«Πάρτο αλλιώς» είναι το μήνυμα που στέλνει στην κυβέρνηση η Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) για το εργασιακό νομοσχέδιο. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς την αυστηρή παρατήρηση ότι θα έπρεπε να υπάρχει «ευρύτερη και ποιοτικότερη διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς», κάτι το οποίο θεωρεί ότι δεν έγινε.
Η ΟΚΕ αποτελεί συνταγματικά αναγνωρισμένο θεσμό του ελληνικού κράτους και λειτουργεί στα πρότυπα της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινωνικής Επιτροπής. Στις αρμοδιότητές της περιλαμβάνεται η διεξαγωγή κοινωνικού διαλόγου για τη γενική πολιτική της χώρας – ιδίως της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και η γνωμοδότηση επί νομοσχεδίων και προτάσεων νόμου.
Στη σύνθεσή της συμμετέχουν σε τρεις διακριτές ομάδες εκπρόσωποι των εργοδοτών (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΓΣΕΒΕΕ), των εργαζομένων (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ), και λοιποί φορείς (επαγγελματικά και επιστημονικά επιμελητήρια, τοπική αυτοδιοίκηση, αγρότες, καταναλωτικές και περιβαλλοντικές ενώσεις, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών).
Ως εκ τούτου, οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής θεωρούνται κομβικές για τη μεγιστοποίηση του κοινωνικού οφέλους και την ελαχιστοποίηση των πιθανών παρενεργειών από την άσκηση επιμέρους αποφάσεων της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.
Ωστόσο τα παραπάνω δεν φαίνεται να διασφαλίζονται από τις συνοπτικές διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στο εργασιακό νομοσχέδιο.
Αυτοακυρώνονται οι προσπάθειες
«Είναι προφανές, ότι ο χρόνος για την ολοκληρωμένη επεξεργασία του νομοθετικού υλικού (σ/ν) σε ένα τόσο σημαντικό πεδίο πολιτικής, όπως είναι η αγορά εργασίας δεν κρίνεται επαρκής για τους θεσμικούς φορείς κοινωνικού διαλόγου, τους επιστημονικούς και τους κοινωνικούς φορείς. Χωρίς, μάλιστα, την αιτιολογημένη γνώμη της ΟΚΕ, η οποιαδήποτε προσπάθεια τείνει να αυτοακυρώνεται και να υποβαθμίζει το περιεχόμενο της ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης», σημειώνεται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής.
Μεταξύ άλλων τονίζεται ότι θα έπρεπε να έχει δοθεί χρόνος τουλάχιστον μίας επιπλέον εβδομάδας μετά τις τροποποιήσεις για την αξιολόγηση των επικαιροποιημένων διατάξεων. Ούτε αυτό όμως έγινε, αφού το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή νύχτα, μέσα στο Σαββατοκύριακο και στο καπάκι παρουσιάζεται στις επιτροπές.
«συζητείται στις επιτροπές.
Κακή νομοθέτηση
«Η ενσωμάτωση των νομοθετικών ρυθμίσεων χωρίς την απαραίτητη κωδικοποίηση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κακή νομοθέτηση και σε συνδυασμό με την αποσπασματική διαδικασία διαβούλευσης κινδυνεύει να οδηγήσει σε πιθανή νέα αναθεώρηση της σχετικής νομοθεσίας στο εγγύτερο μέλλον, με προφανείς επιπτώσεις για τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών», υπογραμμίζει η γνωμοδότηση της ΟΚΕ
Διάσταση απόψεων
Όταν μπαίνουμε στην ουσία της κριτικής στο νομοσχέδιο, γίνεται εμφανής η διάσταση απόψεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, ιδίως σε διατάξεις που αφορούν την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
Μερική σύγκλιση απόψεων επιτυγχάνεται στα άρθρα που μειώνουν την ψηφιακή γραφειοκρατία, διευκολύνοντας επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Από εκεί και πέρα όμως, ανοίγεται μια εργασιακή «τάφρος». Οι εργοδότες (Άποψη Α) επικροτούν τις ρυθμίσεις για ακόμα περισσότερη ευελιξία στα ωράρια (13ωρο, 4ημερα 10ωρα, υπερωρίες στην εκ περιτροπής εργασία, σπαστές άδειες). Οι φορείς των εργαζομένων από την άλλη (Άποψη Β), έχουν εκ διαμέτρου αντίθετη γνώμη.


Ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας στην Ελλάδα είναι 41 ώρες – ο μεγαλύτερος στην ΕΕ / πηγή: Eurostat, επεξεργασία OKE
Η υπερεργασία βλάπτει… και την παραγωγικότητα
Οι ρυθμίσεις περαιτέρω ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, διαμορφώνουν όρους υποβάθμισης της ποιότητας ζωής των εργαζομένων, σημειώνουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Διαταράσσεται έτι περεταίρω η οικογενειακή ζωή, ασκούνται αντίρροπες τάσεις για την άμβλυνση του δημογραφικού προβλήματος (με άλλα λόγια πότε θα μεγαλώσεις τα παιδιά σου αν δουλεύεις σαν τρελός;), τίθενται σημαντικοί κίνδυνοι για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.
Έστω ότι με τα παραπάνω δεν ιδρώνει το αυτί όσων εκπροσωπούν τα συμφέροντα των εργοδοτών. Αν είναι να υπάρχει μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα και κερδοφορία, ας δουλέψουν περισσότερο τα υποζύγια, στο κάτω κάτω θα πληρωθούν υπερωρίες.
