Η προσοχή των αγορών για την ελληνική οικονομία εστιάζει πλέον στις επικείμενες αξιολογήσεις των διεθνών οίκων, οι οποίες θα ολοκληρωθούν έως το τέλος του 2025. Τα στοιχεία είναι θετικά και οι επιδόσεις της χώρας δεν θυμίζουν τίποτα από το παρελθόν, ωστόσο σε μέτωπα όπως η δημοσιονομική προσαρμογή και η αποκλιμάκωση του χρέους, οι αναλυτές χωρίς να ανησυχούν, δείχνουν ότι δεν εφησυχάζουν.
Το πλαίσιο της Ελληνικής οικονομίας διαμορφώνεται από τη σταθεροποίηση της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα, μαζί όμως με την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης και τη σταδιακή ολοκλήρωση της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, γεγονός που θέτει το πιο δύσκολο ερώτημα για την επόμενη μέρα.
Οι κρίσιμες ημερομηνίες
Στις 17 Οκτωβρίου η Standard & Poor’s θα είναι η πρώτη που θα μιλήσει, μετά την αναβάθμιση του περασμένου Απριλίου σε BBB με σταθερό outlook. Θα ακολουθήσει η Scope Ratings στις 7 Νοεμβρίου και στη συνέχεια, στις 14 του μήνα, η Fitch, η οποία τον Μάιο κράτησε την Ελλάδα στο BBB-, αλλά αναβάθμισε τις προοπτικές σε «θετικές».
Η Moody’s έδωσε ήδη το στίγμα τον Σεπτέμβριο, όταν διατήρησε το Baa3 με σταθερές προοπτικές. Η ανάλυσή συνδύαζε την αναγνώριση της προόδου στα δημόσια οικονομικά και στο τραπεζικό σύστημα, αλλα και την επιφύλαξη για το κατά πόσο αυτή η βελτίωση θα παραμείνει μετά το 2026, όταν ολοκληρωθεί η στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης. Το μήνυμα που στην ουσία έστειλε ο οίκος ήταν οτι οι επόμενες κινήσεις δεν θα κριθούν από την παρούσα κατάσταση, αλλά από τη δυνατότητα αντοχής στο μέλλον.
Η δημοσιονομική εικόνα
Αναλυτές, αγορές και οίκοι αξιολόγησης συμφωνούν ότι οι αριθμοί των τελευταίων ετών είναι εντυπωσιακοί. Το 2024 η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τον στόχο, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε στο 153,6%, το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Η χώρα εμφανίζει για πρώτη φορά μια σταθερή πορεία δημοσιονομικής πειθαρχίας που θυμίζει την εικόνα «υποδειγματικού μαθητή».
Ωστόσο, πίσω από αυτήν την πρόοδο υπάρχει μια σοβαρή ανησυχία. Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ανάπτυξη μόλις 2,2% για το 2025, με τον πληθωρισμό στις υπηρεσίες να περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση να κινείται υποτονικά. Η συνύπαρξη υψηλών πλεονασμάτων και χαμηλότερης ανάπτυξης δημιουργεί προβληματισμό καθώς η χώρα παραμένει δημοσιονομικά αξιόπιστη, αλλά η πραγματική οικονομία δείχνει σημάδια κόπωσης.
Η κρίση της Ευρωζώνης
Η εικόνα γίνεται πιο κατανοητή μέσα από τη σύγκριση. Στη Γαλλία, το χρέος που ξεπερνά το 110% του ΑΕΠ και τα χρόνια ελλείμματα οδήγησαν σε υποβάθμιση. Η Γερμανία διατηρεί το ΑΑΑ, αλλά με ανάπτυξη σχεδόν μηδενική, η Ιταλία παραμένει στο BBB με χρέος γύρω στο 137% του ΑΕΠ, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία κινούνται με καλύτερη δυναμική στην κατανάλωση και την αποκλιμάκωση του χρέους, με την τελευταία να το μειώνει το 2024 κάτω από το 100%.
Σε αυτή τη σύγκριση, η Ελλάδα ξεχωρίζει για τη συνέπεια και την προσαρμογή της, αλλά εξακολουθεί να κουβαλά το βαρύτερο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το συμπέρασμα είναι ότι έχει πετύχει όσα δυσκολεύονται να επιτύχουν μεγαλύτερες οικονομίες, αλλά ξεκινά από χαμηλότερη αφετηρία και με περιορισμένες δυνατότητες ανάπτυξης της παραγωγής της.
Το κρίσιμο ορόσημο
Το μεγάλο στοίχημα βραχυπρόθεσμα είναι όταν σταματήσουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, αν η Ελλάδα θα συνεχίσει να ακολουθεί το μέσο όρο της Ευρωζώνης στην ανάπτυξη. Η ΤτΕ δείχνει να ανησυχεί για τους κινδύνους από το διεθνή εμπορικό πόλεμο που προκαλούν οι δασμοί, την αύξηση του πληθωρισμού, τους γεωπολιτικούς κινδύνους και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά επιτάχυνση υλοποίησης των διαδικασιών για να μη χαθούν κονδύλια. Σε αυτό το πλαίσιο, οι οίκοι πιθανότατα θα περιμένουν «νέα δεδομένα» το 2026 για να κρίνουν τη κατάσταση.
Οι φθινοπωρινές αξιολογήσεις δεν θα κρύβουν εκπλήξεις. Θα επιβεβαιώσουν την πρόοδο και θα σφραγίσουν την εικόνα σταθερότητας που έχει οικοδομηθεί. Όμως, το ερώτημα που παραμένει είναι αν η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει την τρέχουσα συγκυρία σε μόνιμη συνθήκη.
Πηγή ΟΤ