Στις συμπληγάδες της παραπαίουσας παγκόσμιας ζήτησης και των επίμονων πιέσεων των τιμών παρέμεινε η γερμανική οικονομία, η οποία, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Weil, Gotshal & Manges LLP, αποτελεί πλέον μία από τις χειρότερες χώρες για το επιχειρείν.
Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωπαϊκής ηπείρου πρόκειται να καταταχθεί ως η πιο «ταλαιπωρημένη αγορά» για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, σύμφωνα με τις προβλέψεις των Weil, Gotshal & Manges LLP. Στο απαισιόδοξο σενάριο της δικηγορικής εταιρείας – που περιλαμβάνει περαιτέρω δυσκολίες της αλυσίδας εφοδιασμού και προστατευτικές εμπορικές πολιτικές – τα επίπεδα δυσφορίας στη Γερμανία θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα επίπεδα που έφτασε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο Bloomberg ο Andrew Wilkinson, συνεργάτης στη Weil και συνεπικεφαλής του τμήματος πρακτικών αναδιάρθρωσης, «είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτό που συμβαίνει είναι πολύ ασυνήθιστο για την Ευρώπη».
Η αυξανόμενη πίεση στη Γερμανία έρχεται σε ένα καλύτερο πλαίσιο που επικρατεί σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Η μεγάλη αγορά ακινήτων της χώρας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις από την ταχεία άνοδο των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια, ενώ μεγάλοι βιομηχανικοί παίκτες όπως η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen AG και ο κολοσσός χημικών BASF SE αναλαμβάνουν εκτεταμένα μέτρα μείωσης του κόστους, τα οποία έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε ολόκληρη την οικονομία.
Δυσφορία… για την αβεβαιότητα
Ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Κινδύνου Weil, ο οποίος καταρτίζεται με δεδομένα από περισσότερες από 3.750 εισηγμένες ευρωπαϊκές εταιρείες, ορίζει τη δυσφορία ως την «αβεβαιότητα σχετικά με τη θεμελιώδη αξία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, αστάθεια και αύξηση του αντιλαμβανόμενου κινδύνου», καθώς και διαταραχή της επιχείρησης που μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα πληρωμής των υποχρεώσεων.
Οι βιομηχανικοί κλάδοι ήταν ο πιο «ταλαιπωρημένος» κλάδος στην Ευρώπη το πιο πρόσφατο τρίμηνο, με επίπεδα κινδύνου στα υψηλότερα από τον Σεπτέμβριο του 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της Weil. Με τις επιχειρήσεις να αναβάλλουν έργα μεγάλης κλίμακας λόγω υψηλότερου κεφαλαιακού κόστους και αβέβαιης ζήτησης, είναι «ευάλωτες στη στασιμότητα», ανέφερε η έκθεση.
«Δεν το περιμέναμε… αφού δεν το είδαμε ούτε στην παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008. Μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες και μεταποιητικές επιχειρήσεις στη Γερμανία καταρρεύουν», δήλωσε ο Wilkinson. «Οι προμηθευτές, από την άλλη πλευρά, θα αρχίσουν να συμπιέζονται αρκετά το επόμενο διάστημα», πρόσθεσε.
Αθετήσεις πληρωμών
Ήδη, η Γερμανία βλέπει αρκετούς προμηθευτές να υποβάλλουν αίτηση αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της μηχανολογικής εταιρείας Manz AG, της οποίας οι επενδύσεις στην τεχνολογία μπαταριών παρέλυσαν ενόψει της αδύναμης ζήτησης, και του προμηθευτή αυτοκινήτων Walter Klein GmbH, που έχει ως πελάτες τη Mercedes Benz και τη Volkswagen.
Συνολικά, η Γερμανία είχε τον υψηλότερο αριθμό εταιρικών πτωχεύσεων από την οικονομική κρίση το τέταρτο τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Halle.
Το 2024, ο αριθμός των εταιρικών αθετήσεων στην Ευρώπη ξεπέρασε τις προσδοκίες της Weil, γεγονός που μπορεί εν μέρει να οφείλεται στην αυξημένη χρήση των λεγόμενων συναλλαγών διαχείρισης παθητικού, σύμφωνα με τον Wilkinson. Ενώ οι εταιρείες που αναλαμβάνουν αυτές τις αναθεωρήσεις των δομών του χρέους τους συχνά ασκούν δραστηριότητες, οι οίκοι αξιολόγησης μπορεί να θεωρούν τέτοιους ελιγμούς ως αθετήσεις.
«Δεν είναι εταιρείες που πρόκειται να καταρρεύσουν, πρόκειται για χρεοκοπίες για λόγους κεφαλαιακής διάρθρωσης», εξηγεί ο Wilkinson. «Πιστεύω όμως ότι το ποσοστό αθέτησης υποχρεώσεων θα μπορούσε πραγματικά να αρχίσει να αυξάνεται στην Ευρώπη, αντανακλώντας αυτές τις συναλλαγές», πρόσθεσε.
Πηγή: ΟΤ