Η φράση «η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι» κοντεύει να γίνει κλισέ. Ωστόσο αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα, την οποία επισημαίνουν όλοι. Από την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τα κράτη-μέλη, αλλά από οικονομολόγους έως κοινωνικούς επιστήμονες. Ενέργεια, άμυνα, αλλά και οι αμερικανικοί δασμοί είναι δυσεπίλυτα προβλήματα. Και ξανά στον δημόσιο διάλογο ήρθε ο όρος «δημόσιες επενδύσεις».
Έρευνα στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σπουδών της Βιέννης (wiiw) καταδεικνύει ότι η ΕΕ, για να επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους στη δράση για το κλίμα και την ψηφιοποίηση, οι επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές πρέπει να αυξηθούν σημαντικά σε όλα τα κράτη-μέλη. Οι συγγραφείς της, οι οικονομολόγοι Φίλιπ Χάιμπεργκερ και Κάρα Νταμπρόφσκι, υποστηρίζουν με άρθρο τους στο Social Europe ότι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων μπορεί να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και να μειώσει την ανεργία χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι δημόσιες επενδύσεις θα δώσουν ώθηση και στις ιδιωτικές, ενώ θα μειωθεί και η ανεργία
Καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις αναδιαμορφώνουν το παγκόσμιο εμπόριο, η Ευρώπη πρέπει να στραφεί προς τους εγχώριους μοχλούς ανάπτυξης, επισημαίνουν. Και οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να ηγηθούν αυτού του μετασχηματισμού.
Γιατί χρειάζονται επενδύσεις
Την ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις επισημαίνει και η περιβοήτη Έκθεση του Μάριο Ντράγκι, πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ. Εκεί τονίζεται με κατηγορηματικό τρόπο ότι οι δημόσιες επενδύσεις είναι απαραίτητες για να επιτευχθούν οι στρατηγικοί στόχοι της Ευρώπης.


Το ετήσιο επενδυτικό κενό αναφορικά με την ενεργειακή ασφάλεια, τις ψηφιακές υποδομές και την απαλλαγή από τον άνθρακα στην ΕΕ υπολογίζεται σε 750 έως 800 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δηλαδή, περίπου 4,5% του ΑΕΠ της ΕΕ. Οι Χάιμπεργκερ και Νταμπρόφσκι επισημαίνουν ότι το ποσό αυτό είναι οικονομική αναγκαιότητα.
Διαπιστώνουν επίσης ότι ενώ η πρόκληση της απαλλαγής από τον άνθρακα από μόνη της απαιτεί ουσιαστική δημόσια δέσμευση, οι τρέχουσες εξελίξεις δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις της ΕΕ κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, θα πρέπει να διοχετεύσουν σημαντικές επενδύσεις σε ενεργειακά συστήματα, δίκτυα μεταφορών και ανακαινίσεις κτιρίων. Αυτές οι δράσεις απαιτούν ένα επιπλέον 1% του οικονομικού προϊόντος ετησίως έως το 2030.
Ωστόσο, η ανάλυση των πολυετών δημοσιονομικών σχεδίων των εθνικών κυβερνήσεων αποκαλύπτει ένα ανησυχητικό μοτίβο: περίπου το ένα τρίτο των χωρών της ΕΕ προβλέπουν περικοπές στους εθνικά χρηματοδοτούμενους δείκτες δημόσιων επενδύσεων τα επόμενα χρόνια. Για την ακρίβεια, συσχετίζουν άμεσα την αυστηρή δημοσιονομική εξυγίανση συσχετίζεται άμεσα με μεγαλύτερες μειώσεις στις δημόσιες επενδύσεις. Οι συγγραφείς, όμως, τονίζουν ότι, χωρίς πολιτική παρέμβαση, η ουσιαστική ώθηση στις υποδομές για το κλίμα και την ψηφιοποίηση θα παραμείνει ανεκμετάλλευτη.
Δημόσιες επενδύσεις και μακροοικονομικό μέρισμα
Οι Χάιμπεργκερ και Νταμπρόφσκι, μέσα από τη μελέτης του, δείχνουν με εμπειρικά στοιχεία ότι οι δημόσιες επενδύσεις έχουν μακροοικονομικό αντίκτυπο σε όλους τους δείκτες: ανάπτυξης, ανεργίας, ιδιωτικών επενδύσεων και δημόσιου χρέους. Και τα ευρήματα αμφισβητούν τη συμβατική σοφία σχετικά με τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Και εξηγούν γιατί: Όταν οι δημόσιες επενδύσεις παράγουν μεγαλύτερες οικονομικές αποδόσεις και μελλοντικά φορολογικά έσοδα από ό,τι προσθέτουν στο δημόσιο χρέος, ο δανεισμός για τη χρηματοδότηση τέτοιων επενδύσεων γίνεται οικονομικά ορθολογικός και όχι δημοσιονομικά απερίσκεπτος. Αντίθετα, σύμφωνα με την έρευνά τους, πάνω σε δεδομένα και στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, οι δημόσιες επενδύσεις έχουν σημαντικά θετικά αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη.


Κάθε ευρώ δημόσιας επένδυσης παράγει περίπου 1,30 ευρώ σε προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό προϊόν εντός τριών ετών. Αυτό, εξηγούν, είναι ένας σωρευτικός πολλαπλασιαστής 1,3 που ευθυγραμμίζεται με στοιχεία μετα-ανάλυσης και προηγούμενη έρευνα του ΔΝΤ χρησιμοποιώντας δείγματα χωρών του ΟΟΣΑ και προηγούμενα σύνολα δεδομένων.
Λιγότερη ανεργία
Τα οφέλη από τις δημόσιες επενδύσεις εκτείνονται πέρα από την αύξηση του ΑΕΠ.
