Πριν από περίπου πενήντα χρόνια, οι επικεφαλής των οικονομικών επιτελείων των κυβερνήσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ συναντήθηκαν ανεπίσημα στη βιβλιοθήκη του Λευκού Οίκου στο ισόγειο για να συζητήσουν τη διεθνή νομισματική κατάσταση εκείνη την εποχή. Και αυτή είναι η ιστορία προέλευσης της G7 .
Αυτή η αρχική ομάδα επεκτάθηκε γρήγορα, προσθέτοντας την Ιαπωνία, την Ιταλία και τον Καναδά, για να παγιώσει ένα μπλοκ από τις μεγαλύτερες «μη κομμουνιστικές οικονομίες» εκείνη την εποχή. Ως βιομηχανικές χώρες που καρπώνονταν τα οφέλη της μεταπολεμικής έκρηξης της παραγωγικότητας, η G7 με την οικονομική παραγωγή της, κατάφερε να συνεισφέρει ιστορικά περίπου στο 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ωστόσο, η πιο πρόσφατη εμφάνιση ενός άλλου διεθνούς ομίλου, των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), αλλάζει τα δεδομένα.
Χαρτογραφώντας την άνοδο των BRICS εναντίον της G7
Το ακρωνύμιο «BRIC», που αναπτύχθηκε από τον οικονομολόγο της Goldman Sachs, Τζιμ Ο’Νιλ το 2001, χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό τεσσάρων ταχέως αναπτυσσόμενων οικονομιών σε παρόμοια στάδια ανάπτυξης. Μόλις το 2009 οι ηγέτες τους συναντήθηκαν και επισημοποίησαν τη σχέση τους, προσκαλώντας αργότερα τη Νότια Αφρική να ενταχθεί το 2010.
Η Ρωσία ήταν εκείνη την εποχή επίσης μέλος της G7, στη συνέχεια της G8. Προσκλήθηκε να ενταχθεί το 1997, αλλά αποβλήθηκε το 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.
Ενώ αρχικά συνενώθηκαν αναζητώντας επενδυτικές ευκαιρίες, την τελευταία δεκαετία οι BRICS έγιναν οικονομικός αντίπαλος της G7. Πολλές από τις πρωτοβουλίες τους περιλαμβάνουν τη δημιουργία μιας εναλλακτικής παγκόσμιας τράπεζας, με έναν διάλογο να βρίσκεται σε εξέλιξη για ένα νέο σύστημα πληρωμών και νέο αποθεματικό νόμισμα, εκτός του άρματος του δολαρίου. Οι πρωτοβουλίες τους μάλιστα εντάθηκαν τον τελευταία χρόνο, μετά το μπαράζ κυρώσεων που πλήττουν τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Κίνα και Ινδία
Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην άνοδο των BRICS είναι η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας .
Μετά από μια περίοδο ταχείας εκβιομηχάνισης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι εξαγωγές της Κίνας έλαβαν σημαντική ώθηση. Καταλύτης για την ανάπτυξη αυτή ήταν η ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001. Αυτό βοήθησε την Κίνα να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έως το 2010.
Η οικονομική άνοδος της Ινδίας δεν ήταν τόσο γρήγορη όσο της Κίνας, αλλά μέχρι το 2022, η χώρα κατέλαβε την τρίτη θέση με ακαθάριστο εγχώριο προϊόν 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων . Μαζί οι δύο χώρες αποτελούν σχεδόν το ένα τέταρτο της παγκόσμιας οικονομίας 164 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, προσαρμοσμένη στην αγοραστική δύναμη (PPP).
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το visualcapitalist.com η συνέπεια της χρήσης της μέτρησης PPP —που αντικατοπτρίζει καλύτερα τα πλεονεκτήματα των τοπικών νομισμάτων και των τοπικών τιμών— είναι ότι έχει μια υπερμεγέθη πολλαπλασιαστική επίδραση στο ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων χωρών, όπου οι τιμές των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών τείνουν να είναι φθηνότερες.
BRICS vs G7
Η Κίνα και η Ινδία βρίσκονται σε ένα στάδιο οικονομικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από αύξηση της παραγωγικότητας, των μισθών και της κατανάλωσης, την οποία απολάμβαναν προηγουμένως οι περισσότερες χώρες της G7 τις τρεις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μέχρι το 2028, το ΔΝΤ προβλέπει ότι οι χώρες BRICS θα αποτελούν το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας.
Πηγή: ΟΤ