Στον κατώφλι ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου βρίσκεται η οικονομικώς λαβωμένη Γηραιά Ήπειρος, με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) να αιμορραγεί εν όψει μιας αναπόφευκτης σινοαμερικανικής σύγκρουσης με πρωταγωνιστές τους Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ.
O εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ απείλησε να αυξήσει τους δασμούς της χώρα του στο 60% στις εισαγωγές από την Κίνα και κατά 10% έως 20% στις εισαγωγές από άλλους εμπορικούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ. Κατά το γνωστό think tank Bruegel, με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ θα αγνοούσαν τις δεσμεύσεις τους από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), με δυνητικά σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία.
Ως απάντηση σε αυτήν την απειλή, η ΕΕ θα πρέπει να ακολουθήσει μια στρατηγική τριών αξόνων.
Οι τρεις άξονες
Πρώτον, η ΕΕ θα πρέπει να συνεργαστεί διμερώς με τις ΗΠΑ για την αποφυγή της επιβολής δασμών. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει πρόταση εξέτασης μέτρων για τη διευκόλυνση του διμερούς εμπορίου και τη συνεργασία για την οικονομική ασφάλεια, καθιστώντας ταυτόχρονα σαφές ότι τυχόν εμπορικά μέτρα που θα εγκρίνει η ΕΕ θα είναι συνεπή με τους κανόνες του ΠΟΕ.
Αυτή η προσφορά θα πρέπει να υποστηριχθεί με μια αξιόπιστη απειλή αντιποίνων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να επιβάλουν δασμούς στις εξαγωγές της ΕΕ. Τα αντίποινα θα μπορούσαν να λάβουν την εξής μορφή: Η ΕΕ θα αύξανε τους δασμούς της σε όλες τις εξαγωγές των ΗΠΑ στο ίδιο επίπεδο με τους δασμούς των ΗΠΑ, εκτός από τα προϊόντα που εισάγονται από τις ΗΠΑ που προσδιορίζονται ως κρίσιμα για την ΕΕ.
Δεύτερον, η ΕΕ θα πρέπει να ενεργήσει για να διατηρήσει ένα λειτουργικό πολυμερές εμπορικό σύστημα βασισμένο σε κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της επίλυσης διαφορών, και θα πρέπει να συνεχίσει να επιδιώκει τη μεταρρύθμιση του ΠΟΕ. Για το σκοπό αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να οικοδομήσει έναν συνασπισμό χωρών που θα περιλαμβάνει βασικούς παράγοντες από τον Παγκόσμιο Βορρά και τον Παγκόσμιο Νότο έτοιμους να ηγηθούν σε αυτήν την προσπάθεια.
Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να είναι έτοιμη να αναλάβει ηγετικό ρόλο τόσο στον ΠΟΕ όσο και στη Συμφωνία του Παρισιού
Τρίτον, η ΕΕ πρέπει να επεκτείνει το δίκτυο των διμερών και περιφερειακών προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών της. Προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η επικύρωση της συμφωνίας με τη Mercosur, αλλά η ΕΕ πρέπει επίσης να στοχεύει στη βελτίωση των εμπορικών σχέσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελβετία και στην περαιτέρω ενίσχυση των εταιρικών σχέσεων στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού και με την Αφρική.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ εγείρει θεμελιώδεις προκλήσεις για την ΕΕ. Σε διεθνές επίπεδο, ο κύριος κίνδυνος είναι ότι η μονομερής δράση των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποδυναμώσει μοιραία τρεις θεσμούς που είναι κρίσιμοι για τα συμφέροντα της ΕΕ: το ΝΑΤΟ, τη Συμφωνία του Παρισιού που σφυρηλατήθηκε στη Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Επιπλέον, απειλώντας να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές από την ΕΕ και πολλές άλλες οικονομίες, οι πολιτικές του Τραμπ θα μπορούσαν να έχουν επιζήμιες επιπτώσεις στην οικονομία της ΕΕ τόσο άμεσα όσο και αποδυναμώνοντας την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ και της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτές οι προκλήσεις είναι αλληλένδετες και απαιτούν στρατηγική απάντηση. Η ΕΕ πρέπει να ενεργήσει αποφασιστικά για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της με συντονισμένο και ενιαίο τρόπο και να επιδείξει ικανότητα διεθνούς ηγεσίας. Δεν θα πρέπει να λάβει μέτρα που θα συνέβαλαν περαιτέρω στη διάβρωση των πολυμερών θεσμών. Θα πρέπει να ενισχύσει τις συνεργασίες της με τις ομοϊδεάτισσες χώρες και τον Παγκόσμιο Νότο.
