Ένα από τα βασικά προβλήματα για ελληνική οικονομία σύμφωνα με έκθεση του ΙΟΒΕ παραμένει το 8,9% των ελληνικών επιχειρήσεων οι οποίες αδυνατούν εδώ και χρόνια να καλύψουν δανειακά ανοίγματα ύψους 42,3 δισ. ευρώ. Για αυτό και έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικούς ως ζόμπι»
Ειδικό τμήμα της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ εξετάζει το συγκεκριμένο ζήτημα, ζητώντας την επιτάχυνση της εκκαθάρισης των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων για αυτή την κατηγορία των επιχειρήσεων. Όπως προκύπτει, Η ανάλυση στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνει ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας ότι η παρατεταμένη παρουσία κόκκινων επιχειρηματικών δανείων και εταιρειών «ζόμπι» αποτελούν εμπόδιο στις προοπτικές επενδύσεων και απασχόλησης, ενώ επιδρούν αρνητικά στην παραγωγικότητα και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων.
Οι επιδράσεις είναι τόσο άμεσες σε επίπεδο εταιρείας, όσο και ευρύτερες σε επίπεδο συνολικής οικονομίας, καθώς διαχέονται σε υγιείς επιχειρήσεις του κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας, πλήττοντας έτσι τον υγιή ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
IOBE: Πού κρύβονται τα επιχειρηματικά ζόμπι στην Ελλάδα
Τα «κόκκινα» δάνεια
Τα κόκκινα δάνεια των εταιριών αυτών, τα οποία βρίσκονται ακόμη στη διαχείριση των εμπορικών τραπεζών, είναι 8,9 δισ. ευρώ. Εάν στα δάνεια αυτά προστεθούν και τα 33,4 δισ. ευρώ τα οποία έχουν μεταβιβαστεί από τις τράπεζες σε servicers μέχρι και το τέλος του 2022 αλλά δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί, φτάνουν τα 42,3 δισ. ευρώ.
Βεβαίως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυτής της κατηγορίας είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της πολυετούς κρίσης της οικονομίας και μετά την κορύφωση τους στα 58 δισ. ευρώ το 2015 έχουν μειωθεί σημαντικά. Ειδικότερα, την περίοδο 2006-2015 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυτής της κατηγορίας είχαν εκτιναχθεί από τα 10 δισ. ευρώ στα 58 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας στο τέλος της περιόδου το 47,0% του συνόλου των επιχειρηματικών δανείων.
Αντίθετα, την περίοδο 2016 μέχρι και 2022 η πορεία ήταν αντίστροφη με αποτέλεσμα τα δάνεια αυτής της κατηγορίας να μειωθούν στους ισολογισμούς των τραπεζών κατά 49,1 δισ. ευρώ στα 8,9 δισ. ευρώ το 2022 αντιστοιχώντας στο 8,1% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα χρόνια της κρίσης
Το φαινόμενο των επιχειρήσεων που αδυνατούσαν να καλύψουν τόκους και χρεολύσια των δανείων τους αυξήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της κρίσης 2010 -2018. Το εκτιμώμενο ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» εμφάνισε αύξηση από το 10% έως το 18,6% στο χρονικό διάστημα 2005-2013 και στη συνέχεια αποκλιμακώθηκε, φτάνοντας το 8,9% του συνόλου το 2022.
Τώρα, συγκριτικά με την τάξη μεγέθους των επιχειρήσεων βάσει κύκλου εργασιών, παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό «ζόμπι» επιχειρήσεων στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, με την τάση να είναι πτωτική μετά το 2013 σε όλες τις τάξεις μεγέθους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην περίοδο 2005-2016, το ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» ήταν υψηλότερο στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις μικρομεσαίες.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το εκτιμώμενο ποσοστό επιχειρήσεων «ζόμπι» παρουσιάζει θετική συσχέτιση με το ποσοστό των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων στους τραπεζικούς ισολογισμούς την περίοδο 2002-2021. Ωστόσο, η άνοδος του ποσοστού «ζόμπι» επιχειρήσεων προηγήθηκε της ανόδου του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στους τραπεζικούς ισολογισμούς, ενώ και η μείωση του ποσοστού «ζόμπι» επιχειρήσεων προηγήθηκε της μείωσης του ποσοστού Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων. Η διαφορετική πορεία εξέλιξης μεταξύ των δύο δεικτών, πιθανόν αναδεικνύει ότι το ποσοστό «ζόμπι» είναι σε ένα βαθμό πρόδρομος δείκτης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων.
