Σε υψηλότερα επίπεδα ανεβάζει τις τιμές στόχους των ελληνικών τραπεζών η Deutsche Bank.
Ειδικότερα, οι στόχοι αυξάνονται τόσο για την Eurobank από τα 1,9 ευρώ σε 2,05 ευρώ, όσο και για την Alpha Bank από τα 1,9 ευρώ σε 2 ευρώ, με συστάσεις αγοράς.
Για την Εθνική Τράπεζα η τιμή-στόχος αυξάνεται από τα 6,7 ευρώ σε 7,1 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς από τα 3 ευρώ σε 3,3 ευρώ, με τη γερμανική τράπεζα να διατηρεί τις συστάσεις διακράτησης (Hold) και για τις δύο τράπεζες.
Από εκεί και πέρα, η Αlpha Bank αποτελεί την κορυφαία επιλογή, δεδομένης της φθηνότερης αποτίμησης σε όρους πολλαπλασιαστών και δυνητικά υψηλότερο περιθώριο βελτίωσης.
Το παραπάνω φαίνεται ότι οφείλεται κατά κύριο λόγο στα καθαρά εσόδα από τόκους και τις χαμηλότερες προβλέψεις, αυξάνοντας τις τιμές-στόχους, διατηρώντας παράλληλα τις αξιολογήσεις αμετάβλητες.
DBRS: Οι προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού κλάδου
Η απόδοση
Η εξαιρετική απόδοση σε ετήσια βάση, με απόδοση της τάξεως του 59% περίπου του δείκτη των ελληνικών τραπεζικών δεικτών φέτος έναντι 10% περίπου για τον ευρωπαϊκό δείκτη τραπεζών, καταδεικνύει την ταχεία αλλαγή του κλίματος στις τάξεις των επενδυτών μετά τα ισχυρά αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν στα καθαρά έσοδα από τόκους λόγω των επιτοκίων, του ελέγχου τους κόστους, της καλύτερης ποιότητας του ενεργητικού και της ενίσχυσης των κεφαλαιακών επιπέδων, τα οποία οδήγησαν σε σημαντικές αναβαθμίσεις στόχων.
Το ενδιαφέρον όμως για τις ελληνικές τράπεζες μπορεί ήδη να μειώνεται, καθώς οι πολλαπλασιαστές υπερβαίνουν ακόμη εκείνους των ευρωπαϊκών τραπεζών, με τους δείκτες αποτίμησης σε όρους κερδοφορίας (P/E) για το 2024 να κυμαίνονται τώρα στο εύρος των 6 με 7 φορές και τους δείκτες τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία (P/TBV) στις 0,6 με 0,8 φορές για δείκτες αποδοτικότητας RoTE σε περίπου 9% με 12%, με μεγάλο πλεόνασμα κεφαλαίου σε ορισμένες περιπτώσεις (επιτρέποντας τα μερίσματα να επανέλθουν το 2024), σημειώνει η γερμανική τράπεζα.
Σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα, οι επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών θα συνεχιστούν με τα καθαρά έσοδα από τόκους να είναι πιθανό να κορυφωθούν στο τρίτο τρίμηνο, λόγω του αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης, προτού αρχίσει να πέφτει το 2024. Ωστόσο, η μετακύλιση του κόστους επί των επιτοκίων των καταθέσεων είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη και η ανάπτυξη στο δανεισμό θα πρέπει να ξεπεράσει κατά πολύ εκείνη της υπόλοιπης Ευρώπης.