Η ΕΕ και τα μέλη της θα πρέπει να είναι έτοιμα να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες προκειμένου να αναλάβουν μεγαλύτερη δέσμευση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να είναι έτοιμη να αναλάβει ηγετικό ρόλο τόσο στον ΠΟΕ όσο και στη Συμφωνία του Παρισιού. Αυτό συνεπάγεται τη διατήρηση της πορείας της μηδενικής δέσμευσής της και την προώθηση της μεταρρύθμισης του ΠΟΕ.
Υπάρχει, δε, κίνδυνος η νέα κυβέρνηση Τραμπ να τροποποιήσει δύο σειρές δασμών: έναν δασμό 10% έως 20% για το «πιο ευνοούμενο κράτος» (MFN) σε αγαθά που εισάγονται από τις ΗΠΑ από όλους τους εμπορικούς εταίρους τους και έναν ξεχωριστό δασμό 60 τοις εκατό σε προϊόντα κινεζικής καταγωγής.
Οι κύριες διαφορές
Οι νέοι δασμοί Τραμπ θα διαφέρουν από αυτούς της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ σε δυο σημαντικά σημεία:
- Πρώτον, οι δασμοί σε προϊόντα από την Κίνα θα αυξηθούν κατά 60% αντί για 25%.
- Δεύτερον, όλες οι άλλες χώρες (εκτός πιθανώς από τον Καναδά και το Μεξικό) θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν έναν πρόσθετο δασμό 10% έως 20% στις εξαγωγές τους στις ΗΠΑ, αντί απλώς ενός δασμού 25% στον χάλυβα και 10% στα προϊόντα αλουμινίου. Αν και δεν είναι σαφές εάν θα εφαρμοστεί ένα γενικό τιμολόγιο, είναι σημαντικό να αναλυθεί ο αντίκτυπος ενός χειρότερου σεναρίου.
Ένας γενικός δασμός θα μπορούσε να αυξήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ και αλλού, ειδικά εάν οδηγήσει σε εμπορικό πόλεμο και περαιτέρω κατακερματισμό του εμπορίου, αλλά η έκταση του αποτελέσματος εξαρτάται από το πώς θα αντιδράσουν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες.
Εάν υποθέσουμε ότι η Κίνα θα αντιδράσει στους νέους δασμούς Τραμπ όπως είχε αντιδράσει στους δασμούς της πρώτης διακυβέρνησής του, τότε, δεδομένου ενός αμφίδρομου δασμού 60%, θα γίνουμε μάρτυρες ενός σχεδόν πλήρους αποκλεισμού του διμερούς εμπορίου ΗΠΑ-Κίνας.
Και το κεντρικό ερώτημα είναι: τι επιπτώσεις θα έχει μια τυχόν αποσύνδεση των δυο χωρών για τις ΗΠΑ, την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο (και ειδικότερα την ΕΕ), λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι εξαγωγές από τον υπόλοιπο κόσμο στις ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης να υπόκειται σε πρόσθετο τιμολόγιο 10 τοις εκατό έως 20 τοις εκατό;
Ο οικονομικός αντίκτυπος μιας τέτοιας αποσύνδεσης ΗΠΑ-Κίνας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον βαθμό στον οποίο οι ΗΠΑ και η Κίνα θα μπορούσαν να ανακατευθύνουν το διμερές εμπόριό τους προς και από (α) άλλους εταίρους και (β) εγχώριους παραγωγούς και καταναλωτές.
Αλλά, ακόμα κι αν οι ΗΠΑ και η Κίνα καταφέρουν να ανακατευθύνουν τις διμερείς εμπορικές ροές τους με σχετική ευκολία -δεδομένου ότι η διαδικασία ξεκίνησε ήδη από την πρώτη διακυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίστηκε επί Μπάιντεν- είναι πιθανόν οι τιμές που συνδέονται με αυτές τις νέες πηγές εφοδιασμού να είναι υψηλότερες από πριν.
