Τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθυσμό σε κίνδυνο φτώχειας και σε κοινωνικό αποκλεισμό είναι ένα ηχηρό χαστούκι στην κυβερνητική προπαγάνδα περί συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών επί των ημερών της. Οι δείκτες λένε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Όπως προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών για το 2024, οι στρατιές των φτωχών και κοινωνικά αποκλεισμένων αυξήθηκαν και ξεπερνάνε πλέον τα 2,74 εκατομμύρια άτομα, ήτοι το 26,9% του πληθυσμού.
Η αύξηση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2023 αντιστοιχεί σε επιπλέον 81.651 άτομα που διολίσθησαν στο κατώφλι της φτώχειας, σε μια χρονιά που κατά τα άλλα το ονομαστικό μέσο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε.
Επειδή όμως η φτώχεια είναι πολυδιάστατη, δεν μετριέται μόνο με το υποδεκάμετρο. Ας μην ξεχνάμε ότι η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ εκ των πραγμάτων δεν καλύπτει πληθυσμούς χωρίς μόνιμη κατοικία ή όσους διαμένουν σε συλλογικές κατοικίες (πανσιόν, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, στρατόπεδα, αναμορφωτήρια κ.λπ.), ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται και οι φτωχότεροι των φτωχών. Γι’αυτό και συνοδεύεται από την υποσημείωση ότι «οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως άστεγοι, παράνομοι οικονομικοί μετανάστες, Ρομά που μετακινούνται και αλλάζουν τόπο διαμονής κ.λπ., υπο-αντιπροσωπεύονται στην έρευνα».
Μισθοί φτώχειας
Πιο σοκαριστική από τα ίδια τα ποσοστά της φτώχειας – που «ανεβοκατεβαίνουν» ανάλογα με του πού τοποθετείς τον πήχη – είναι η γενική τάση επιδείνωσης σχεδόν όλων των επί μέρους δεικτών.
Ο κίνδυνος φτώχειας –χωρίς τη διάσταση του κοινωνικού αποκλεισμού– μετά από μια διετία μείωσης, αυξήθηκε και επέστρεψε στα επίπεδα του 2021, στο 19,6% (από 18,9% το 2023). Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν οι δύο στους δέκα πολίτες καλούνται να επιβιώσουν με λιγότερα από 6.500 ευρώ το χρόνο ή 541 ευρώ το μήνα.
Η υλική και κοινωνική στέρηση –που υπολογίζεται με βάση ένα κατάλογο αγαθών και υπηρεσιών – αυξήθηκε επίσης στο 14% (από 13,5%).
Το μόνο που βελτιώθηκε είναι το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας – στο 7,5% από 8,3%, γεγονός που οφείλεται στην αύξηση της απασχόλησης.
Το γεγονός όμως ότι ενώ περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται, ταυτόχρονα αυξάνονται και οι φτωχοί, είναι τρανή απόδειξη ότι για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού οι μισθοί δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Πρόκειται για το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών, που εντάθηκε το 2023 (το οικονομικό έτος αναφοράς της έρευνας), αφού ο πληθωρισμός σε βασικά αγαθά «κατάπιε» τις όποιες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό.
Φτωχό το 45% χωρίς τις συντάξεις και τα επιδόματα
Ο ρόλος των συντάξεων και των κοινωνικών μεταβιβάσεων (επιδόματα, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κ.λπ.) στην άμβλυνση της φτώχειας είναι ορατός αν συγκρίνουμε τον κίνδυνο φτώχειας πριν και μετά από αυτά.
Με βάση το διαθέσιμο εισόδημα πριν τις μεταβιβάσεις και τις συντάξεις, σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκεται το 45% του πληθυσμού. Άλλη μια απόδειξη ότι οι μισθοί, που αποτελούν και τη βασική πηγή εισοδήματος για το 70,6% του πληθυσμού, δεν αποτρέπουν τη φτωχοποίηση. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που διαβιούν σε νοικοκυριά των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι μικρότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος
Μετά τις συντάξεις, αλλά χωρίς τα επιδόματα, τα ποσοστά φτώχειας υποχωρούν στο 23,5%.
Φτωχότεροι κατά 30% σε σύγκριση με πριν την κρίση
Αν μάλιστα υπολογίσουμε το κατώφλι της φτώχειας με βάση τα εισοδήματα πριν την κρίση (2008), τότε το 31,2% είναι εκτεθειμένο στη φτώχεια.
Η παραπάνω ένδειξη συνδέεται με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα παραμένει δραματικά μειωμένο σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση. Για παράδειγμα, όταν κατά μέσο όρο στην Ευρώπη το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι 28,6% υψηλότερο από ό,τι το 2010, στην Ελάδα είναι μειωμένο κατά – 28,4%.
Γιατί βαθαίνει η φτώχεια
Το 2024 δεν αυξήθηκε μόνο η φτώχεια αλλά και το βάθος (χάσμα) του κινδύνου φτώχειας. Αυτό σημαίνει ότι αυξήθηκαν οι πιο φτωχοί ανάμεσα στους φτωχούς. Ο ένας στους δύο φτωχούς έχει εισόδημα κάτω από 4.993 ευρώ το χρόνο, δηλαδή καλείται να επιβιώσει με σχεδόν 400 ευρώ το μήνα.
Σύμφωνα με τον Χρήστο Γούλα, Γενικό Διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η αύξηση των ποσοστών φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, συνδέεται με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, ιδίως σε αγαθά και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης – όπως η στέγαση και η διατροφή, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό των εξόδων των φτωχών νοικοκυριών.
Ο πληθωρισμός το 2023 μπορεί να έτρεξε με μέσο δείκτη 3,5%, όμως στα τρόφιμα η αύξηση ήταν σχεδόν 9%, ενώ είχε προηγηθεί αύξηση 15,5% το 2022.
Αντίστοιχα, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα είναι μακράν το υψηλότερο σε όλη την ΕΕ, ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, απορροφώντας κατά μέσο όρο το 35,2% του συνόλου.
Άλλωστε σύμφωνα με τη φετινή έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 42,8% του πληθυσμού δυσκολεύεται να πληρώσει εγκαίρως ενοίκιο, δόση δανείου ή πάγιους λογαριασμούς, ποσοστό που για τον φτωχό πληθυσμό ανέρχεται στο 56,1%.
Mείωση αγοραστικής δύναμης
Οι ονομαστικές αυξήσεις που δόθηκαν στους μισθούς δεν αρκούν για να καλύψουν την πίεση από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αγοραστική δύναμη.
Ενδεικτικά, το 2023 (έτος αναφοράς για την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ) η αγοραστική δύναμη του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα (σε μονάδες PPS) ήταν η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ, κάτω και από τη Βουλγαρία. Οι ετήσιες προσαρμοσμένες αποδοχές πλήρους απασχόλησης σε όρους PPS στην Ελλάδα, σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., αντιστοιχούσαν το 2023 μόλις στο 55,5%.