Επί δύο δεκαετίες πριν την πανδημία, οι δαπάνες υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ αυξάνονταν σταθερά, από περίπου 7% του ΑΕΠ το 2000 σε 9% ως το 2019, κατά μέσο όρο, λόγω καινοτομίας, γήρανσης του πληθυσμού και αύξησης του εισοδήματος.
Προβλέψεις του ΟΟΣΑ αναφέρουν ότι η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί αν δεν υπάρξει σημαντική αλλαγή πολιτικής, φτάνοντας το 11,2% το 2040.
Ακόμη και αν η συνολική οικονομική ανάπτυξη προβλέπεται να αναπτυχθεί με βραδύτερο ρυθμό τις επόμενες δεκαετίες, οι δαπάνες υγείας προβλέπεται να αυξάνονται πάνω από την αναμενόμενη ανάπτυξη της συνολικής οικονομίας και των κρατικών δαπανών στις χώρες του ΟΟΣΑ.
- Η πανδημία τόνισε την ανάγκη για ενίσχυση των δαπανών προκειμένου να ενισχυθεί:
- η ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας,
- η βάση των συστημάτων υγείας μέσω ψηφιακού μετασχηματισμού και επενδύσεων σε ιατρικό εξοπλισμό· και
- η εκπαίδευση στους εργαζόμενους υγείας της πρώτης γραμμής, για την παραμονή τους στην εργασία.
Η διατήρηση της υγείας του πληθυσμού έχει πρόσθετα οφέλη, καθώς οι υγιέστεροι πληθυσμοί ζουν σε ισχυρότερες και πιο ανθεκτικές οικονομίες
![](https://ellada.press/wp-content/uploads/2025/02/%CE%91%CF%8D%CE%BE%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B4%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%81%CF%85%CE%B8%CE%BC%CF%8C-%CF%83%CF%87%CE%B5%CE%B4%CF%8C%CE%BD-12-%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%BF.jpg?x14849)
![](https://ellada.press/wp-content/uploads/2025/02/%CE%91%CF%8D%CE%BE%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B4%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%81%CF%85%CE%B8%CE%BC%CF%8C-%CF%83%CF%87%CE%B5%CE%B4%CF%8C%CE%BD-12-%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%BF.jpg?x14849)
Ψηφιακός μετασχηματισμός και τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να φέρουν σημαντικό όφελος στη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας
Ακόμη περισσότεροι πόροι
Προηγούμενη ανάλυση υπολόγιζε ότι κατά μέσο όρο οι χώρες του ΟΟΣΑ πρέπει να δαπανούν επιπλέον 1,4% του ΑΕΠ σε σχέση με τα προπανδημικά επίπεδα για να είναι καλύτερα προετοιμασμένες για μελλοντικούς κλυδωνισμούς.
Συνδυάζοντας αυτές τις πρόσθετες δαπάνες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας οι δαπάνες για την υγεία, χωρίς άλλες σημαντικές αλλαγές πολιτικής, προβλέπεται να οδηγήσουν σε αύξηση 3 ποσοστιαίων μονάδων έως το 2040 σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, φτάνοντας το 11,8% του ΑΕΠ το 2040, κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει έκθεση του ΟΟΣΑ για την οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας, η οποία επισημαίνει πως οι πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας απαιτούν επείγουσα δράση για τη βιωσιμότητά τους.
Η έκθεση προτείνει 4 πολιτικές για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας:
1: Αύξηση των κρατικών δαπανών και διάθεση μέρους αυτών των πρόσθετων κεφαλαίων για την υγεία. Αυτό απαιτεί αύξηση των κρατικών εσόδων ή πρόσθετη χρηματοδότηση του χρέους. Ωστόσο, τα κρατικά έσοδα αντιπροσωπεύουν ήδη το 39% του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ. Πολλές χώρες έχουν υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα δημόσιου χρέους και συνεπαγόμενο υψηλότερο κόστος δανεισμού, καθώς και την δυσάρεστη πρόκληση της προσπάθειας αύξησης των φόρων κατά τη διάρκεια αυξήσεων στο κόστος διαβίωσης.
2: Αύξηση των πιστώσεων για την υγεία εντός των υφιστάμενων κρατικών προϋπολογισμών. Ενώ οι πολίτες θέτουν συχνά σε υψηλή προτεραιότητα την υγεία, ο τομέας αυτός ανταγωνίζεται ολοένα και περισσότερο άλλες μεγάλες προτεραιότητες δαπανών, ιδίως για την αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους διαβίωσης, τη χρηματοδότηση ενός πράσινου μετασχηματισμού και, για ορισμένες χώρες, την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Ωστόσο, σε χώρες με συγκριτικά χαμηλές πιστώσεις στον προϋπολογισμό για την υγεία, οι υγειονομικές αρχές θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν ως πολιτικό μοχλό για να πιέσουν για αύξηση των μεριδίων του προϋπολογισμού. Σε δέκα χώρες, το μερίδιο των δαπανών για την υγεία ως ποσοστό των συνολικών κρατικών δαπανών ήταν 12% ή λιγότερο το 2022, πολύ κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ του 15%.