Εν τω μεταξύ, οι τιμές των εξαγωγών θα μειωθούν. Ως εκ τούτου, οι όροι εμπορίου τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας και επομένως το διαθέσιμο εισόδημα τόσο των κατοίκων των ΗΠΑ όσο και των Κινέζων, θα μειωθούν.
Ο αντίκτυπος του σοκ
Ο αντίκτυπος αυτού του σοκ στην παραγωγή και τον πληθωρισμό θα εξαρτηθεί από το πώς θα ανταποκριθεί η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπίσει πολλές πιθανές δυσκολίες, ανάλογα με:
- τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ θα διαχειριστούν την αύξηση των δασμών τους,
- το εάν και σε ποιο βαθμό η ΕΕ επιβάλει δασμούς αντιποίνων και
- τo εάν οι νέοι δασμοί Ντόναλντ Τραμπ ua πυροδοτήσουν έναν ευρύτερο εμπορικό και νομισματικό πόλεμο.
Οι πρόσθετοι δασμοί από 10% έως 20% που θα επιβάλουν οι ΗΠΑ στην ΕΕ και στον υπόλοιπο πλανήτη θα πλήξουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγικές βιομηχανίες -συμπεριλαμβανομένου του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας- οι οποίες ήδη κλονίζονται από τον αντίκτυπο του υψηλότερου ενεργειακού κόστους και του ανταγωνισμού από την Κίνα.
Ταυτόχρονα, η δημοσιονομική τόνωση των ΗΠΑ, ο υψηλότερος πληθωρισμός και το ισχυρότερο δολάριο θα έκαναν τις εξαγωγές των ΗΠΑ πιο ακριβές και θα δημιουργούσαν αντισταθμιστική ζήτηση για τις εξαγωγές της ΕΕ.
Η καθαρή μακροοικονομική επίδραση στην ΕΕ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Εάν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια για να αντισταθεί στον «εισαγόμενο» πληθωρισμό -όπως πιθανότατα θα έκανε- είναι πιθανόν να περιορίσει το μέγεθος της ζημιάς.
Οι πιέσεις για αύξηση των δασμών κατά της Κίνας (είτε από την κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ, είτε από τις βιομηχανίες της ΕΕ που πλήττονται από τον αναπροσανατολισμό των κινεζικών εξαγωγών στην Ευρώπη) θα είχαν παρόμοιες επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, οι υψηλότεροι δασμοί θα λειτουργούσαν σαν ένα περαιτέρω αρνητικό σοκ προσφοράς στην οικονομία της ΕΕ.
Συνοψίζοντας, ο αντίκτυπος των νέων δασμών του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τον πλανήτη θα μπορούσε να είναι τρομερός, αν και η έκταση της ζημίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Η απάντηση της ΕΕ στην απειλή των αμερικανικών δασμών θα πρέπει να είναι στρατηγική και να συνάδει με την επείγουσα ανάγκη ενίσχυσης της ενιαίας αγοράς της ΕΕ και της διατήρησης της πορείας της προς την πράσινη μετάβαση. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να διατηρήσει τη δέσμευσή της περί ανοίγματος και να συνεχίσει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στη διεθνές στερέωμα.
Εμπορική πολιτική
Όσον αφορά την εμπορική πολιτική, η απάντηση της ΕΕ θα μπορούσε να έχει τρία στοιχεία:
- Διμερή δέσμευση με τις ΗΠΑ για την αποφυγή της επιβολής δασμών.
- Δράση για τη διατήρηση ενός λειτουργικού συστήματος εμπορίου βασισμένου σε κανόνες, εν μέσω συνέχισης της προώθησης της μεταρρύθμισης του ΠΟΕ.
- Ενίσχυση του δικτύου εμπορικών συμφωνιών και εταιρικών σχέσεων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των χωρών του παγκόσμιου Νότου.