Τι συμβαίνει στους επιμέρους κλάδους
Όπως τονίζεται από το ΙΟΒΕ η πρόσφατη περίοδος ταχύτερης μείωσης του αριθμού των «ζόμπι» σε σχέση με τα ΜΕΑ, έχει την αιτία της στη συσσώρευση και καθυστέρηση διευθέτησης προβληματικών δανείων από τις τράπεζες σε επιχειρήσεις που έχουν διακόψει τη λειτουργία τους και βρίσκονται σε κατάσταση εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, δεν συμπεριλαμβάνονται στη βάση της ICAP που έχει κάνει και την αρχικά καταγραφή της κατάστασης. Επιπλέον, το ποσοστό των “ζόμπι” επιχειρήσεων είναι μεγαλύτερο του μεριδίου συγκέντρωσης κεφαλαίου σε “ζόμπι” επιχειρήσεις έως το 2008 και μετά το 2017, που σημαίνει ότι η μέση εταιρεία “ζόμπι” ήταν μικρότερη σε μέγεθος πριν και μετά την ελληνική κρίση.
Η κλαδική ανάλυση της εξέλιξης των εταιρειών «ζόμπι» (Διάγραμμα 4.4) αποτυπώνει υψηλότερη διαχρονικά πυκνότητα «ζόμπι» από τον μέσο όρο της οικονομίας στις Κατασκευές (F), τα Καταλύματα και Εστίαση (I) και τη Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας (L). Παράλληλα, ο βαθμός συγκέντρωσης παγίου κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» ήταν υψηλότερος του μέσου όρου της οικονομίας σε τομείς όπως η Μεταποίηση (C), η Ενέργεια (D), η Μεταφορά και Αποθήκευση (H), η Ενημέρωση και Επικοινωνία (J), η Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας (L), οι Επαγγελματικές και Τεχνικές Δραστηριότητες (M). Εξετάζοντας το ύψος των υποχρεώσεων προς τράπεζες των ΜΧΕ, ο τομέας των Κατασκευών εμφανίζει συστηματικά τις υψηλότερες υποχρεώσεις από επιχειρήσεις «ζόμπι», ειδικότερα από το 2008 και μετά οπότε ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση. Επίσης, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις «ζόμπι» στους τομείς της Μεταποίησης (C) και του Εμπορίου (G) εμφάνιζαν συστηματικά αξιοσημείωτο ύψος υποχρεώσεων προς τις τράπεζες.
Τι πρέπει να γίνει
Καταλήγοντας, αναδεικνύεται η σημασία για την ελληνική οικονομία της ταχείας διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και της περαιτέρω μείωσης του αριθμού των εταιρειών «ζόμπι». Ως άμεσες θετικές επιδράσεις ξεχωρίζουν οι αναμενόμενοι υψηλότεροι ρυθμοί επενδύσεων, απασχόλησης και παραγωγικότητας στην οικονομία λόγω του υψηλότερου μεριδίου των υγιών επιχειρήσεων.
Στις έμμεσες θετικές επιδράσεις συγκαταλέγονται η βελτίωση των προοπτικών λειτουργίας και ανάπτυξης στις υπάρχουσες υγιείς επιχειρήσεις λόγω απελευθέρωσης χρηματοοικονομικών και φυσικών πόρων και αποτελεσματικότερης κατανομής αυτών στο σύνολο της οικονομίας και εντός επιμέρους τομέων οικονομικής δραστηριότητας προς πιο παραγωγικές κατευθύνσεις.
Προτεραιότητες πολιτικής με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική μείωση των ΜΕΑ και του αριθμού των εταιρειών «ζόμπι» αναμένεται να βελτιώσουν την ταχύτητα και το εύρος κάλυψης του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας, καθώς και τη μείωση του ποσοστού ανεργίας.
Επιπλέον, δύνανται να ενισχύσουν την προοπτική ενίσχυσης της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, καθώς και ανακατανομής του κεφαλαίου σε παραγωγικές επενδύσεις, που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη ισχυρών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μεσο-μακροχρόνια.
Πηγή: OT