3: Επανεκτίμηση των ορίων μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών. Το 2022, το μερίδιο της δημόσιας δαπάνης για υγεία στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν ήδη στο 76%. Χωρίς πρόσθετους δημόσιους πόρους διαθέσιμους για την υγεία, περισσότερες δαπάνες για περίθαλψη μετακυλίονται εξ’ ορισμού στον ιδιωτικό τομέα. Περικοπές σε πακέτα παροχών ή αυξήσεις στις χρεώσεις των ασθενών, ενδέχεται να επιδεινώσουν τις ανισότητες στον τομέα της υγείας. Ωστόσο, πρέπει να διεξαχθεί μια συζήτηση για τις πιο μακροπρόθεσμες κατευθύνσεις για τα όρια δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, όσον αφορά το ποιες είναι οι καλύτερες αγορές υπηρεσιών υγείας για περιορισμένους δημόσιους προϋπολογισμούς και εάν θα μπορούσαν να γίνουν αλλαγές στις χρεώσεις των ασθενών, χωρίς να παρεμποδίζεται η πρόσβαση.
4: Αναζήτηση κέρδους μέσω αποδοτικότητας. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην επιλογή υπηρεσιών υγείας με θετική αναλογία κόστους – οφέλους, για την μεγιστοποίηση του κέρδους από την αποδοτικότητα και τη μείωση των αναποτελεσματικών και σπάταλων δαπανών. Στα πρόσθετα οφέλη περιλαμβάνονται αυτά της τεχνολογίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού των συστημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένης της Τεχνητής Νοημοσύνης. Από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες για το μέγεθος αυτών των κερδών πρέπει να είναι ρεαλιστικές. Δράσεις για την προαγωγή της υγείας των πληθυσμών και πολιτικές για περιορισμό στο μισό των αναποτελεσματικών και σπάταλων δαπανών, θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν έως και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Αυτό θα έθετε τις μελλοντικές συνολικές δαπάνες για την υγεία σε μια πολύ πιο ήπια και πιο βιώσιμη ανοδική τροχιά, φτάνοντας το 10,6% του ΑΕΠ το 2040 (σε σύγκριση με 11,8% του ΑΕΠ ελλείψει σημαντικών αλλαγών πολιτικής).
Κατάρτιση προϋπολογισμών
Σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, οι καλές πρακτικές κατάρτισης προϋπολογισμού θεωρούνται επίσης σημαντικές. Βελτιώνουν τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζονται, εφαρμόζονται και αξιοποιούνται τα δημόσια κονδύλια για την υγεία. Αυτό όχι μόνο αυξάνει την αποτελεσματικότητα των τρεχουσών δημόσιων δαπανών, αλλά επιτρέπει επίσης πιο φιλόδοξες αλλαγές πολιτικής μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ανάλυση του ΟΟΣΑ για τις καλές πρακτικές, υπογραμμίζει ότι:
1. Σαφείς κανόνες, μηχανισμοί παρακολούθησης και επανεξέτασης καθ’ όλη τη διάρκεια του ετήσιου προϋπολογισμού θα πρέπει να συμφωνηθούν. Αυτό περιλαμβάνει το διαχωρισμό του κόστους των νέων πρωτοβουλιών πολιτικής για την υγεία από:
- το βασικό κόστος διατήρησης των υπαρχουσών υπηρεσιών και κάλυψης.
- τη χρήση ρητών κριτηρίων για καλύτερη διαπραγμάτευση του προϋπολογισμού·
- διασφάλιση τακτικής παρακολούθησης του προϋπολογισμού εντός του έτους, με διορθωτικούς μηχανισμούς για τη βελτίωση της συμμόρφωσης και
- ανάλυση των δαπανών υγείας και διασφάλιση ότι ευθυγραμμίζονται με τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
2. Κατάρτιση μεσοπρόθεσμου προϋπολογισμού υγείας δίνει τη δυνατότητα στις χώρες να προχωρήσουν με πρόνοια σε μελλοντικές στρατηγικές πέραν του ετήσιου προϋπολογισμού, επιτρέποντας στους οργανισμούς υγείας να προγραμματίζουν με βάση μια εύλογη πρόβλεψη των διαθέσιμων πόρων, ενόσω διατηρείται η ευελιξία της κυβέρνησης να προσαρμόζεται στα δημόσια οικονομικά και στο μακροοικονομικό κλίμα.
3. Προγραμματισμός χρηματοδότησης σε προϋπολογισμούς εστιασμένους στην αποδοτικότητα, ώστε να ευθυγραμμίζονται οι στόχοι του τομέα υγείας με τους αντίστοιχους των οικονομικών. Η εστίαση στα αποτελέσματα, παρέχει επίσης μεγαλύτερη ευελιξία στις υγειονομικές αρχές για τη χρήση των δημόσιων πόρων, βελτιώνοντας παράλληλα τη διαφάνεια και τη λογοδοσία για τα αποτελέσματα. Κοινοί στόχοι είναι προγράμματα προαγωγής υγείας, ψηφιακής υγείας, ιατρικής εκπαίδευσης. Στην περίπτωση που ο προϋπολογισμός του προγράμματος είναι μεγαλύτερος, μπορεί να περιλαμβάνει ευρύτερα τις υπηρεσίες υγείας (όπως πρωτοβάθμια περίθαλψη, νοσοκομειακές υπηρεσίες και μακροχρόνια περίθαλψη).