Η νέα απειλή από τον Ντόναλντ Τραμπ για γενικούς δασμούς είναι πολύ πιο σοβαρή και συστημική από τα μέτρα εμπορικής πολιτικής κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Τα νέα μέτρα που έχουν επιδοθεί υποδηλώνουν ότι οι ΗΠΑ θα παραβιάσουν την πιο θεμελιώδη δέσμευση της ΓΣΔΕ/ΠΟΕ, ανατρέποντας την πρόοδο όσον αφορά στην απελευθέρωση των δασμών που έχει επιτευχθεί από το 1947.
Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να επιδιώξουν να αποσπάσουν από την Κίνα ή από άλλες χώρες δεσμεύσεις για την παροχή προτιμησιακής πρόσβασης στην αγορά των ΗΠΑ, κάτι που θα ήταν ασυμβίβαστο με τον κανόνα MFN του ΠΟΕ.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάρρευση του συστήματος ΓΣΔΕ/ΠΟΕ, το οποίο αποτέλεσε προπύργιο για την ανάπτυξη και την ανάπτυξη στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό η ΕΕ να βαθμονομεί την απάντησή της προσεκτικά και να ενεργεί με συνέπεια με το στρατηγικό της συμφέρον για τη διατήρηση ενός συστήματος συναλλαγών που βασίζεται σε κανόνες.
Δεσμεύσεις
Η δέσμευση με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να περιλαμβάνει τρία στοιχεία:
- Μέτρα συνεπή με τον ΠΟΕ για τη διευκόλυνση του διμερούς εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και των Η.Π.Α.
- Συνεργασία για την οικονομική ασφάλεια.
- Αποτροπή αυξήσεων δασμών των ΗΠΑ μέσω μιας αξιόπιστης και αποτελεσματικής απειλής αντιποίνων.
Εν όψει της απειλής του Ντόναλντ Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) θα πρέπει να ενεργήσει γρήγορα για να δημιουργήσει μια αποτελεσματική και αξιόπιστη απειλή αντιποίνων. Η Κομισιόν διαθέτει εκτενή εμπειρία στην ανάπτυξη λιστών αντιποίνων και, κατά πάσα πιθανότητα, έχει ήδη έτοιμη μια τέτοια λίστα.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να είναι ανοιχτές στη συμμετοχή των ΗΠΑ και της Κίνας, αν και η ανάληψη πρωτοβουλίας δεν θα πρέπει να εξαρτάται από την ετοιμότητά τους να συμμετάσχουν. Η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή, όχι μόνο από τις χώρες του ΟΟΣΑ αλλά και από χώρες του παγκόσμιου Νότου. Η ΕΕ θα πρέπει να συνεργαστεί περαιτέρω σε πολιτικό επίπεδο με την Ινδία και τη Νότια Αφρική, οι οποίες επί του παρόντος αντιτίθενται στην ενσωμάτωση ανοιχτών πολυμερών συμφωνιών στη θεσμική δομή του ΠΟΕ.
Το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο προοιωνίζει πως η ΕΕ είναι απίθανον να κατορθώσει να βελτιώσει τις εμπορικές της σχέσεις είτε με τις ΗΠΑ είτε με την Κίνα, εντούτοις, θα πρέπει να εκπονήσει ένα προνοήσει ένα σχέδιο με ισχυρά ισοδύναμα.
Ένας άλλος σημαντικός στόχος θα ήταν η ενίσχυση της παρουσίας της ΕΕ στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και στην Αφρική. Η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την Ινδονησία, την Αυστραλία και πιθανώς άλλες χώρες της ASEAN θα μπορούσε να παράσχει τη βάση για μια στενότερη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και της CPTPP, συνδέοντας έτσι την ΕΕ με τον πιο δυναμικό πόλο ανάπτυξης του πλανήτη.
Η απάντηση της ΕΕ στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ απαιτεί προσαρμογή της στρατηγικής εμπορικής πολιτικής της ΕΕ, παράλληλα με την ανάπτυξη ενός νέου δόγματος οικονομικής ασφάλειας. Η Κομισιόν οφείλει να παρουσιάσει ένα όραμα για το πώς η ΕΕ μπορεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό του συστήματος συναλλαγών που βασίζεται σε κανόνες, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις, διατηρώντας παράλληλα τη δέσμευση περί ανοίγματος.