Ένα επιπλέον όμως επιχείρημα, το οποίο γνωρίζουν και οι εργοδότες, είναι ότι οι περισσότερες ώρες εργασίας δεν σημαίνουν και μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Ίσα, ίσα, μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα.


Η παραγωγικοτητα στην Ελλάδα είναι κάτω από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ /πηγή: Εurostat-OKE
Εργάσιμος χρόνος και μισθοί
Στην έκθεση της ΟΚΕ αναφέρεται ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν πολύ περισσότερες ώρες από τον μέσο όρο της ΕΕ, όμως το χάσμα της παραγωγικότητας παραμένει αγεφύρωτο, παρά τη βελτίωση των τελευταίων χρόνων. Για παράδειγμα στη Δανία η παραγωγικότητα σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας είναι 89 ευρώ την ώρα, στη Γερμανία 70 και στην Ελλάδα 32 ευρώ. Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 51,1 ευρώ ανά ώρα εργασίας.
Την ίδια στιγμή ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης είναι μόλις 17.013. ευρώ στην Ελλάδα, ούτε καν το 45% του μέσου όρου της ΕΕ (37.863 ευρώ). Πρόκειται για τον τρίτη χειρότερη θέση στην ΕΕ, μπροστά από τη Βουλγαρία και σε ελάχιστη αποσταση από την Ουγγαρία. Το δε εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα, σε ισοδυναμίες αγοραστικής δύναμης, είναι επίσης το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, , το συμπέρασμα της Επιτροπής για τη σχέση παραγωγικότητας, μισθών και ωρών εργασίας είναι κόλαφος: «Οι χώρες με τις υψηλότερες ώρες εβδομαδιαίας εργασίας, είναι και οι χώρες με τους χαμηλότερους μέσους ετήσιους προσαρμοσμένους μισθούς, πλήρους απασχόλησης».
Παρατηρούμε δε, ότι οι χώρες με την υψηλότερη παραγωγικότητα, έχουν λιγότερες εβδομαδιαίες ώρες εργασίας.
Επιτείνονται τα προβλήματα
Ένα πρόβλημα που τονίζεται από την πλευρά των εργαζομένων στη γνωμοδότηση της ΟΚΕ είναι ότι οι παρεμβάσεις ελαστικοποίησης δεν θα αυξήσουν την παραγωγικότητα. Δεν πρόκειται να βελτιώσουν μακροπρόθεσμα το οικονομικό περιβάλλον ούτε διασφαλίζουν θέσεις εργασίας με ποιοτικά χαρακτηριστικά: προσέλκυση εργατικού δυναμικού με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης, υψηλές αμοιβές, αναβαθμισμένες συνθήκες εργασίας, μεταφορά τεχνογνωσίας – όπως αναφέρει και η σχετική έκθεση της ΤτΕ, στην οποία παραπέμπει η ΟΚΕ.
«Οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις στερούνται μακροχρόνιου σχεδιασμού, δεν απαντούν στα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας και της αγοράς και κινούνται στην κατεύθυνση της περαιτέρω συμπίεσης των εργασιακών δικαιωμάτων, με έναν ορίζοντα, που μόνο βραχυχρόνιος μπορεί να θεωρηθεί. Τα πραγματικά προβλήματα, που διαπιστώνονται από τους εργαζόμενους (ακρίβεια, αυξημένος χρόνος απασχόλησης, ανισορροπία μεταξύ εργασιακής και οικογενειακής ζωής, μειωμένη αγοραστική δύναμη των μισθών κλπ) αλλά και από τους εργοδότες (φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές, κόστος ενέργειας, γραφειοκρατία κλπ) δεν αντιμετωπίζονται με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Αντίθετα, επιλέγονται λύσεις, που θα επιτείνουν τα προβλήματα», γράφει η ΟΚΕ (Άποψη Β).
Δεν ακούστηκαν οι φωνές της κοινωνίας
Ο επιστημονικός συνεργάτης της ΟΚΕ Δημήτρης Μπίμπας, μας μετέφερε την κριτική της Επιτροπής για τις διαδικασίες που προηγήθηκαν πριν κατατεθεί το εργασιακό νομοσχέδιο. Είπε ότι θα έπρεπε να δίνεται περισσότερος χρόνος στον οργανωμένο κοινωνικό διάλογο, ακόμα και μετά τη διαβούλευση. «Να ακουστούν πρώτα οι φωνές της κοινωνίας και μετά οι οργανωμένοι φορείς να τοποθετηθούν», σχολίασε.
Κατά τα άλλα, επιβεβαίωσε ότι στις θέσεις της ΟΚΕ περιλαμβάνονται οι απόψεις και των δύο διαφορετικών ομάδων συμφερόντων, εργοδοτών και εργαζομένων, στις οποίες υπάρχουν διαφωνίες.
Ως προς το ζήτημα της παραγωγικότητας, τόνισε ότι η αύξησή της περνάει από την ενσωμάτωση τεχνολογικών μέσων, καινοτομίας, κεφαλαίου και αυτοματισμών, ώστε να καθιστούν τον εργαζόμενο πιο παραγωγικό μειώνοντας τον χρόνο διεκπεραίωσης εργασιών.
Από τα παρατηρήσεις των φορέων της ΟΚΕ, εργαζομένων και εργοδοτών, προκύπτει ότι ο γόρδιος δεσμός της παραγωγικότητας, δεν θα λυθεί με ρυθμίσεις που οδηγούν στην εργασιακή εξουθένωση.
δείτε το πλήρες κείμενο γνωμοδότησης της ΟΚΕ ΕΔΩ