Όσον αφορά την ανεργία, τα ποσοστά της μειώνονται μετά την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, ιδίως βραχυπρόθεσμα. Και παράλληλα, αντί να εκτοπίζουν τη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα, οι δημόσιες επενδύσεις τείνουν να τονώνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Αυτό είναι ένα συμπληρωματικό αποτέλεσμα που ενισχύει τα οικονομικά οφέλη.
Για τους Χαϊμπέργκερ και Νταμπρόφσκι, το πιο σημαντικό, αυτό που μπορεί να πείσει ακόμη και τα δημοσιονομικά «γεράκια», που ομνύουν στη λιτότητα, είναι ότι αυτές οι θετικές μακροοικονομικές επιπτώσεις διασφαλίζουν ότι η βιωσιμότητα του χρέους παραμένει άθικτη. Ενώ το δημόσιο χρέος αυξάνεται όταν πραγματοποιούνται επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από πιστώσεις, η ταυτόχρονη αύξηση του εθνικού εισοδήματος σημαίνει ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει σταθερός ακόμη και μετά από τρία χρόνια.
Δαπάνες, επενδύσεις και… λιτότητα
Για τους συγγραφείς της μελέτης, η ΕΕ πρέπει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις κατά τουλάχιστον 1% της οικονομικής παραγωγής ετησίως για να επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους στην ενέργεια, τις μεταφορές και τις ψηφιακές υποδομές. Εκτιμούν ότι αυτός ο στόχος, αν και ουσιαστικός, παραμένει απολύτως εφικτός με κατάλληλα πλαίσια πολιτικής.
Οι Χάιμπεργκερ και Νταμπρόφσκι θυμίζουν ότι οι Βρυξέλλες έχουν επιτρέψει στα κράτη μέλη της ΕΕ να ενεργοποιήσουν τη ρήτρα εθνικής διαφυγής για να εξαιρέσουν τις πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες. Ωστόσο, αυτό εμπίπτει κυρίως στις κρατικές δαπάνες, όχι στις επενδύσεις. Συνεπώς, οι θετικές επιπτώσεις των στρατιωτικών δαπανών αναμένεται να είναι σημαντικά μικρότερες από ό,τι για τις σωστές δημόσιες επενδύσεις στην ενέργεια και τις ψηφιακές υποδομές.
Το κύριο εμπόδιο, επισημαίνουν οι συγγραφείς, όμως, προκύπτει από τις πιέσεις δημοσιονομικής εξυγίανσης στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Οι κανόνες αυτοί, επί του παρόντος τουλάχιστον, οδηγούν σε μέτρα λιτότητας σε πολλά κράτη μέλη. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αξιοποιήσουν στο έπακρο την ευελιξία που ενσωματώνεται σε αυτούς τους κανόνες.
Οι δύο οικονομολόγοι πιστεύουν ότι είναι κρίσιμο οι κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν βασικές παραδοχές σχετικά με τις επιπτώσεις των δημόσιων επενδύσεων στην ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους εντός του τεχνικού πλαισίου για τις αξιολογήσεις ανά χώρα. Οι αλλαγές αυτές δεν απαιτούν νομικές τροποποιήσεις.
Οι εθνικές κυβερνήσεις θα πρέπει ταυτόχρονα να επεκτείνουν τη συγχρηματοδότηση των προγραμμάτων της ΕΕ, καθώς αυτές οι δαπάνες δεν εμπίπτουν στις εκ των υστέρων αξιολογήσεις συμμόρφωσης βάσει του κανόνα δαπανών. Και, όπου οι εγχώριοι δημοσιονομικοί περιορισμοί αποδεικνύονται ανυπέρβλητοι, οι κυβερνήσεις πρέπει να υποστηρίξουν τη δημιουργία ενός νέου επενδυτικού ταμείου της ΕΕ για να διαδεχθεί το NextGenerationEU.
Με τον τρόπο αυτό θα αντιμετωπίσουν άμεσα τα επενδυτικά κενά που εντοπίζει η έκθεση Ντράγκι.
Έκθεση Ντράγκι και δημόσιες επενδύσεις
Οι πολλαπλασιαστές επενδύσεων φτάνουν στο αποκορύφωμά τους (με τιμές άνω του 1,5) όταν οι δαπάνες καλύπτουν σαφείς ανάγκες σε υποδομές, ενισχύουν τη θεσμική ικανότητα, προωθούν την έρευνα και την ανάπτυξη ή επιτυγχάνουν διαρθρωτικές αλλαγές προσανατολισμένες στην αποστολή. Οι Χαϊμπέργκερ και Νταμπρόφσκι υποστηρίζουν ότι τα στοιχεία καταδεικνύουν με συνέπεια ότι οι καλά σχεδιασμένες, στρατηγικά χρονικά προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα σε περιόδους δύσκολων οικονομικών συνθηκών.
Θυμίζουν επίσης ότι ο Μάριο Ντράγκι υποστηρίζει πειστικά ότι η Ευρώπη έχει γίνει υπερβολικά εξαρτημένη από την εξωτερική ζήτηση για να τονώσει την ανάπτυξη. Αλλά τα αποτελέσματα δεν τη δικαιώνουν. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 2010, η στασιμότητα των μισθών και οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές κατέστειλαν την εγχώρια ζήτηση, αφήνοντας την Ευρώπη να υστερεί στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Τώρα, που η κυβέρνηση Τραμπ επιλέγει πολιτικές προστατευτισμού και πλήττει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, η Ευρώπη πρέπει να αναπροσανατολιστεί προς τις εγχώριες μηχανές ανάπτυξης. Και οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να κατέχουν κεντρική θέση σε αυτή τη στρατηγική στροφή.
