Η ελληνική οικονομία κινείται σε τροχιά ανάκαμψης, με τους δείκτες εισοδήματος, κατανάλωσης και επενδύσεων να κινούνται θετικά, ενώ η ανεργία παραμένει στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας. Πίσω όμως από αυτή την εικόνα σταθερότητας, οι ανακοινώσεις για τη συρρίκνωση της αποταμίευσης και τη μείωση των καταθέσεων αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα, όπου η κατανάλωση τροφοδοτείται όλο και περισσότερο από τραπεζικό δανεισμό.
Η εικόνα αν και ως αιτία έχει διαφορετική αφετηρία, θυμίζει τις δεκαετίες πριν την κρίση, όταν η ευημερία μετριόταν με το ρυθμό κατανάλωσης και όχι με την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.
Η αντιστροφή της τάσης
Τον περασμένο Αύγουστο τα στοιχεία εμφάνιζαν αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, κυρίως λόγω εποχικών εισροών από τον τουρισμό. Η εικόνα, όμως, ανατράπηκε γρήγορα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν τον Σεπτέμβριο κατά 454 εκατ. ευρώ, φθάνοντας στα 137,7 δισ. ευρώ. Παράλληλα, τα δάνεια προς τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά 2,6% σε ετήσια βάση, με τα καταναλωτικά δάνεια να σημειώνουν άνοδο άνω του 6%.
Την ίδια στιγμή, η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ότι το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 4,5% το 2024, αλλά η κατανάλωση κατά 4,6% , οδηγώντας σε αρνητική αποταμίευση (-2,5%). Με απλά λόγια, οι Έλληνες ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα κερδίζουν.
Η στροφή αυτή δεν είναι μόνο σε επίπεδο στατιστικών στοιχείων. Είναι ενδεικτική ενός κλίματος κόπωσης των νοικοκυριών, καθώς το «μαξιλάρι» που είχαν δημιουργήσει τα προηγούμενα χρόνια μετά την πανδημία, κυρίως μέσω μειωμένης κατανάλωσης και περιορισμένων ταξιδιών, έχει αρχίσει να εξαντλείται.
Κατανάλωση σε βάρος της αποταμίευσης
Η Ελλάδα εμφανίζει εδώ και καιρό μια ιδιότυπη αναπτυξιακή εξάρτηση από την κατανάλωση. Οι αυξήσεις μισθών και συντάξεων, σε συνδυασμό με τον τουρισμό-ρεκόρ και τις επιδοτήσεις ενέργειας, έδωσαν ώθηση στη ζήτηση. Όμως, η αύξηση του κόστους ζωής «καταπίνει» τα οφέλη.
Η Eurostat κατατάσσει τη χώρα προτελευταία στην Ε.Ε. σε αγοραστική δύναμη, περίπου 30% κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το κόστος στέγασης για τους ενοικιαστές απορροφά πάνω από 40% του εισοδήματος, ενώ το 19,2% του πληθυσμού δηλώνει πως δεν μπορεί να διατηρήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό τον χειμώνα — το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μαζί με τη Βουλγαρία.
Η οικονομική ανάκαμψη, επομένως, είναι άνιση. Το 71% των καταθετών διαθέτει λιγότερα από 1.000 ευρώ στους λογαριασμούς του. Για την πλειονότητα των νοικοκυριών, κάθε έκτακτη δαπάνη αποτελεί δοκιμασία. Οι αναλήψεις, οι πιστωτικές κάρτες και τα καταναλωτικά δάνεια λειτουργούν πλέον ως μηχανισμός επιβίωσης.
Η αποταμίευση είναι βασικός δείκτης εμπιστοσύνης στην οικονομία και παράγοντας χρηματοπιστωτικής ανθεκτικότητας
Μια κοινωνία χωρίς «μαξιλάρια»
Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο την ατομική ευημερία, αλλά και τη συνολική σταθερότητα της οικονομίας. Η αποταμίευση είναι βασικός δείκτης εμπιστοσύνης στην οικονομία και παράγοντας χρηματοπιστωτικής ανθεκτικότητας.
Όταν τα νοικοκυριά δεν αποταμιεύουν, η τράπεζα δυσκολεύεται να αντλήσει ρευστότητα, οι επενδύσεις καθυστερούν, και η οικονομία χάνει τον ρυθμό της. Το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη αύξηση παραγωγικότητας. Σε περίπτωση νέας κρίσης, ενεργειακής, γεωπολιτικής ή πληθωριστικής– οι πολίτες θα έχουν λιγότερα μέσα άμυνας. Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί ήδη ότι η εξάρτηση από την κατανάλωση ως μοχλό ανάπτυξης δεν είναι διατηρήσιμη.
Το ευρωπαϊκό πλαίσιο
Η Ελλάδα δεν είναι μόνη. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, η μεταπανδημική ανάκαμψη βασίστηκε στην κατανάλωση και στις δημόσιες ενισχύσεις. Στην Ιταλία, το ποσοστό αποταμίευσης μειώθηκε στο 3,8%, στην Ισπανία στο 5,2%, ενώ στην Πορτογαλία κυμαίνεται γύρω στο 6%. Όμως, μόνο η Ελλάδα καταγράφει αρνητικό αποταμιευτικό ισοζύγιο στην Ευρωζώνη.
Η διαφορά δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά και ποιοτική. Σε άλλες χώρες η μείωση αποταμίευσης συνοδεύεται από επενδυτική κινητικότητα, ενώ στην Ελλάδα, κυρίως από αύξηση κατανάλωσης προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες.
Ανάπτυξη χωρίς βάθος
Η σημερινή εικόνα, αν και δεν παραπέμπει σε κρίση, αποκαλύπτει ένα βαθύτερι διαρθωτικό πρόβλημα της οικονομίας. Η χώρα βγαίνει από μια δεκαετία λιτότητας και δύο κρίσεις, αλλά εξακολουθεί να στερείται μηχανισμούς οικονομικής ανθεκτικότητας. Η ανάπτυξη παραμένει εύθραυστη, εξαρτώμενη από τον τουρισμό, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την κατανάλωση.
Πηγή ΟΤ
