία που κάθε Υπουργείο απαιτούσε πρόσθετες δαπάνες. Τον Ιούλιο, ο Bruno Le Maire και ο τότε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Gabriel Attal, πρότειναν πάγωμα της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων το 2024, μέτρο που θα απέδιδε δημοσιονομικό όφελος της τάξεως των 15 δισ. ευρώ. Ωστόσο, τόσο ο Πρόεδρος Macron όσο και η τότε Πρωθυπουργός άσκησαν βέτο επικαλούμενοι ότι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

Από την πλευρά του, ο Γερουσιαστής, Jean-François Husson, του κόμματος των Les Républicains, γενικός εισηγητής στην Επιτροπή Προϋπολογισμού χαρακτηρίζει ανορθολογική αισιοδοξία τις προβλέψεις για ανάπτυξη πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο προϋπολογισμός του 2024. Στις 7 Δεκεμβρίου 2023 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Θησαυροφυλακίου του Υπουργείου Οικονομικών προειδοποίησε τους ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής ότι το έλλειμμα του 2023 θα μπορούσε να φτάσει το 5,2% του ΑΕΠ, έναντι προβλέψεων για 4,9%.

Η απόκρυψη στοιχείων

Η πολιτική ηγεσία προέτρεψε τους συντάκτες της εν λόγω εισήγησης να μην καταθέσουν τα ακριβή στοιχεία, δεδομένης της αβεβαιότητας για την εξέλιξη της οικονομικής συγκυρίας, και να περιοριστούν στην επισήμανση ότι οι τάσεις δημοσιονομικού ελέγχου δεν είναι θετικές. Ο τότε υπουργός προέτρεψε, επίσης, τους βουλευτές του κόμματος του Προέδρου Macron να περιορίσουν τις τροπολογίες στις δαπάνες του προϋπολογισμού 2024 και βάσιζε τον προϋπολογισμό σε μια πρόβλεψη για έλλειμμα της τάξεως του 4,9%.

Ο κ. Husson καταγγέλλει στην περίπτωση αυτή μία απόκρυψη πληροφοριών που δε συνάδει με τον ισχύοντα νόμο για την παρακολούθηση της δημοσιονομικής πορείας της χώρας. Μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Gabriel Attal, ο Bruno Le Maire ανακοίνωσε, τον Ιανουάριο του 2024, μία αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ μία ομάδα δεκαπέντε γνωστών οικονομολόγων ανέλαβε να εκπονήσει σε μερικές εβδομάδες σχέδιο εξοικονόμησης 2 δισ. ευρώ για να ανακόψει την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών.

Το έλλειμμα στο 6,1% – Η μεγάλη απόκλιση

Το Φεβρουάριο μία νέα πρόβλεψη της Διεύθυνσης Θησαυροφυλακίου εκτίμησε ότι το έλλειμμα θα φτάσει στα τέλη του 2024 το 5,6% έναντι αρχικής πρόβλεψης για 5,2%. Ελάχιστοι υποστήριξαν τις προτάσεις αυτές τότε επικαλούμενοι την ανάγκη να μη μειωθούν οι δαπάνες για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.

Σε ό,τι αφορά στη μη αναπροσαρμογή των συντάξεων, ο Πρόεδρος Macron είχε αποφασίσει ότι το μέτρο αυτό δεν μπορεί να επιβληθεί λίγους μήνες πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές.

Επιπρόσθετα, όταν ο τότε υπουργός ανακοίνωσε ότι χρειάζεται μία νέα δέσμη μέτρων στο πλαίσιο ενός διορθωτικού του προϋπολογισμού νόμου, ο γενικός γραμματέας της Προεδρίας, Alexis Kohler, και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Gabriel Attal αρνήθηκαν σθεναρά, επικαλούμενοι τον κίνδυνο ανατροπής της κυβέρνησης από μία πρόταση μομφής.

Ο ίδιος ο Πρόεδρος Macron τοποθετούμενος στο ζήτημα αυτό είχε αναφέρει ότι η Γαλλία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα υπερβολικών δαπανών, αλλά πρόβλημα μείωσης των δημοσίων εσόδων και συνεπώς δεν υπάρχει λόγος ψήφισης διορθωτικού προϋπολογισμού.

Σε κάθε περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι η αρχική πρόβλεψη για 4,4% του δημοσιονομικού ελλείμματος στα τέλη του 2024 διαψεύστηκε οικτρά και ανακοινώθηκε ότι το έλλειμμα θα προσεγγίσει τελικά, στα τέλη του έτους, το 6,1%, ήτοι μία τεράστια απόκλιση της τάξεως των 50 δισ. ευρώ που είναι πρωτοφανής για μία περίοδο που δε δικαιολογείται από μία μεγάλη κρίση.

Η κριτική για το οικονομικό σχέδιο Μακρόν

Η επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην έκρηξη των δαπανών κατά 16 δισ. ευρώ επιπλέον των τοπικών και περιφερειακών κοινοτήτων και στην εσφαλμένη εκτίμηση συσχέτισης των δημοσίων εσόδων με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Οι υποστηρικτές του Προέδρου Macron ανησυχούν ότι οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής θα στοχεύσουν στη συνολική καταδίκη της οικονομικής πολιτικής της τελευταίας διετίας.

Στο επίκεντρο του Macronisme, του σχεδίου του Προέδρου Macron, υπάρχει μία μακροοικονομική στρατηγική δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, επαναβιομηχάνισης της οικονομίας, προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και μείωσης της ανεργίας.

Αυτά όντως επιτεύχθηκαν μετά το 2022 με τίμημα, ωστόσο, τη διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Το ερώτημα που θέτουν όλοι οι παρατηρητές είναι αν ο Πρόεδρος Macron είχε σαφή γνώση της καταστροφικής πορείας των δημόσιων οικονομικών στις 9 Ιουνίου, όταν αποφάσισε τη διάλυση της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Όπως υποστηρίζουν, η ψήφιση του προϋπολογισμού 2025 με τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα ήταν ανέφικτη, εφόσον θα οδηγούσε σε μία ψήφο δυσπιστίας. Κατά συνέπεια, ήταν προτιμότερο να αναλάβει την ευθύνη μία νέα κυβέρνηση.

Πηγή: ΟΤ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ NEA